Κυριακή 12 Απριλίου 2009

ΙΩΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ α΄.

ΙΩΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ α΄.
Πιστεύοντες ὅτι κάποια γεγονότα ἔχουν τύχει κάποιας γενικῆς παραδοχῆς, δυνάμεθα, ἀναμένοντες πᾶσαν ἀντίρρησιν προερχομένην ὄχι ἐξ ἰδεοληπτικῆς διαθέσεως, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς ἐπισημάνσεως ἐκ μέρους τοῦ ἀντιλέγοντος σημείων τὰ ὁποῖα ὁ λέγων (ἡμεῖς ἐν προκειμένῳ), παρηρμήνευσε, προβαίνομε διὰ τοῦ παρόντος εἰς τὴν σχηματοποίησιν μιᾶς καθιερωθείσης μυθοπλασίας, ἥτις προοδευτικῶς (ἐν τῇ κυριολεκτικῇ καὶ πολιτικῇ ἐννοίᾳ) συνεκρότησε ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΝ.
ΜΥΘΟΣ α΄: Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνησις τοῦ 1919 ἐξεστράτευσεν εἰς Ἰωνίαν προτιθεμένη νὰ ἀπολυτρώσῃ τοὺς ἑλληνορθοδόξους πληθυσμοὺς της ἐκ τῆς ἐκδικητικῆς μανίας, τόσον τῶν ἐλαχίστων σουλτανοφρόνων γερμανοκινήτων Τούρκων, ὅσον καὶ τῶν τραπέντων εἰς ἄκρατον ἐθνικισμὸν Νεοτούρκων, ἐξ ὧν ἐπρόκειτο νὰ πηγάσῃ τὸ δυσῶδες ἄνθος τοῦ Κεμαλισμοῦ.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ: Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνησις τοῦ 1919, συνεπὴς εἰς τὰς συμβατικὰς της ὑποχρεώσεις, τὰς συσταθείσας ἀπὸ τοῦ πραξικοπήματος τῆς «Ἐθνικῆς Ἀμύνης», συμμετέσχεν εἰς τὸ σχέδιον διαλύσεως τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, σχέδιον τοῦ ὁποίου μόνος στόχος ἦτο ἡ περιαγωγὴ συγκεκριμμένων ἐπικρατειῶν της (μὴ ἰωνικῶν) εἰς καθεστὼς ἐντολῆς τῶν Βρετανῶν, διὰ λόγους οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἀναφερθοῦν ἐδὼ καὶ τώρα. Ἡ συνέπειά της ἔδωσε τὰ πρῶτα σαφῆ δείγματα περὶ τοῦ τὶ ἐπρόκειτο ν᾿ ἀκολουθήσῃ, διὰ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν λεγομένην Οὐκρανικὴν Ἐκστρατείαν, ἥτις ἀποτυχοῦσα ἀπέφερεν εἰς τὴν παλαιὰν Ἑλλάδα τὰ πρῶτα κύματα προσφύγων. Ἡ ἐκκρίζωσις τοῦ Κριμαϊκοῦ Ἑλληνισμοῦ παρῆλθεν ἀπαρατήρητος διὰ ποικίλους λόγους. Πρῶτον ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι τὸ μπολσεβικικὸν κράτος ἤδη εἶχεν ἀποτελέσει διὰ τοὺς ἐκεῖ Ἕλληνας ἰκανὴν αἰτίαν δυσαρεσκείας ἕνεκα εὐνοήτων οἰκονομικῶν λόγων. Δεύτερον, διότι ἡ κορύφωσις τοῦ Κριμαϊκοῦ Δράματος συνέπεσε πρὸς τὰς εὐτυχεστέρας στιγμὰς τῆς Ἰωνικῆς Ἐκστρατείας. Τρίτον, διότι οἱ ἀφιχθέντες ἐξ Οὐκρανίας πρόσφυγες ὑπέστησαν κατάλληλον διαφώτισιν, -εἰς παρομοίαν θὰ ὑπέκειντο καὶ οἱ Ἴωνες (καὶ οἱ Πόντιοι) μετὰ δύο ἔτη-, καθ᾿ ἥν ὁ τότε Ἐθνάρχης, δὲν τοὺς ἐξερίζωσεν, ἀλλὰ τοὺς ἔφερεν ἀσφαλῶς εἰς τὴν πατρίδα, κομίζοντας μάλιστα ἰκανὰ -καὶ εὐπρόσδεκτα- περιουσιακὰ των στοιχεῖα. Τέταρτον, διότι ἠφίχθησαν εἰς μίαν χώραν πάλιν ἐλευθέρας οἰκονομίας, μὴ ἔχουσαν εἰσέτι γνωρίσει τὴν ἔννοιαν πρόσφυξ, παρέξασαν αὐτοῖς, δικαίως, καλὴν περιαστικὴν γῆν (βλ. Ἑλληνορώσσων κλπ.).
Ἡ ἐν συνεχείᾳ παρουσία τῶν ἑλληνικῶν ἐνόπλων δυνάμεων εἰς Ἰωνίαν, ἀπετέλεσεν ἁπλῶς λογικὴν ἐξέλιξιν τοῦ παλαιοῦ «ἀρρεβῶνος» Ἀντάντ-Ἐθνάρχου, ὅστις δὲν ἐπρόκειτο ποτὲ νὰ ἀπολήξῃ εἰς «γάμον», καθ᾿ ὅτι καὶ οἱ νηφαλιώτεροι γαμβροὶ ἐκνευρίζονται ὅταν ἡ μέλλουσα σύζυγος λαμβάνει πρωτοβουλίας ἀσυμβάτους πρὸς τὰς ἐν γένει ἀπόψεις περὶ σεμνότητος.
Τὸ δυσάρεστον ἦτο ὅτι ὁ ἀρρεβὼν οὗτος ἔπασχεν ἐξ ἀρχῆς τόσον ἀπὸ στρατιωτικῆς, ὅσον καὶ ἀπὸ πολιτικῆς πλευρᾶς.
