Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ATITLON.


Καράβια ἔχουν νὰ περάσουν,
ἀπ᾿ τῶν δικαίων βασιλέων τὸν καιρό.
Καράβια ἔχουν πλησίστια νὰ διαβοῦν,
ἀπ᾿ τοὺς καιροὺς τῶν ῥοδίνων ὁριζόντων.
Οἱ ῥόδινοι ὁρίζοντες γινήκανε γραμμές,
ποὺ χέρι παιδικὸ τὶς ζωγραφίζῃ.
Παιδὶ ποὺ ἄφρονες μεγάλοι,
ζάρια τοῦ δώσανε, νὰ χτίζῃ ῥιζικά.
Καράβια δὲν διαβαίνουν πιά!
Λές καὶ τὰ κύματα νάχουνε πετρώσῃ.
Καράβια πιὰ δὲν θὰ φανοῦν,
τὶ τὰ κατάπιε τῆς μνήμης Λεβιάθαν γελαστός.
Μικρές φελοῦκες μείναν μόνο
κι ἕνα τσαχπίνικο μαῦρο ἀβιζό,
πού πρὸ ἐτῶν τὸ ἔστειλαν νὰ πάῃ
σὲ νήσους ν᾿ ἀναγγείλῃ ἀγγέλων ἐρχομούς.
Καὶ κεῖνο καβατζάρησε τὸν κάβο τὸν παλιό,
πούχει τὸν φάρο μας γιὰ μόνο του στολίδι
καὶ χάθηκ᾿ ἔκτοτε στὸν ἕκτο ὠκεανό,
(πού κάποτε εἶχε τ᾿ ὄνομά σου).
Κιτρίνισαν οἱ γλάροι μας σὰν δάχτυλα γέρου καπνιστῆ.
Πάν᾿ ἀπ᾿ τὸ φάρο μας πετοῦν βαριεστημένα.
Ῥάθυμοι σύντροφοι μιᾶς ἄλλης Κιβωτοῦ,
φέρνουν μηνύματα κλούβι᾿ ἀποθαμένα.
Σταμάτησε ὁ χρόνος σ᾿ ἐκεῖνο πάνω τὸ χαρτί,
ποὺ βγῆκε ἀπ᾿ τὸ μπουκάλι τοῦ κονιάκ τὸ πεταμένο.
Κι ἔγραφε μόνο μιὰ φράση μαγική:
«O Wedding-Guest! this soul hath been
Alone on a wide wide sea:
So lonely 'twas, that God himself
Scarce seemèd there to be».

Ῥαθυμία.

Περίσκεπτα σκαρώνουνε τῆς ῥαθυμίας τους τὸν κόσμο τὸν μικρό.
Ἀνθρώπους, ζῶα καὶ πράματα, ὄμορφ᾿ ἁπλωμένα.
Σύνδρομα στὶς σκέψεις τους, στὰ λόγια τους,
εἰς τῶν ὁρίων τους τὸν κύκλο.
Κλείνουνε τὰ παράθυρα,
μὴ καὶ ἀέρας ἔξαφνος, ταράξει τους τὴν τάξη.
Κατὰ καιρούς διαλέγουνε καινούργιον ὑπηρέτη,
τῆς ῥαθυμίας τους πιστὸ καὶ ἄξιον τελεστή.
Γιὰ νὰ τὸν ἀπολύσουνε, σὰν τύχῃ κι αὐτὸς ἀλλάξῃ,
κάτι στὴν τάξη τους αὐτή.
Κι ἔπειτα μεσ᾿ στὸν κύκλο τους ξανὰ κλωθογυρίζουν,

μὲ μιὰν ἱκανοποίηση κι αὐτάρκεια περισσή.

Τριγύρ᾿ ὅλα τὰ θέλουνε μὲ τάξιν συναγμένα.

 

ΕΙΚΟΝΑ: Ivan Nikolaevich Kramskoi:
Ὁ ποιητὴς Nikolay Alexeyevich Nekrasov στὸν καναπέ του.

https://www.youtube.com/watch?v=Ox-uwLP18u0

Οἱ πλερώνοντες

 Ἐκεῖ γύρω στὰ 182... ὁ τρισάθλιος, ἀδιαφώτιστος, δουλόφρων ῥαγιᾶς ἐπλήρωνε:

