Τρίτη 20 Μαΐου 2014

 Τὸ χιοῦμορ.

Τὸ χιοῦμορ, αὐτὴ ἡ μοναδική, καθαρῶς ἀγγλοσαξωνική, ἀμετάφραστος λέξις, δὲν ἔχει ταξικήν, ἐθνικήν, ἢ ἡλικιακὴν ὑπόστασιν. Συναντᾶται παντοῦ, ὡς έκλεκτὴ τρούφα, καλοκρυμμένη εἰς τὸ χῶμα.
Μέσα ἀπ᾿ τὸ χῶμα λέγουν, ὅσοι τὸν ἤκουσαν «ζωντανά», ὅτι ἔβγαινε ἡ φωνὴ τοῦ μεγαλυτέρου ἴσως βαθυφώνου τοῦ παρελθόντος αἰῶνος,τοῦ Θεοδώρου Σαλυάπιν.


Εἶχε τραγουδήσει γύρω στὰ 1910, στὸ Τσάρσκοε Σέλο ἰδιωτικῶς διὰ τὸν Νικόλαον τὸν Β΄, ὁ ὁποῖος δὲν ἐστερεῖτο χιοῦμορ.
Μετὰ τὸ ῥεσιτάλ του, χαλαρώνοντας μετὰ τοῦ ἀπαραιτήτου καμπανίτου, εἶχε μιὰν σύντομον συζήτησιν μὲ τὸν αὐτοκράτορα περὶ φωνητικῆς τέχνης.
Ὁ Νικόλαος, ποὺ διέθετε ὅπως καὶ ὁ πατὴρ του μιὰν ὑπέροχον φωνὴν τενόρου, τοῦ εἶπε:
-Μαίτρ, πιστεύω ὅτι ὁ βαθύφωνος εἶναι ὁ κορυφαῖος τραγουδιστὴς τῆς ὄπερας. Δύσκολα κομμάτια καὶ ἐπίπονη προσπάθεια.
Καὶ ὁ Σαλιάπιν:
-Μεγαλειότατε, δὲν βαριέστε! Ἄχαρον πρᾶγμα. Οἱ ῥόλοι τοῦ βαθυφώνου εἶναι συνήθως ῥόλοι μοχθηρῶν, κακῶν καὶ ἀπαισίων τύπων. Ἀρχιεπίσκοποι, καλόγεροι, ἀπατημένοι σύζυγοι καὶ ...τσάροι.
http://www.youtube.com/watch?v=b3nOBw2UlkI
Ἡ Μελαγχολία.
 

Τόσον προσωπικὸν συναίσθημα εἰς τὸν ἀτομικὸν μας βίον. Τόσον καθολικὸν ἐν τῇ Τέχνῃ.
Τρεῖς μαΐστορες τὴν «ἔπιασαν» μὲ τὸν τρόπον των καὶ μᾶς τὴν μετέδωσαν διαχρονικῶς.
Αἱ γνωσταὶ «Μελαγχολία Ι» καὶ «Μελαγχολία ΙΙ» τοῦ Ἀλβέρτου Δυρέρου, περιστοιχιζομένη ὑπὸ πλήθους χρησίμων καὶ μυστηριωδῶν ἀντικειμένων, κάπως ἐξοργισμένη ὑπὸ τὸ «Μαγικὸν Τετράγωνον». (Εἰκὼν της δὲν παρατίθεται, καθ᾿ ὅτι τὸ μισὸν facebook βρίθει τοιαύτων...).
Ἡ ἐπίσης ἐργαλειοῦχος καὶ ἄκρως διαβητικὴ Μελαγχολία τοῦ Hans Sebald Beham (1500-1550).


Καὶ ἡ ἀγαπημένη μου! Ἡ στρουμπουλὴ «Μελαγχολίτσα», μεταξὺ μας «Λίτσα», τοῦ Ματθία Γκέρουνγκ.

Τὴν ἀγαπῶ τὴν ἀναθεματισμένην, πτερυγοφόρον ζουμπουρλοῦν. Διότι κατόπιν σχετικῆς ἐκλάμψεως, ἐσήκωσεν ἐπιτέλους τὸ κινητὸν της καὶ ἐκάλεσε τὸν μελάγχολον γερο Φρεάντλην στὸ τηλέφωνον...
Καὶ κεῖνος ὁ μπλάντυ ῥάσκαλ τῆς μάτωσε τὴν καρδίαν μὲ μιὰν περιπαθεστάτην μουσικὴν ἀφιέρωσιν.
«Malinconia d' amore». Φερρούκιος Ταλιαβίνης.
http://www.youtube.com/watch?v=oIEtNxI49lM




 Οἱ «Πνευ(β)ματικοὶ Ἄνθρωποι».