Ἀπὸ στρατιωτικῆς διότι εἶχεν ἀγκιστρωθεῖ εἰς τὸ ὅλον ψυχαναγκαστικὸν τσωρτσιλικὸν θεώρημα τῆς προαναφερθείσης διαλύσεως τῆς ὀθωμανίας, πάντοτε διὰ τοὺς προλεχθέντας λόγους. Εἶναι τὸ ἴδιον θεώρημα διὰ τοῦ ὁποίου, ἕν ἔτος πρὸ τοῦ ἀνταντοεθναρχικοῦ ἀρρεβῶνος, ὁ πρῶτος λόρδος κ. Τσώρτσιλ, συνέτριψε τὴν χώραν του (καὶ ὄχι μόνον) παρὰ τὰς πολυκλαύστους ἀκτὰς τοῦ Ἑλλησπόντου καὶ τῆς Καλλιπόλεως. Κατὰ τὸ θεώρημα αὐτό, ἔπρεπε ἡ νύμφη νὰ ἀκολουθήσῃ τὰς πάσης φύσεως πολεμικὰς καὶ μεταπολεμικὰς ἐπιταγὰς τοῦ γαμβροῦ, ἐκστρατεύουσα ὅ,που ἤθελε διαταχθῇ, ἀποχωροῦσα δὲ ἐκ πάσης περιοχῆς ἥτις ἔπαυε νὰ προκαλῇ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ γαμβροῦ. Ἀκόμη δυνάμει τῶν ἰδεοληψιῶν αὐτῶν, τὸ στέλεχος τῶν ἡγητόρων τοῦ ἑλληνικοῦ στρατεύματος, ἔπρεπε νὰ ὑποστῇ τὴν πρώτην ἐκ τῶν πολλῶν ἔκτοτε κακοποιήσεων διὰ καρατομήσεως καὶ ἐξορίας μεγάλου ἀριθμοῦ ἀξιωματικῶν οἱ ὁποῖοι δὲν ἔπραξαν τὶ ἄλλον, ἀπὸ τοῦ νὰ τηρήσουν τοὺς ὄρκους των, ἐξαιρέσει τοῦ ἐξωλεστάτου διοικητοῦ τῶν «φιλοξενηθέντων» ἐν Γκαίρλιτς. Τοῦτο καθ᾿ ἡμᾶς συνιστᾶ καὶ τὸ μόνον μεμπτὸν τῶν τότε βασιλοφρόνων.
Ἀπὸ πολιτικῆς πλευρᾶς ἔπασχε διότι ἀπετέλει μίαν παράδοξον ὡς φαίνεται συμφωνίαν, καθ᾿ ἣν τὸ ἑλληνικὸν κράτος θὰ ἠδύνατο νὰ ἀπολαμβάνῃ τὰ (ἀμφίβολα) ἀγαθὰ τοῦ ἀρρεβῶνος αὐτοῦ, ἐφ᾿ ὅσον πολιτικῶς παρέμενεν ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τοῦ Ἐθνάρχου, πολιτειακῶς δὲ ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἐπανολίσθαινεν εἰς τὸ πολίτευμα τῆς βασιλείας. Ἄρα ὁ Ἐθνάρχης ὑποθήκευσε τὸ μέλλον τῆς πατρίδος διὰ μιᾶς ἐξηρμένης καὶ προσωποπαγοῦς ἀντιλήψεως τοῦ γνωστοῦ κατόπιν δόγματος «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν», ὅπερ ἔμελε ν᾿ ἀποτελέσῃ τὸ motto μεταγενεστέρου ἐθνάρχου.
ΜΥΘΟΣ β΄.: «καφφὲς τοῦ Γούναρη». Φράσις μᾶλλον εἰπωθεῖσα ὑπὸ τοῦ θυελλώδους Ἀχαιοῦ πολιτικοῦ. Ἀλλὰ τὶ καὶ ἂν δὲν εἰπώθη; Ἐγράφη εἰς τὰς ἐφημερίδας. Τοῦτο ἐν Ἑλλάδι εἶναι σημαντικώτερον τῶν γεγονότων... Ὁ πρωθυπουργὸς τῶν ἐκλογῶν τοῦ Νοεμβρίου 1920 Δημ. Γούναρης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, ἀντὶ νὰ «σταθεροποιήσουν» τὰ κεκτημένα τοῦ ἐνδόξου βενιζελικοῦ στρατεύματος, ἐτράπησαν πρὸς μίαν περαιτέρω κατακτητικὴν πορείαν, στοχοθετήσαντες τὴν νέαν κεμαλικὴν πρωτεύουσαν Ἄγκυραν. Τοῦτο βεβαίως ἀπεδυνάμωσε τὸ μέτωπον καὶ ἐπέτρεψεν εἰς τοὺς Τούρκους νὰ ἐπικρατήσουν.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ: Δι᾿ ὅσους γνωρίζουν στοιχειωδῶς τὰ τῆς στρατηγικῆς, ἀπὸ τοῦ Ναπολέοντος καὶ ἐντεῦθεν, ἡ κτῆσις καὶ διατήρησις ἐδαφῶν εἰς ἕνα ὁλοκληρωτικὸν πόλεμον, ἀποτελεῖ παράγραφον ἁπλῶς τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος.
Ὁ κύριος στόχος συνίσταται εἰς τὴν προσπάθειαν νὰ ὑποχρεωθῇ ὁ ἐχθρὸς νὰ δώσῃ γενικὴν μάχην, καθ᾿ ἣν θὰ συντριβῇ, κατὰ τέτοιον τρόπον ὥστε νὰ μὴ δυνηθῇ ἐπ᾿ ἀρκετῷ διαστήματι νὰ παραταχθῇ εἰς νέαν μάχην. Τοῦτο οὐδεὶς ἐκ τῶν τότε στρατηγησάντων ἠρνήθη, ἀπὸ τοῦ ἀτυχοῦς, ἐμπεριστάτου ψυχικῶς Χατζανέστη, ἔως καὶ τοὺς ἐμπειρωτάτους Παπούλαν καὶ Παρασκευόπουλον. Οὔτε ὁ Γούναρης, οὔτε καὶ ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἔθεσαν ὡς στόχον τὸν περίφημον «καφφέν». Στόχος ἦτο καὶ ἔδει νὰ εἶναι ἡ ὑποχρέωσις τοῦ Κεμὰλ καὶ τοῦ Ἰνονοῦ, νὰ δώσουν μάχην. Ἂν τοῦτο θὰ ἐγένετο πρὸ ἢ μετὰ τὴν Ἄγκυραν, ἦτο θέμα παρεμπίπτον καὶ δευτερεῦον. Ἄρα, καθ᾿ ἡμᾶς ἐπράχθη στρατηγικῶς τὸ δέον, πάσης μομφῆς ἐπιφυλασσομένης εἰς τὸ πῶς τοῦτο ἐπράχθη τακτικῶς καὶ εἰς τὸ πῶς ἐλειτούργησεν ὁ στρατὸς μας. Ἐὰν τὸ ἐκστρατευτικὸν μας σῶμα ἤθελε περιχαρακωθῇ ἐν τοῖς κεκτημμένοις του, συντόμως ἐπρόκειτο ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ καλῶς καὶ ἀνέτως συγκεκροτημένας δυνάμεις ὁρμωμένας ἐκ καθαρῶς τουρκικῶν περιοχῶν. Ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ πρέπει νὰ ἐξαρθῇ ὁ ῥόλος τοῦ ἐξωλεστάτου πράκτορος τοῦ πρ. αὐτοκράτορος τῆς Γερμανίας γνωστοῦ ὑπὸ τὸ πρακτορικὸν ψευδώνυμον Λένιν.