α΄. τὸν Πολυχρονεμένον,
β΄. τὸν Σεβασμιώτατον,
γ΄. τὸν ἀγᾶν,
δ΄. τὸν δημογέροντα.
Ὁ «ὑπεύθυνος πολίτης» τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐπαρχότητος «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία», πληρώνει:
α΄. ἐνοίκιον διὰ τὴν ἰδιοκτησίαν του καθ᾿ ὅτι αὕτη θεωρεῖται κλοπιμαία.
β΄. τὰς κεντρικὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαρχότητος διὰ τὰς ἀνάγκας ΤΩΝ (κράτος).
γ΄. τοὺς αἰρετούς φεουδάρχας (δημαρχαίους).
δ΄. τοὺς αἰρετούς ἐπιφεουδάρχας (περιφερειαρχαίους).
ε΄. τούς διαφόρους «ἀναξιοπαθούντας» ἐξ ἄλλων γεωγραφικῶν ἑνοτήτων, οἴτινες ἐνθαρρύνονται νὰ μετεγκατασταθοῦν εἰς τὰ μέρη του, ἕνεκα πλεονάζοντος ἀνθρωπισμοῦ τῶν κεντρικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ...πιό κεντρικῶν ἀρχῶν (ΕΕ).
Εἶμαι αἰσιόδοξος.
Πιστεύω εἰς τὴν ἐξέλιξιν.
Ἀτενίζω τὸ μέλλον ὡς εὔελπις κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ὁρκομωσίας του.

Ruinae.

Σὲ κάποιες χῶρες, «βάρβαρες», «ἀδιαφώτιστες», σπανίως βλέπεις ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια - ῥημάδια.


Ὅταν «κάποιοι» κατὰ τὰς τροπὰς τῆς Ἱστορίας τὰ καταστρέφουν, τὰ καῖνε, τὰ διαγουμίζουν, ἕνας «χαμηλῆς μόρφωσης λαουτζῖκος», σπεύδει νὰ τὰ ἀποκαταστήσῃ ὅπως ὅπως.
Ἄλλοτε μὲ «γοῦστο» καὶ μὲ «σχέδιο», ἄλλοτε μέ τσιμεντολίθους, ἐλενίτ καὶ ἄλλα «ποταπὰ» ὑλικά.
Καὶ μέσα σ᾿ αὐτὰ ὁ πανάρχαιος, ὁ «πρωτόγονος», ὁ «παράλογος» θεσμὸς τῆς λατρείας συνεχίζεται, σάν νὰ μὴν εἶχε ποτέ διακοπεῖ.
Σ᾿ ἄλλες χῶρες, «πολιτισμένες», «διαφωτισμένες», οἱ χῶροι τῆς λατρείας ἔχουν γίνῃ «πολιτιστικὰ ἀγαθά».
Κάθε φθορὰ τους φέρει μεγίστην ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΝ θλίψιν εἰς τὴν καρδίαν παντὸς φιλοτέχνου, παντὸς «ἐστέτ».
Ὁ ἀρχιτέκτων, θρηνεῖ ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ τεχνοκρίτου κι ὁ ἱστορικὸς τῆς Τέχνης προσφέρει τὸ μανδήλι του πρὸς ἀπόσμηξιν τῶν δακρύων.
Ἄν τύχῃ παρακεῖ κάποιος «ἀγαθιάρης» νὰ θρηνῇ διὰ τὸ χαμένον προσκυνητάρι του, οἱ λοιποὶ τὸν βλέπουν μὲ τὴν γνώριμον κατανοητικὴν συμπάθειαν τῆς ἀνωτερότητος ἐκείνου ποὺ ἔχει ξεφύγῃ ἀπ᾿ τὰς «θρησκομανεῖς προκαταλήψεις».
Μετά ἔρχονται οἱ λογῆς μηχανισμοὶ προστασίας τῆς «πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς» νὰ θεραπεύσουν ὅ,τι «ἀνήκει στὴν ἀνθρωπότητα». Μηχανισμοί, ἡμεδαποὶ καὶ διεθνεῖς.
Μετά, ὅλα πάλι εἶναι κόμιλφώ.
Μποροῦν πάλι νὰ διοργανωθοῦν ἐκεῖ «βραδιές ποίησης», «ἠβέντς», ἴσως καὶ «χάπενινγκς».
Ἴσως μιά φορὰ τὸν χρόνο, νὰ ἐπιτραπῇ στοὺς «παλαιοὺς χρήστας» νὰ συμπροσευχηθοῦν. (Ἄχ, πόσο γραφικό!).
Τὸ 1981, εἰς μιάν ἐπίσκεψίν μου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, γνωρίσας τὸν ἀείμνηστον μοναχόν, ποιητὴν καὶ λόγιον Μωυσῆν τὸν (τότε) Σιμωνοπετρίτην, εἶχον γίνει ἔξω φρενῶν ὅταν μοῦ εἶχε πεῖ δείχνοντας μὲ μιὰ μαγκούρα τὸ ὑπέροχο μοναστήρι του:
-Σωτηράκη, ὡραῖα ὅλα τοῦτα δῷ τά πανάρχαια λείψανα. Καί πόσοι σπουδαῖοι ἄνθρωποι, μορφωμένοι, ἔρχονται νὰ τὰ δοῦν! Ξέρεις ὅμως κάτι; Ἄν αὐτὴ ἐδῷ ἡ μαγκούρα (ἄπαγε τῆς βλασφημίας) ἦταν μαγική, καὶ μ᾿ ἕνα κούνημά της ὅλα τοῦτα τὰ ἔκανα νὰ μοιάζουν μὲ τὰ προάστεια τοῦ Καΐρου, μὲ τσιμεντόλιθους καὶ ἐλενίτ, ξέρεις ποιοί θάρχονταν ἐδῷ;
-Ὄχι, τοῦ εἶπα (κάπως ζοχαδιασμένος).
-Αὐτοὶ πού δέν ψάχνουν γι᾿ ἀξιοθέατα καί «μοναδικές ἐμπειρίες». Οὔτε γι᾿ «ἀποδράσεις στὸ χρόνο».
Θάρχονταν, ξέρεις ποιοί;
(Κι ἐκεῖ μοῦ ἐξαπέλυσε μιάν ἀπ᾿ τὶς ἀγαπημένες του «ἑλληνικοῦρες»):
«Εἰσί γάρ δή οἱ περί τάς τελετάς ναρθηκοφόροι μέν πολλοί, Βάκχοι δέ τε παῦροι».
Η ΕΙΚΩΝ:
Τὸ ῥημαδιασμένον ἀπ᾿ τὸν 16ον αἰῶνα ἀββαεῖον τοῦ Whitby, ἐν Βορείῳ Ὑορκσάιρ. (Ἀρχιεπισκοπὴ τῆς Ὑόρκης).
Γνωστὸν κι ἀπ᾿ τὸν «Δράκουλαν» τοῦ Ἀβραάμ Στόουκερ.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Σκέψεις ἐπὶ μιᾶς προσωπογραφίας, τοῦ Ῥαφαήλ.