Πρόσωπα συνήθως τεραστίου καὶ νοσηροῦ ἐγωισμοῦ, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐπιτύχει μετὰ πολλῶν προσπαθειῶν καὶ πλείστων ὑποχωρήσεων νὰ ἀλληλοανακηρυχθῶσιν ὡς «πνευ(β)ματικοὶ ἄνθρωποι».
Ἀρέσκονται νὰ ταλαιπωροῦν τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, -τοὺς μὴ πνευματικούς-, ἐκτυποῦντες ἐπὶ χάρτου ἢ ἄλλως πως (κυρίως) τὰς ἀνακατειργασμένας σκέψεις, εἰκόνας, μουσικὰς κλπ. παλαιοτέρων πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἑνίοτε χρησιμοποιοῦντες διαφορετικὰ καρυκεύματα.
Οἱ ἐξ αὐτῶν εὐφυέστεροι, ἔχουσι τὸ χάρισμα μάλιστα, εἴτε νὰ δίδωσι μιὰν ἐντελῶς «προσωπικὴν νόταν» εἰς τὰ κλοπιμαῖα των, εἴτε καὶ νὰ παρουσιάζουν ὄντως δικὰς των κοινοτυπίας ὡς ὑπέροχα μνημεῖα πνεύματος ἢ ἑρμηνείας, μέσῳ τοῦ τεραστίου θαυμασμοῦ καὶ τῶν διθυράμβων ἄλλων «πνευ(β)ματικῶν ἀνθρώπων» καὶ τῶν λογῆς διακόνων τῶν μέσων μαζικῆς ἀποκαρώσεως καὶ τῆς μάστιγος τοῦ πολιτισμοῦ, τῶν κριτικῶν.
Ἄλλοι ἐξ ἡμῶν -τῶν «ἄνευ πνεύματος»- ταλαιπωροῦνται συνήθως ἀσχολούμενοι μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰς ἡμέρας τῶν «πνευ(β)ματικῶν ἀνθρώπων», προκειμένου νὰ σχηματίσωσι κάποιαν ἄποψιν περὶ τοῦ πνευματικοῦ των μεγαλείου.
Ἄλλοι -ὡς ἐγώ- κάμνομεν ὑπομονήν, διότι γνωρίζομεν ὅτι οἱ «πνευ(β)ματικοὶ ἄνθρωποι» κατὰ καιροὺς καταλαμβάνονται ὑπὸ ἑνὸς μυστηριώδους πυρετοῦ, κάτι ὡς ὁ ἀρχέγονος ἐκεῖνος οἶστρος τῶν ἀγελαίων βοοειδῶν τῆς Ἀφρικῆς, τὰ ὁποῖα αἰφνιδίως συγκαλπάζωσι ἄνευ ἀποχρώσης αἰτίας.
Οὔτω λοιπὸν καὶ οἱ «πνευ(β)ματικοὶ ἄνθρωποι» συσπειρούμενοι αἰφνιδίως, συνυπογράφουσι διάφορα κείμενα, εἰς τὰ ὁποῖα δίδουσι μεγαλοπρεπέστατα ὀνόματα ὡς, «διακήρυξη», «μανιφέστο», «κείμενο στήριξης», «καταγγελία», «προνουτσιαμέντο» (ὅταν ἀγριεύωσιν ὑπεράγαν) κλπ...
Ἡμεῖς λοιπόν, ἀντὶ νὰ φθειρώμεθα ταλαιπωρούμενοι ὑπὸ τοῦ οἱουδήποτε προϊόντος τῶν «πνευ(β)ματικῶν ἀνθρώπων» ὑπομονετικῶς περιμένομεν τὴν ἱερᾶν -βεβαίαν- στιγμήν, καθ᾿ ἣν οὗτοι ὀμονοοῦντες καὶ ἐν συναγυρμῷ, καταδεικνύουσιν ὁμαδὸν τὴν ἀνοησίαν των καὶ -κυρίως- τὴν κενότητά των, συνυπογράφοντες κάποιον φληνάφημα.
Ὑπομονετικῶς ἀναμένομεν, ὡς μοναχικοὶ παρατηρηταὶ εἰς κάποιον βράχον ὑπερκείμενον τῆς θαλάσσης, πρὸ τοῦ ὁποίου ἔχουσι συμβεῖ τρομερὰ ναυάγια.
Τὶ ἀναμένομεν;
Μὰ τὶ ἄλλον; Τὰ τεμμάχια τῆς πίσσης, τοῦ κατραμίου, τὰ ὁποῖα -χαρωπὰ- θὰ ἐκπηδήσωσιν ὁμοχρόνως ἐκ τοῦ μαζοὺτ τῶν ναυαγίων.