Οὗτος, ἤδη διὰ τοῦ γνωστοῦ πραξικοπήματος, ὅπερ εὐφημιστικῶς ἀποκαλεῖται ὑπὸ τινων ἰδεοληπτικῶν ὡς «Ὁκτωβριανὴ Ἐπανάστασις», ἔχων ἐπιβεῖ τοῦ ῥωσσικοῦ κράτους, ἀνατρέψας τὴν νόμιμον κοινοβουλευτικὴν κυβέρνησιν τῆς χώρας του, ἀνέτρεψεν καὶ ὅλον τὸ σύστημα προβολῆς τῆς ῥωσσικῆς ἰσχύος ἐν τῷ παρευξεινίῳ χώρῳ. Ἐν τοῖς πλαισίοις αὐτοῖς, ἀπέσυρεν ἁπάσας τὰς πρώην αὐτοκρατορικὰς δυνάμεις τὰς ἐπιχειρούσας καὶ ὑπερασπιζομένας τὴν Ἐπανάστασιν τοῦ Πόντου, κλείσας ὑπὲρ τοῦ Κεμὰλ τὸ χειρότερον μέτωπον δι᾿ αὐτόν. Ταῦτα ἐπετεύχθησαν διὰ τῶν ἐπαισχύντων ἐν τῇ ῥωσσικῇ ἱστορίᾳ τερατογενῶν, Συμφώνου τῆς Μόσχας (16/3/1921), γνωστοῦ ὡς «Σύμφωνον Φιλίας & Ἀδελφότητος (!!!) Σοβ. Ἑνώσεως καὶ Τουρκίας» καὶ Συνθήκης τοῦ Κὰρς (22/10/1921). Σημειωτέον ὅτι ὁ τρισάθλιος πρακτορίσκος τοῦ Κάιζερ, ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Κεμὰλ καὶ τὰ κερδηθέντα ἐδάφη τοῦ Ῥωσσοτουρκικοῦ Πολέμου 1877...! Ἠκολούθησεν εἷς ὀχετὸς οἰκονομικῆς καὶ στρατιωτικῆς βοηθείας τῆς λιμωτούσης Σ.Ε. πρὸς τὴν Τουρκίαν. Τὸ κυριώτερον ὅμως ἦτο, τὸ ὅτι ἡ φιλία καὶ ἡ ἀδελφότης τοῦ ἐπιληπτικοῦ πράκτορος μετὰ τοῦ συφιλιδικοῦ πασᾶ, ἐπέφεραν τὴν ἄνεσιν τοῦ δευτέρου εἰς τὸ νὰ συντριβῇ ἡ Ποντιακὴ Ἐπανάστασις.
Ἐν κατακλείδι, φρονοῦμεν ὅτι ἂν ὁ στρατὸς μας ἤθελε περιχαρακωθῇ εἰς τὰ κεκτημμένα, συντόμως θὰ ὑπέκειτο ἐκ μέρους τοῦ Κεμὰλ ὅσα ὁ ἴδιος ἔπρεπε νὰ κατορθώσῃ κατ᾿ αὐτοῦ.
ΜΥΘΟΣ γ΄.:«Ἐπανάστασις τοῦ 1922».
Η ΑΛΗΘΕΙΑ: Εἶναι γνωστὴ ἡ μανία τῶν νεοελλήνων νὰ βαπτίζουν τὰ πραξικοπήματα εἰς ἐπαναστάσεις. Μέρος μιᾶς γενικωτέρας λαϊκῆς κυρίως ῥητορικῆς, τὴν ὁποίαν συναντῶμε καὶ εἰς τοὺς ἐπικηδείους...
Οὕτω, ὁ στρατηγὸς ποὺ δὲν παρέδοσε τὰς σημαίας του εἰς τὸν ἐχθρὸν ἀποκαλεῖται ἥρως. Ὁ δικαστὴς ποὺ δὲν ἐδεκάσθη, ἀδαμάντινος τιτὰν δικαιοσύνης. Ὁ ἐκπαιδευτικὸς ποὺ δὲν μετέτρεψε τὸ σχολεῖον του εἰς ὑπνωτήριον ἢ σφαιριστήριον, διδάσκαλος τοῦ γένους. Ὁ κατσαπλιᾶς ποὺ ἀξιοποίησεν ὀρθῶς τὰς ἀγγλικὰς λίρας, λαϊκὸς ἀγωνιστής. Ὁ στοχαστὴς ἐπιφυλλιδογράφος ἢ ὁ «blogger» ὡς ἡμεῖς, φιλόσοφος. Ὁ κοπρίτης, ὁ ἀναλώσας εἰς τὰ φοιτητικὰ ἕδρανα ὅσον χρόνον διήρκεσεν ὁ πλοῦς τοῦ Ὀδυσσέως διὰ νὰ πάρῃ τὸ ἄθλιον «χαρτί»,ἀγωνιστὴς στὰ μετερίζια τῶν λαϊκῶν καὶ ταξικῶν ἀγώνων κ.ο.κ.
Οἱ «ἐπαναστάται» τοῦ 1922, δὲν ἦσαν βεβαίως ἄλλον τι, ἢ διψαλέοι δι᾿ ἐξουσίαν καὶ ἐκδίκησιν κολονέλοι νοτιοαμερικανικοῦ τύπου, οἱ ὁποῖοι μυρισθέντες τὴν παραπαίουσαν καὶ σαστισμένην βασιλικὴν κυβέρνησιν, ἔσπευσαν πρὸς τὰς Ἀθήνας μετημφιεσμένοι εἰς Ναπολέοντας τῆς 18ης Ὀμιχλώδους, ἢ Καίσαρας πρὸ τοῦ Ῥουβίκωνος. Τὸ ἐνοχλητικὸν εἶναι ὅτι πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν, ἀντὶ νὰ στήσουν τὰς πτέρνας ἐπὶ τῆς παραλίας τῆς Σμύρνης καὶ νὰ πέσουν μέχρις ἑνὸς, ἐξεκίνησαν τὰς ἀξιοθρηνήτους των πολιτικὰς καρριέρας, τὰς πλήρεις παλινωδιῶν, ἀλληλοεξοντώσεων, δικτατορικῶν δαφνῶν, γραφικοτήτων, ἐπιστολῶν πρὸς «μεγάλους» ἡγέτας τύπου Μουσολίνι καὶ Χίτλερ καὶ πολλὰ ἄλλα.
Τὸ τεράστιον κενὸν τῶν ἀξιοθρηνήτων αὐτῶν «Μαυροκαβαλαραίων», «Κεραυνῶν» καὶ λογῆς ταρταρίνων τοῦ μεσοπολέμου, τῶν μὴ ἐχόντων οὔτε τὸ ἀκαταλόγιστον ἑνὸς παράφρονος, ὡς ὁ Χατζανέστης, ἀνεπληρώθη διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν ὑπὸ τοῦ ματωμένου ῥάσου, ἑνὸς Χρυσοστόμου Σμύρνης καὶ πολλῶν ἄλλων.
Λέγουν ὅτι ἡ «Ἐπανάστασις» ἠνώρθωσε τὴν χώραν, λὲς καὶ οἱαδήποτε χώρα ἐξερχομένη καταστρεπτικοῦ πολέμου, δὲν ἀνορθοῦται. Τὶ εἶχεν ὅμως ὑποστεῖ ἡ χώρα διὰ ν᾿ ἀνορθωθῇ; Ἐρρίφθη τουρκικὴ ὀβὶς ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους; Κατεστράφη μήπως κάποιον ἐργοστάσιον ἢ κάποια γέφυρα; Ἐχάθη ὁ στόλος καὶ ἀπητεῖτο ἡ ἀγορὰ νέου; Μήπως αἱ ἐθναρχικαὶ ῥαδιουργίαι καὶ αἱ βασιλικαὶ ἀνοησίαι δὲν ἐπολλαπλασίασαν τὸν πληθυσμὸν τῆς χώρας καὶ μάλιστα προσενεγκόντες αὐτῇ ἀρίστης ποιότητος καὶ ἄκρως δελεαστικῆς πενίας ἐργατικὰς χείρας; Ποῖον τὸ ἔργον τῆς «Ἐπαναστάσεως»; Ἡ τακτοποίησις τῶν προσφύγων, τοὺς ὁποίους ἔρριψαν χύδην ὅπου εὕρισκον εἰς βάλτους (Ν. Κίος) καὶ εἰς κατσικοβούνια; Ἀπεκατέστησαν λέγουν τὴν ἐθνικὴν ὑπερηφάνειαν καὶ τὸ κοινὸν περὶ δικαιοσύνης αἴσθημα μὲ τὴν «Δίκην τῶν Ἓξ».
