Ἡ Ἰατρικὴ Τέχνη
συνηθέστατα ἐπιβάλλει τὰς δικὰς της ἑρμηνείας ἐπὶ λέξεων αἱ ὁποῖαι ἄνευ ταύτης θὰ ἠδύναντο νὰ ἀναδείξουν τὰς πολυσχιδεῖς των λοιπὰς ἑρμηνείας, ὡς ἕνα ἐκλεκτὸν πρωτογενὲς ποτὸν, ἕνα βρανδεβῖνον, ἕνας οἶνος Φαλερνικός, ἀναδεικνύει τὴν ἀπόλυτον καὶ τερψίκτητον κατὰ Παράκελσον
σπαγειρίαν του, ὁσάκις δὲν ἀναμειγνύεται πρὸς ἄλλα ποτά ἤ ἀνθοσμικὰ πρόσθετα.
Οὕτω μύωψ, δυνάμει
τῆς παραδοχῆς ταύτης, εἶναι κάποιος ὁ ὁποῖος κλείει (μύει) τοὺς ὀφθαλμοὺς του ἐλαφρῶς, ὡς πάσχων ἐκ τῆς γνωστῆς παθήσεως κατὰ τὴν ὁποίαν προκειμένου
νὰ δῇ κάτι άπόμακρον, πρέπει νὰ μειώσῃ τὸ ἄνοιγμα τῶν βλεφάρων του.
Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον
δημιουργεῖται καὶ ἡ γνωστὴ εἰκὼν τοῦ δι᾿ ἡμικλείστων βλεφάρων θεωροῦντος ἀνθρώπου καὶ τὸ λεγόμενον «μυωπικὸν
βλέμμα».
Βεβαίως τὸ παροξύτονον ῥῆμα «μύω»
σημαίνει κλείω, δι᾿ αὐτὸ καὶ διὰ τῆς μετακινήσεως τοῦ τονισμοῦ του εἰς τὴν λήγουσαν,
καθιστάμενον ὀξύτονον ὡς «μυῶ», ἀποκτᾷ ἀπὸ παθητικῆς ἐνεργητικὴν σημασίαν, ὡς ἀλληλοπαθὲς ἐνέργημα μυσταγωγοῦ καὶ μυουμένου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ δεύτερος ὀφείλει νὰ κλείσῃ τὰ «μυστικὰ δεικνύμενα» ἐντὸς του, διὰ νὰ μὴ μείνουν ταῦτα «ἐκτεθειμένα εἰς τὰ ὄμματα
τῶν βεβήλων».
Ὁ μέγας γλύπτης Ἄρνο Μπρέκε, ὅταν ἐποίῃ τὸν «δικὸν
του» Διόνυσον
προσατενίζοντα δι᾿ ἡμικλείστων σκοτεινῶν ὀφθαλμῶν, σαφῶς δὲν ἐπεθύμει νὰ εἰκάσῃ αὐτὸν ὡς -κατὰ τὴν ἰατρικὴν ἀντίληψιν-
...μύωπα.
Μήτ᾿ ἐπεθύμει νὰ τὸν εἰκάσῃ ὡς ἀτενίζοντα τὸν Ἥλιον – Φοῖβον, πρὸς τὸν ὁποῖον πάντοτε ἐφάνη συνεργὸς καὶ συμπαραστάτης καὶ συννομεὺς τῶν μεγάλων του ἱερῶν.
Ἔτι δὲ σημαντικόν, Διόνυσος καὶ Ἀπόλλων, συναμφοτέροις πνεύμασι συνεκρότησαν συμπαγῶς τὸ διαλεκτικῶς δισχιδὲς Ἑλληνικὸν Πνεῦμα τὸ συγκείμενον ὡς κατέδειξεν ὁ σπουδαῖος Νῖτσε, ἐκ τῆς συνθέσεως τῶν Ἀπολλωνείου καὶ Διονυσιακοῦ Πνευμάτων.
Ὁ «Διόνυσος» τοῦ Μπρέκε εἶναι ὁ Διόνυσος τῶν Μυστηρίων.
Δὲν εἶναι ὁ φιλίμερος καὶ μειλίχιος
Βάκχος.
Εἶναι ὁ Διόνυσος – Τιμωρὸς τῶν ἐχθρῶν του. Ὁ Διόνυσος τῆς τιμωρίας τῶν ἀσεβῶν πειρατῶν καὶ τοῦ ἀντιδραστικοῦ Πενθέως.
Οἱ ἡμίκλειστοι καὶ σκαιοὶ του ὀφθαλμοὶ ἐνθυμίζουν τὰς ἀρχεγόνους ἐκείνας
ψυχοφθόρους ποινὰς, τὰς ἐπικρεμαμένας ὕπερθεν τῆς κεφαλῆς παντὸς χυδαίου ἐξβουλγάτορος τῶν Μυστηρίων.
Ἐν Ἀρδηττῷ, τῇ ιζ΄ Ἰουνίου βκβ΄.
ΣΗΜ.: Ἐξβουλγάτωρ: Ἡμέτερον
γλωσσοπλαστικὸν ἐγχείρημα.
Ἐκ τῶν λατ. Ex καὶ Vulgus. Exvulgatio, ὁ Ἐκχυδαϊσμός.