«Ἡ πτῶσις τῶν Ἀετῶν».
 

Νομίζω ὅτι «μήτηρ» τῆς σημερινῆς Εὐρώπης εἶναι ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ἢ «Μέγας Πόλεμος» κατὰ τοὺς Γάλλους.
Κατὰ τοὺς προηγηθέντας πολέμους τῶν μεταμεσαιωνικῶν αἰώνων, αἱ βασιλεύουσαι δυναστεῖαι, -βασικῶς οἱ Βουρβῶνοι καὶ οἱ Ἁψβοῦργοι-, μέχρι νὰ σταθεροποιήσουν τὰ σύνορα τῶν ἐπικρατειῶν των, προεκάλεσαν πλῆθος πολέμων.
Ὅμως, μετὰ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν καὶ τὴν ὑποβάθμισιν τῶν Βουρβώνων, μετὰ τὴν θεαματικὴν εἴσοδον καὶ ἄνοδον τῶν δυναστειῶν τῆς Βρετανίας, τῶν Γερμανοπρώσσων Χοεντσόλερν καὶ τὴν γιγάντωσιν τῶν Ῥώσσων Ῥομανώφ, «κάτι» ἐφάνη νὰ ἀλλάζῃ.
Μέσῳ ἐξαιρέτων ἐπιγαμιῶν, αἱ τρεῖς μεγάλαι δυναστεῖαι, οἱ Σαξωνικοὶ Κοβούργειοι (Βάτεμβεργ-Οὐΐνδσωρ), Χοεντσόλερν καὶ Ῥομανώφ, μὲ «ἡρέμους» πλέον μετὰ τὸ 1866 τοὺς πολυεθνικοὺς Ἁψβούργους, ἐγκαθιδρύθη μιὰ κατάστασις «οἰκογενειακῆς» γαλήνης, μὲ βάσιν τὴν Βικτωρίαν καὶ τὰ τέκνα της.
Δυστυχῶς αἱ ἐθνικιστικαὶ ἐξάρσεις τῶν περιφερειακῶν οἴκων, τῶν βασιλευόντων εἰς τὰς συνήθους ταραχῆς χώρας, ἀνετίναξαν τὸ πλάνον τῆς μέσῳ τῶν οἰκογενειακῶν δεσμῶν εὐρωπαϊκῆς εἰρήνης.
Κατ᾿ οὐσίαν τὸν πόλεμον προεκάλεσαν οἱ πρωθυπουργοί, δηλαδὴ αἱ πολιτικαὶ ἡγεσίαι, «προστατεύοντες» τὰ ἀγοραῖα συμφέροντα τῶν ἐθνικῶν κεφαλαιοκρατῶν των, εἴτε ἐν Εὐρώπῃ, εἴτε ἐν ταῖς ἀποικίαις.
Τὰ ἀποτελέσματα τοῦ Μεγάλου Πολέμου ἐπὶ τοῦ οἰκογενειακοῦ ἱστοῦ τῶν δυναστειῶν, πέραν τῆς πίκρας διὰ κάθε φιλομοναρχικὸν εὐρωπαϊστήν, ὑπῆρξαν -φρονῶ- καταστρεπτικὰ διὰ τὴν Εὐρώπην εἰς βάθος χρόνου.
Ἐν ὁλίγοις, φρονῶ ὅτι ἡ ἤπειρός μας, ὑπὸ ἕνα πλέγμα «μοναρχικοῦ φεντεραλισμοῦ», θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποφύγῃ τὴν ὁλοκληρωτικὴν της καταστροφὴν τοῦ Β΄ Π.Π. καὶ κυρίως, νὰ ἐμφανίσῃ θεσμικὰς ἀντοχὰς ἔναντι τοῦ ἐποικισμοῦ της ὑπὸ τῶν πληθυσμιακῶν στοιχείων ἄλλων ἠπείρων.

Μαγικὴ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα!
 