ΜΥΘΟΣ γ΄.: «Δίκη τῶν Ἓξ». Δι᾿ αὐτῆς ἐδικάσθησαν καὶ κατεδικάσθησαν εἰς θάνατον οἱ «ὑπεύθυνοι» (sic), τῆς Ἰωνικῆς Καταστροφῆς.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ: Κάπως ἔτσι καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ ε΄ π.Χ. αἰῶνος, προκαλέσαντες τὴν Ἰωνικὴν Ἐπανάστασιν, ἥτις ἀπέληξεν ἐπίσης εἰς καταστροφήν, δὲν ἐτιμώρησαν τοὺς τυχοδιώκτας τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ τὸν ποιητὴν Φρύνιχον, διότι μὲ ἕν θεατρικὸν του δρᾶμα, τὸ «Μιλήτου Ἅλωσις», τοὺς ἔκαμε νὰ κλαίγουν μὲ μαῦρον δάκρυ...
Παρέδοσαν οἱ Ἓξ, ἔλεγε τὸ μνημειῶδες κατηγορητήριον τῶν μεγάλων νομομαθῶν τῆς ἐποχῆς Ὀθωναίου καὶ Παγκάλου, ἑλληνικὰ ἐδάφη εἰς τοὺς Τούρκους. Ὁ ὑπερμέτρωψ ἱστορικὸς φορεῖ τὰς διόπτρας του καὶ ψάχνει, ψάχνει, μὰ δὲν εὑρίσκει ἐλληνικὸν κρατικὸν ἔδαφος εἰς τὴν Ἰωνίαν τοῦ κ΄ αἰῶνος.
Ὄχι μόνον ἡ ὑπόθεσις αὐτὴ δὲν εὐηργέτησε τὸ λαϊκὸν αἴσθημα, ἀλλὰ ἤνοιξε χάσμα τερατῶδες, ἕνα ἐκδικητικὸν Μολὼχ, ὅστις ἔμελε νὰ καταπίῃ πολὺν κόσμον ἀκόμη, ὅπως τὸν δυστυχῆ Παπούλαν, κατὰ τὰ ἐθναρχικὰ πραξικοπηματικὰ καμώματα τοῦ 1935. Ἀντιθέτως κανεὶς δὲν εὑρέθη ποτὲ νὰ δικάσῃ τοὺς ὑπευθύνους τῆς ...Συνθήκης τῆς Λωζάννης.
ΜΥΘΟΣ γ΄.: «Συνθήκη τῆς Λωζάννης». Ἐν αὐτῇ, «κυβερνώσης» (ὑποτίθεται) τῆς «Ἐπαναστάσεως», οἱ κ.κ. Κακλαμᾶνος καὶ Ἐθνάρχης, -ὁ δεύτερος εἶχε νὰ πατήσῃ εἰς τὴν χώραν ...τρία ἔτη (!)-, πιστεύοντες ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς εἶχεν ὅλος παραδοθεῖ εἰς τοὺς Τούρκους, τὸ δὲ Ναυτικὸν ὅτι ἐβυθίσθη εἰς ἀσκήσεις παρὰ τῇ Θαλάσσῃ τῶν Σαργασσῶν, κατήγαγον θρίαμβον, ὑποχρεώσαντες τοὺς Τούρκους ν᾿ ἀρκεσθοῦν μόνον εἰς τὴν Ἴμβρον καὶ τὴν Τένεδον...
Τὸ ἂν ὑφίστατο τότε τοὐλάχιστον μία ἐξαιρέτου συγκροτήσεως καὶ ἐξοπλισμοῦ στρατιά, ἡγουμένου μάλιστα αὐτῆς τοῦ μέχρι τότε βενιζελικοῦ στρατηγοῦ Παγκάλου, ὅστις ματαίως ἀνέμενε τὸ «ΟΚ» τῶν συνεπαναστατῶν του διὰ νὰ πράξῃ τὰ δέοντα εἰς τὸ θρακικὸν μέτωπον, μᾶλλον ἠγνοήθη ὑπὸ τῶν κ.κ. Κακλαμάνου καὶ Ἐθνάρχου. Ἀντὶ τοῦ «Ἐμπρὸς» ὁ ἀτυχὴς Πάγκαλος, ἔλαβε μήνυμα τοῦ Πλαστήρα, δι᾿ οὗ ἐγνωστοποιεῖτο ὅτι ὁ Ἐθνάρχης κατήγαγεν ἐν Λωζάννῃ μέγαν νέον διπλωματικὸν θρίαμβον. Διὰ τοῦ συμφώνου αὐτοῦ, ἐπεστρέφετο σὺν τοῖς ἄλλοις ἡ Ἴμβρος καὶ ἡ Τένεδος, νῆσοι αἱ ὁποῖαι ἀπετέλουν ἐθνικὸν καὶ κρατικὸν ἔδαφος de jure, διὰ τῆς προηγουμένης συνθήκης τῶν Σεβρῶν.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ: Ποῖος παρέδοσεν ἐθνικὸν ἔδαφος; Ὁ Γούναρης, ἢ ὁ Ἐθνάρχης καὶ ἡ «Ἐπανάστασις»; Διὰ ποίου στόλου ἡ Τουρκία τοῦ Κεμὰλ, ἂν ὁ Ἐθνάρχης ἀνθίστατο, ἤθελεν ἁλώσῃ τὰς δύο ταύτας νήσους; Ἀλλὰ καὶ ἂν συνεκέντρωνεν ὁ Κεμὰλ τὰ ἄθλια ὑπολείμματα τοῦ πρώην Ὀθωμανικοῦ ναυτικοῦ, ἂν συνήγαγε τὰ θλιβερὰς ποιότητος ἀπομένοντα ναυτικὰ δῶρα τοῦ Κάιζερ καὶ τοῦ Λένιν, εἶναι ἀμφίβολον ὡς ναύαρχος ἂν θὰ ἐξησφάλιζε τὴν ἰδίαν ὑστεροφημίαν, τὴν ὁποίαν ἡμεῖς τοῦ ἐξησφαλίσαμεν ὡς στρατηγοῦ.
Αὐταὶ φρονῶ πὼς εἶναι αἱ πρῶται καὶ κυριώτεραι ὑστερόγραφοι μυθολογικαὶ διαστάσεις μιᾶς προαναγγελθείσης τραγωδίας. «Προαναγγελθείσης», διότι εἶχον ὑπάρξει φωναὶ σωφροσύνης, ὡς αὐτὴ τοῦ στρατιωτικοῦ ἀκόμη τότε (ἀλλὰ πάντοτε πολιτικοῦ φρονήματος) Ἰωάννου Μεταξᾶ.
Τὸ τραγικὸν ἐρώτημα ἐν τῇ ἑλληνικῇ ἱστορίᾳ εἶναι˙ πῶς συχνότατα, (τὸ βιώνομε καὶ εἰς τὰς ἡμέρας μας), καταφέρνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔσπασαν τὸ βάζον μὲ τὸ γλυκόν, νὰ στήνουν πρὸ αὐτοῦ κάποιον ἄλλον, πασαλειμένον μὲ σιρόπια καὶ μὲ τὸ κλειδί τοῦ ἑρμαρίου ἀνὰ χείρας;
Ὑπομονή! Ἴσως μᾶς ἀπαντήσουν εἰς τὸ ἐρώτημα, οἱ ἡττημένοι τῶν προσεχῶν ἐθνικῶν ἐκλογῶν... (Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀκούεται μελαγχολικὸν μουσικὸν τεμμάχιον, ἀφθάστου θλίψεως, κατὰ προτίμησιν ὀριεντάλ).
Περαίνων, προκαταλαμβάνω τὸ φυσικὸν ἐρώτημα πρὸς τὸν γράφοντα:
«Καὶ τὶ ἔπρεπε κατὰ τὴν γνώμην σου ἐξυπνάκια νὰ γίνῃ τότε; Νὰ παραμείνῃ ἡ Ἑλλὰς παρατηρητὴς τῶν ὅσων συνέβαινον εἰς τὴν γειτονιὰν της, ἀκούουσα ἀπαθῶς τὰς κραυγὰς τῶν γενοκτονουμένων ὁμογενῶν;».
Θὰ συζητηθῇ καὶ αὐτὸ, ἀλλ᾿ εἰς ἐπομένην ἀνάρτησιν....