Τὸν μέγαν Οὑμανιστὴν Θωμᾶν Ἰνγκιράμι (Tommaso Inghirami 1470-1516), ὁ Ῥαφαὴλ ἱστόρησεν ὡς κισσοστεφῆ «Ἐπίκουρον» εἰς τὴν περίφημον «Σχολὴν τῶν Ἀθηνῶν», ἀλλὰ καὶ εἰς μίαν ἄκρως ῥεαλιστικὴν προσωπογραφίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ στραβισμὸς τοῦ σοφοῦ ἀνδρὸς δὲν κρύπτεται, οὔτε καλλωπίζεται, ὅπως κάμνωμεν σήμερον εἰς τὴν ἐποχὴν τῶν φώτων, τῆς εὐθύτητος καὶ τῆς εἰλικρινείας...
Ὁ στραβισμὸς τοῦ Ἰνγκιράμι δύναται, πέραν τῆς δυσμορφίας, νὰ «συλληφθῇ» ἐν μιᾷ κάποιᾳ ἀλληγορηκότητι καὶ ὡς ἔνας τρόπος ὄψεως τῶν πραγμάτων, διάφορος ἐκείνου τοῦ γνωστοῦ, τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς προσηλωτικοῦ ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου, ὡς ὁ ἀπερισπάστου προσοχῆς παρωπιδοφόρος ἡμίονος.
Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ πάντοτε ἐφρόνουν ὅτι, τόσον ἡ «παρατήρησις τῶν φαινομένων», ὅσον καὶ ἡ «κάθοδος εἰς τὸ βάθος τῆς συνειδήσεως» κρύπτουν παγίδας τινάς.
Εἰς μὲν τὴν «παρατήρησιν» ὁ παρατηρῶν ἐνδέχεται ἐν τῇ σεβαστῇ προσπαθείᾳ του ὅπως «ἐξηγήσῃ» τὰ φαινόμενα, νὰ παραμείνῃ ἰσόβιος παρατηρητὴς αὐτῶν, ὁ δὲ «κατερχόμενος», ἐν τῇ εὐγενεστάτῃ ἀποπείρᾳ του ὅπως καλλιεργήσῃ τὸ περιλάλητον «Γνῶθι σεαυτόν», ἐνδέχεται νὰ βυθισθῇ εἰς τὴν ἄβυσσον τοῦ ὀμφαλοῦ του.