Ἐντὸς τῆς ἰδίας γλώσσης, χρώμενος διαφόρου ἰδιώματος, δύνασαι νὰ ἀνακαλέσῃς -μεταφορικῶς- ΚΑΙ διαφόρους ἐννοίας, ἐνδεχομένως καὶ ἐν τέλει ...συνταυτιζομένας.
Π.χ.:

Δημοτική.
- Ὁ Τάκης εἶναι «τῆς νύχτας».
Ἤγουν, ὁ Τάκης εἶναι ἀλανιάρης, νυκτιπόλος, νυκταγύρτης, ὄζει ἐλλυχνίων, τὰ ὑποδήματά του εἶναι βορβορώδη καὶ ὄζουν σκατός (τὸ σκώρ, γεν. τοῦ σκατός), καθ᾿ ὅτι «ὅστις νύκτωρ περιπατεῖ, σκὼρ καὶ ἰλὺν καταπατεῖ» ὡς ἔλεγεν ὁ Ἀμμώνιος Σακκᾶς, νυκτόβιος κλπ....

Καθαρεύουσα.
- Ὁ Τάκης εἶναι «τῆς νυκτός».
Ἄνευ πολλῶν φλυαριῶν καὶ ἀδολεσχιῶν, ὁ Τάκης εἶναι ...καθήκι.
Σκωραμὶς τοῦ κερασφόρου, ὡς θυμοσόφως ἔλεγε λόγιός τις λοχίας Μάνθος, τοῦ Ὑγειονομικοῦ ἐν τῷ Τετρακοσιοστῷ Πρώτῳ Γενικῷ Στρατιωτικῷ Νοσοκομείῳ...


Καληνύχτα Ἔδγαρ.


Σὰν στήνουν τὰ κουτιὰ τῶν ἐκλογῶν
καὶ κεῖνοι ποὺ «νὰ σώσουν» θέλουν τὸν λαόν,
ἀπλώνουν σὲ τεράστια χαρτιὰ,
ὀνόματα σὰν ῥοῦχα σὲ μεγάλα πλυσταριά,
ἐκεῖνον τὸν μεγάλον ἐνθυμοῦμαι,
τὸν μεταστάντα στοῦ Ὁκτώβρη τὶς ἑπτά,
τοῦ ἔτους χίλια ὁκτακόσια τεσσαράκοντα ἑννιά.

Ξέρω, ἡ πράξις του ἦτο «βδελυρή»,
καταφρονώντας τὸν λαὸν καὶ τὴ βουλὴ,
πούλησε ψῆφο γιὰ μιὰ χούφτα σέντσια,
κρασὶ νὰ πιῇ νὰ πνίξῃ κάθε ἔγνοια.
Ὁ μεταστὰς στοῦ Ὁκτώβρη τὶς ἑπτά,
τοῦ ἔτους χίλια ὁκτακόσια τεσσαράκοντα ἑννιά.

Δὲν θὰ τὸ μάθουμε φίλοι μου ποσῶς,
ἂν «κατεφρόνει τὴν δημοκρατία»,
ἢ ἂν αὐτὸς ὁ ἀλκολικὸς,
ἐχάθη ἁπλῶς στοῦ πάθους τὴν ναυτία.
Ὁ μεταστὰς στοῦ Ὁκτώβρη τὶς ἑπτά,
τοῦ ἔτους χίλια ὁκτακόσια τεσσαράκοντα ἑννιά.

Ὅμως, αὐτὸς προφήτευσε ἂν θὲς,
πεσίματα σπιτιῶν σκουληκιασμένων,
φανέρωσε καρδιὲς γδικητικὲς,
ἀνθρώπων ἀδικοσκοτωμένων.
Τῶν κολασμένων μάρτυρας αὐτός,
Ἑνὸς ἀπόμακρου θεοῦ ὁ ἑαυτός,
Ὁ μεταστὰς στοῦ Ὁκτώβρη τὶς ἑπτά,
τοῦ ἔτους χίλια ὁκτακόσια τεσσαράκοντα ἑννιά.

Μὴν ἀδικεῖς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο,
ποὺ παρακεῖ στὸ ἐκλογικὸ τὸ τμῆμα,
τὴν ψῆφο πούλησε γιὰ βίτσιο ἀπάνθρωπο.
Ἴσως καὶ κάτι νἄθελε νὰ πῇ,
-κι᾿ ὄχι μόνο γιὰ νὰ πιῇ-,
μ᾿ αὐτῆς τῆς πράξεως τὸ ἔσχατο τὸ βῆμα,
Ὁ μεταστὰς στοῦ Ὁκτώβρη τὶς ἑπτά,
τοῦ ἔτους χίλια ὁκτακόσια τεσσαράκοντα ἑννιά.