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Διατὶ «Φρεάντλης»;

Διογένους τοῦ Λαερτίου. Βίοι Φιλοσόφων. ΚΛΕΑΝΘΗΣ. 

Κλεάνθης Φανίου Ἄσσιος. Οὗτος πρῶτον ἦν πύκτης, ὥς φησιν Ἀντισθένης ἐν Διαδοχαῖς. Ἀφικόμενος δ᾽ εἰς Ἀθήνας τέσσαρας ἔχων δραχμάς, καθά φασί τινες, καὶ Ζήνωνι παραβαλὼν ἐφιλοσόφησε γενναιότατα καὶ ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἔμεινε δογμάτων. Διεβοήθη δ᾽ ἐπὶ φιλοπονίᾳ, ὅς γε πένης ὢν ἄγαν ὥρμησε μισθοφορεῖν· καὶ νύκτωρ μὲν ἐν τοῖς κήποις ἤντλει, μεθ᾽ ἡμέραν δ᾽ ἐν τοῖς λόγοις ἐγυμνάζετο· ὅθεν καὶ Φρεάντλης ἐκλήθη. Φασὶ δ᾽ αὐτὸν καὶ εἰς δικαστήριον ἀχθῆναι, λόγους δώσοντα πόθεν ἐς τοσοῦτον εὐέκτης ὢν διαζῇ· ἔπειτ᾽ ἀποφυγεῖν, τόν τε κηπουρὸν μάρτυρα παρασχόντα παρ᾽ ὃν ἤντλει, καὶ τὴν ἀλφιτόπωλιν παρ᾽ ᾗ τὰ ἄλφιτα ἔπεττεν. Ἀποδεξαμένους δ᾽ αὐτὸν τοὺς Ἀρεοπαγίτας ψηφίσασθαι δέκα μνᾶς δοθῆναι, Ζήνωνα δὲ κωλῦσαι λαβεῖν. Φασὶ δὲ καὶ Ἀντίγονον αὐτῷ τρισχιλίας δοῦναι. ἡγούμενόν τε τῶν ἐφήβων ἐπί τινα θέαν ὑπ᾽ ἀνέμου παραγυμνωθῆναι καὶ ὀφθῆναι ἀχίτωνα· ἐφ᾽ ᾧ κρότῳ τιμηθῆναι ὑπ᾽ Ἀθηναίων, καθά φησι Δημήτριος ὁ Μάγνης ἐν τοῖς Ὁμωνύμοις. Ἐθαυμάσθη δὴ οὖν καὶ διὰ τόδε. Φασὶ δὲ καὶ Ἀντίγονον αὐτοῦ πυθέσθαι ὄντα ἀκροατήν, διὰ τί ἀντλεῖ· τὸν δ᾽ εἰπεῖν, ἀντλῶ γὰρ μόνον; τί δ᾽; οὐχὶ σκάπτω; τί δ᾽; οὐκ ἄρδω καὶ πάντα ποιῶ φιλοσοφίας ἕνεκα; καὶ γὰρ ὁ Ζήνων αὐτὸν συνεγύμναζεν εἰς τοῦτο καὶ ἐκέλευεν ὀβολὸν φέρειν ἀποφορᾶς. Καί ποτ᾽ ἀθροισθὲν τὸ κέρμα ἐκόμισεν εἰς μέσον τῶν γνωρίμων καί φησι, Κλεάνθης μὲν καὶ ἄλλον Κλεάνθην δύναιτ᾽ ἂν τρέφειν, εἰ βούλοιτο· οἱ δ᾽ ἔχοντες ὅθεν τραφήσονται παρ᾽ ἑτέρων ἐπιζητοῦσι τὰ ἐπιτήδεια, καίπερ ἀνειμένως φιλοσοφοῦντες. Ὅθεν δὴ καὶ δεύτερος Ἡρακλῆς ὁ Κλεάνθης ἐκαλεῖτο. Ὴν δὲ πονικὸς μέν, ἀφύσικος δὲ καὶ βραδὺς ὑπερβαλλόντως· διὸ καὶ Τίμων περὶ αὐτοῦ φησιν οὕτως· τίς δ᾽ οὗτος κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν, μωλύτης ἐπέων φίλος Ἄσσιος, ὅλμος ἄτολμος; Καὶ σκωπτόμενος δ᾽ ὑπὸ τῶν συμμαθητῶν ἠνείχετο καὶ ὄνος ἀκούων προσεδέχετο, λέγων αὐτὸς μόνος δύνασθαι βαστάζειν τὸ Ζήνωνος φορτίον. Καί ποτ᾽ ὀνειδιζόμενος ὡς δειλός, διὰ τοῦτο, εἶπεν, ὀλίγα ἁμαρτάνω. Προκρίνων δὲ τὸν ἑαυτοῦ βίον τοῦ τῶν πλουσίων ἔλεγεν, ἐν ᾧ σφαιρίζουσιν ἐκεῖνοι τὴν σκληρὰν καὶ ἄκαρπον αὐτὸς ἐργάζεσθαι σκάπτων. Πολλάκις δὲ καὶ ἑαυτῷ ἐπέπληττεν· ὧν ἀκούσας Ἀρίστων, τίνι, ἔφη, ἐπιπλήττεις; Καὶ ὃς γελάσας, πρεσβύτῃ, φησί, πολιὰς μὲν ἔχοντι, νοῦν δὲ μή. Εἰπόντος δέ τινος Ἀρκεσίλαον μὴ ποιεῖν τὰ δέοντα, παῦσαι, ἔφη, καὶ μὴ ψέγε· εἰ γὰρ καὶ λόγῳ τὸ καθῆκον ἀναιρεῖ, τοῖς γοῦν ἔργοις αὐτὸ τιθεῖ. καὶ ὁ Ἀρκεσίλαος, οὐ κολακεύομαι, φησί. πρὸς ὃν ὁ Κλεάνθης, ναί, ἔφη, σὲ κολακεύω φάμενος ἄλλα μὲν λέγειν, ἕτερα δὲ ποιεῖν. Ἐρομένου τινὸς τί ὑποτίθεσθαι δεῖ τῷ υἱῷ, τὸ τῆς Ἠλέκτρας, ἔφη, σῖγα, σῖγα, λεπτὸν ἴχνος. Λάκωνός τινος εἰπόντος ὅτι ὁ πόνος ἀγαθόν, διαχυθείς φησιν δ `, αἵματός εἰς ἀγαθοῖο, φίλον τέκος. Φησὶ δ᾽ ὁ Ἑκάτων ἐν ταῖς Χρείαις, εὐμόρφου μειρακίου εἰπόντος, εἰ ὁ εἰς τὴν γαστέρα τύπτων γαστρίζει, καὶ ὁ εἰς τοὺς μηροὺς τύπτων μηρίζει, ἔφη, σὺ μὲν τοὺς διαμηρισμοὺς ἔχε, μειράκιον· αἱ δ᾽ ἀνάλογοι φωναὶ τὰ ἀνάλογα οὐ πάντως σημαίνουσι πράγματα. Μειρακίῳ ποτὲ διαλεγόμενος ἐπύθετο εἰ αἰσθάνεται· τοῦ δ᾽ ἐπινεύσαντος, διὰ τί οὖν, εἶπεν, ἐγὼ οὐκ αἰσθάνομαι ὅτι αἰσθάνῃ; Σωσιθέου τοῦ ποιητοῦ ἐν θεάτρῳ εἰπόντος πρὸς αὐτὸν παρόντα, οὓς ἡ Κλεάνθους μωρία βοηλατεῖ, ἔμεινεν ἐπὶ ταὐτοῦ σχήματος· ἐφ᾽ ᾧ ἀγασθέντες οἱ ἀκροαταὶ τὸν μὲν ἐκρότησαν, τὸν δὲ Σωσίθεον ἐξέβαλον. Μεταγινώσκοντα δ᾽ αὐτὸν ἐπὶ τῇ λοιδορίᾳ προσήκατο, εἰπὼν ἄτοπον εἶναι τὸν μὲν Διόνυσον καὶ τὸν Ἡρακλέα φλυαρουμένους ὑπὸ τῶν ποιητῶν μὴ ὀργίζεσθαι, αὐτὸν δ᾽ ἐπὶ τῇ τυχούσῃ βλασφημίᾳ δυσχεραίνειν. Ἔλεγε δὲ καὶ τοὺς ἐκ τοῦ περιπάτου ὅμοιόν τι πάσχειν ταῖς λύραις, αἳ καλῶς φθεγξάμεναι αὑτῶν οὐκ ἀκούουσι. Λέγεται δέ, φάσκοντος αὐτοῦ κατὰ Ζήνωνα καταληπτὸν εἶναι τὸ ἦθος ἐξ εἴδους, νεανίσκους τινὰς εὐτραπέλους ἀγαγεῖν πρὸς αὐτὸν κίναιδον ἐσκληραγωγημένον ἐν ἀγρῷ καὶ ἀξιοῦν ἀποφαίνεσθαι περὶ τοῦ ἤθους· τὸν δὲ διαπορούμενον κελεῦσαι ἀπιέναι τὸν ἄνθρωπον. Ὡς δ᾽ ἀπιὼν ἐκεῖνος ἔπταρεν, ἔχω, εἶπεν, αὐτόν, ὁ Κλεάνθης, μαλακός ἐστι. Πρὸς δὲ τὸν μονήρη καὶ ἑαυτῷ λαλοῦντα, οὐ φαύλῳ, ἔφη, ἀνθρώπῳ λαλεῖς. Ὀνειδίσαντος αὐτῷ τινος εἰς τὸ γῆρας, Κἀγώ, ἔφη, ἀπιέναι βούλομαι· ὅταν δὲ πανταχόθεν ἐμαυτὸν ὑγιαίνοντα περινοῶ καὶ γράφοντα καὶ ἀναγινώσκοντα, πάλιν μένω. Τοῦτόν φασιν εἰς ὄστρακα καὶ βοῶν ὠμοπλάτας γράφειν ἅπερ ἤκουε παρὰ τοῦ Ζήνωνος, ἀπορίᾳ κερμάτων ὥστε ὠνήσασθαι χαρτία. τοιοῦτος δ᾽ ὢν ἐξίσχυσε, πολλῶν καὶ ἄλλων ὄντων ἀξιολόγων Ζήνωνος μαθητῶν, αὐτὸς διαδέξασθαι τὴν σχολήν. Βιβλία δὲ κάλλιστα καταλέλοιπεν, ἅ ἐστι τάδε· Περὶ χρόνου, Περὶ τῆς Ζήνωνος φυσιολογίας δύο, Τῶν Ἡρακλείτου ἐξηγήσεις, τέσσαρα, Περὶ αἰσθήσεως, Περὶ τέχνης, Πρὸς Δημόκριτον, Πρὸς Ἀρίσταρχον, Πρὸς Ἥριλλον, Περὶ ὁρμῆς δύο, Ἀρχαιολογία, Περὶ θεῶν, Περὶ γιγάντων, Περὶ ὑμεναίου, Περὶ τοῦ ποιητοῦ, Περὶ τοῦ καθήκοντος τρία, Περὶ εὐβουλίας, Περὶ χάριτος, Προτρεπτικός, Περὶ ἀρετῶν, Περὶ εὐφυΐας, Περὶ Γοργίππου, Περὶ φθονερίας, Περὶ ἔρωτος, Περὶ ἐλευθερίας, Ἐρωτικὴ τέχνη, Περὶ τιμῆς, Περὶ δόξης, Πολιτικός, Περὶ βουλῆς, Περὶ νόμων, Περὶ τοῦ δικάζειν, Περὶ ἀγωγῆς, Περὶ τοῦ λόγου τρία, Περὶ τέλους, Περὶ καλῶν, Περὶ πράξεων, Περὶ ἐπιστήμης, Περὶ βασιλείας, Περὶ φιλίας, Περὶ συμποσίου, Περὶ τοῦ ὅτι ἡ αὐτὴ ἀρετὴ καὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Περὶ τοῦ τὸν σοφὸν σοφιστεύειν, Περὶ χρειῶν, Διατριβῶν δύο, Περὶ ἡδονῆς, Περὶ ἰδίων, Περὶ τῶν ἀπόρων, Περὶ διαλεκτικῆς, Περὶ τρόπων, Περὶ κατηγορημάτων, Ταῦτα αὐτῷ τὰ βιβλία. Καὶ τελευτᾷ τόνδε τὸν τρόπον· διῴδησεν αὐτῷ τὸ οὖλον· ἀπαγορευσάντων δὲ τῶν ἰατρῶν, δύο ἡμέρας ἀπέσχετο τροφῆς. καί πως ἔσχε καλῶς ὥστε τοὺς ἰατροὺς αὐτῷ πάντα τὰ συνήθη συγχωρεῖν· τὸν δὲ μὴ ἀνασχέσθαι, ἀλλ᾽ εἰπόντα ἤδη αὐτῷ προωδοποιῆσθαι καὶ τὰς λοιπὰς ἀποσχόμενον τελευτῆσαι ταὐτὰ Ζήνωνι, καθά φασί τινες, ὀγδοήκοντα ἔτη βιώσαντα καὶ ἀκούσαντα Ζήνωνος ἔτη ἐννεακαίδεκα. Ἐπαίξαμεν δὴ καὶ ἡμεῖς πρὸς αὐτὸν οὕτως· Αἰνῶ Κλεάνθην, ἀλλὰ μᾶλλον Ἀΐδην· ἰδὼν γὰρ αὐτὸν πρέσβυν οὐκ ἠνέσχετο τὸ μὴ οὐ τὸ λοιπὸν ἄνεσιν ἐν φθιτοῖς ἔχειν τοσοῦτον ἀντλήσαντα τοῦ βίου χρόνον.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Por una cabeza...

Por una cabeza: Ἱσπανικὸς ἰδιωματισμός. Σημαίνει «Γιὰ μιὰ κεφαλιὰ ἀλόγου». Τοὺς λέμε κοινῶς «ἀλογομούρηδες»
Τοὺς περιφρονοῦμε καὶ τοὺς οἰκτίρουμε. 
Ἐν τῷ προσώπῳ των ἀπορρίπτομε κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀποθέτει τὶς ἐλπίδες του στὴν τύχη. 
Ἐμεῖς εἴμεθα βέβαιοι ὡς κατέχοντες. 
Δὲν ῥιψοκινδυνεύομε τίποτε. 
Ἀπορρίπτομε τὴν πιθανότητα τὰ πάντα νὰ κριθοῦν ἀπὸ τὸ τάνυσμα τῆς κεφαλῆς ἑνὸς ἀ-λόγου σὲ μίαν ἱπποδρομίαν. Ἡ κόλαση, ὁ κολασμὸς τῆς δειλίας μας, ὅταν δὲν ἀνοίξαμε ποτὲ τὴν καρδιά μας, ἐκεῖ ποὺ θὰ θέλαμε νὰ τὴν χαρίσουμε...

Καὶ ὅμως, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζωμεν, ὅλοι ἔχομε παρασυρθεῖ μυστικὰ στὸν μάγον χορὸν τοῦ μεγάλου Carlos Gardel, στὸ ὑπέροχον tango «Por una cabeza». Κι᾿ ἂς τὸ χορεύει γιὰ μᾶς στὴν πίστα ἀναπνέοντας τὸ «ἄρωμα μιᾶς γυναίκας», ἕνας τυφλὸς κυνικὸς ἀντισυνταγματάρχης στὸ πρόσωπο τοῦ Ἂλ Πατσίνο.
Por una cabeza
: Σημαίνει νὰ ζῇς πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὶς πιθανότητες!
Por una cabeza
: Σημαίνει νὰ μὴν μπορῇς πιὰ νὰ πολτοποιῇσαι συναισθηματικὰ γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἐτόλμησες νὰ ἀποπειραθῇς νὰ κάμῃς αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τώρα μετανοιώνεις!
Por una cabeza
: Σημαίνει τὸ νὰ προχωρῇς στὰ ὑστερνὰ σου συνοδευόμενος μόνον ἀπὸ τὰ πεπραγμένα σου, βυθισμένος στὴν ἄφατον μελαγχολίαν τοῦ μὴ ποιηθέντος...
Por una cabeza
, τραγουδᾶ ὁ ἀλήτης τοῦ Buenos Aires, ὁ ὑπέροχος μάγος toῦ tango, Carlos Gardel, στὸ κατάστρωμα τοῦ «Gneisenau», ἔτοιμος ν᾿ ἀφήσῃ πίσω του τὴν ἀγαπημένην πόλιν. Ὅλ᾿ αὐτὰ σὲ μιὰ παλιὰ καὶ ξεχασμένη ταινία τοῦ ᾿30, σὰν αὐτὲς ποὺ θὰ στοιχειώνουν πάντα τὴν καρδιὰ μας, ἀφοῦ φτειάχτηκαν γιὰ νὰ μᾶς θλίβουν μὲ τὴν γλυκειὰ τους νοσταλγία τοῦ μὴ τολμηθέντος, τοῦ μὴ ποιηθέντος, μιᾶς ἐποχῆς ποὺ περιέργως, ἂν καὶ δὲν τὴν ἐγνωρίσαμε, μερικοὶ εἶναι σὰν νὰ γεννηθήκαμε καὶ πεθάναμε τότε...

https://www.youtube.com/watch?v=8dStp5hq294

Κυριακή 5 Απριλίου 2009


Ποιὰ χέρια τάχα στήσανε τὶς ὑπόγειες αὐτὲς ἀψῖδες; Ποῦ βρίσκονται σήμερα; Μὴν τάχα καὶ δὲν δίδαξαν τὴν Τέχνη σὲ νέους μαστόρους; Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ δουλεύει σήμερα τὴν πέτρα, μιλάει γλῶσσες ἄλλες; Μήπως ἐκεῖνα ποὺ σήμερα νομίζουμε γιὰ κέρδος, δὲν εἶναι ἄλλο τίποτε ἀπ᾿ τὶς ἀπώλειες καὶ τὶς ζημιὲς τῶν αὐριανῶν ἀνθρώπινων ἀπομειναριῶν μας;

Παλαιὸν μαγγανοπήγαδον εἰς Σύρον.


Πηγὴ ζωῆς ἄλλοτε τὰ πηγάδια, στέκουν σήμερα βουβὰ. Νέες γενιὲς ἀνθρώπων ὑπάρχουν πλέον ποὺ δὲν ἔχουν ἀκούσει ποτὲ τὸν ἦχον τους. Ἄγνωστες ἐμπειρίες μικρῶν πραγμάτων. Ἡ μυρωδιὰ τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου καὶ ἡ ὑπερσύγχρονος λάμπα «λούξ». Οἱ μυστηριώδεις βαθειὲς καὶ λείες χαρακιές στὰ φιλιατρὰ τῶν παλαιῶν πηγαδιῶν. Ποιὸς φαντάζεται σήμερα ὅτι χιλιάδες σχοινιὰ ἔλιωσαν πάνω στὶς σκληρὲς πέτρες, γιὰ νὰ φτειάξουν τὶς χαρακιές αὐτές;!

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Ὁ κόμις Σανταρόζα.


Ὁ Ἀννίβας ντὲ Ρόσσι ντὶ Πομαρόλο, κόμις τοῦ Σανταρόζα (τοῦ ἱεροῦ Ῥόδου).
Καρμπονάρος, ἐπαναστάτης, ὑπουργός. Παράτησε καὶ κομητείες καὶ ὑπουργεῖα καὶ ὅλα καὶ ἦλθε νὰ πολεμήσῃ γιὰ τὴν Ἑλλάδα σὰν ἁπλὸς στρατιώτης. Ἔτσι τὸν ἔσφαξαν οἱ σκύλοι τοῦ Ἰμπραὴμ στὴν Σφακτηρία, μαζί μὲ τὸν Τσαμαδό, τὸν Ἀναγνωσταρᾶ καὶ τόσους ἄλλους, ἐκείνη τὴν καταραμένη 'μέρα στὶς 26 Ἀπριλίου 1825.

Μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ θολὰ τζάμια ἑνὸς ξωκκλησιοῦ στὴν Πάνω Μερὰ τῆς Σύρου, συχνὰ βλέπεις διαυγέστερα...

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Φρεάντλους ἀνασκαφαί: Πρωτότυπα κείμενα: Μιθραϊκὴ «Λειτουργία».

Τὸ κατωτέρω δοκουμέντον ἀνεκάλυψα καὶ παρέχω πρὸς μελέτην καὶ σχολιασμόν, ἑρμηνευμένον καὶ ἐσχολιασμένον κατὰ τὰς ἡμετέρας ἐμπνεύσεις καὶ δυνάμεις...
«Ἡ Μιθραϊκὴ Λειτουργία»
Πάπυρος 574 τῆς Bibliotheque Nationale de Paris (475-834)
Πιθανῶς πρώιμος δ΄ αἰ. μ.Χ.


ΚΕΙΜΕΝΟΝ
(475)Ἴλαθί μοι, Πρόνοια καὶ ψυχή, τάδε γράφοντι τὰ [ἄ]πρατα, παραδοτὰ μυστήρια, μόνῳ δὲ τέκνῳ ἀθανασίαν ἀξιῶ, μύσται τῆς ἡμετέρας δυνάμεως ταύτης (χρὴ οὖν σε, ὦ θύγατερ, λαμβάνειν (480) χυλοὺς βοτανῶν καὶ εἰδῶν τῶν μ[ελ]λόντων σοι <μηνυθήσεσθαι> ἐν τῷ τέλει τοῦ ἱεροῦ μου συντάγματος), ἥν ὁ μέγας θεὸς Ἥλιος Μίθρας ἐκέλευσέν μοι μεταδοθῆναι ὑπὸ τοῦ ἀρχαγγέλου αὐτοῦ, ὅπως ἐγὼ μόνος αἰ<τ>ητὴς οὐρανὸν βαίνω (485) καὶ κατοπτεύω πάντα.

ἔστιν δὲ τοῦ λόγου ἥδε ἡ κλῆσις·
[Γ] ένεσις πρώτη τῆς ἐμῆς γενέσεως· αεηιουω, ἀρχὴ τῆς ἐμῆς ἀρχῆ<ς> πρώτη πππ ςςς φρ [·],
πνεῦμα πνεύματος, τοῦ ἐν ἐμοὶ πνεύματος (490) πρῶτον μμμ,
πῦρ, τὸ εἰς ἐμὴν κρᾶσιν τῶν ἐν ἐμοὶ κράσεων θεοδώρητον, τοῦ ἐν ἐμοὶ πυρὸς πρῶτον ηυ ηια εη,
ὕδωρ ὕδατος, τοῦ ἐν ἐμοὶ ὕδατος, πρῶτον ωωω ααα εεε,
οὐσία γεώδης τῆς ἐν ἐμοὶ οὐσίας γεώδους πρώτη (495) υη υωη,
σῶμα τέλειον ἐμοῦ τοῦ δεῖνα τῆς δεῖνα, διαπεπλασμένον ὑπὸ βραχίονος ἐντίμου καὶ δεξιᾶς χειρὸς ἀφθάρτου ἐν ἀφωτίστῳ καὶ διαυγεῖ κόσμῳ, ἔν τε ἀψύχῳ καὶ ἐμψυχωμένῳ υηι αυι ευωιε.

ΦΡΕΑΝΤΛΟΥΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΙΣ(475) Ἔσο εὐμενὴς εἰς ἐμέ, Ἀθηνᾶ καὶ Ψυχή, τὸν γράφοντα τὰ ἀνεκτίμητα, τὰ μὴ πωλούμενα, τὰ μόνον προφορικῶς δυνάμενα νὰ παραδωθῶσι μυστήρια, ὡς μόνον δὲ καρπὸν ἀξιοῦντα τὴν ἀθανασίαν, μύσται τῆς ἰσχύος μου αὐτῆς (χρειάζεται ὦ θύγατερ, νὰ λάβῃς (480) ἐκχυλίσματα βοτάνων καὶ οὐσιῶν ἐξ ἐκείνων τῶν ὁποίων θὰ σοῦ ἀποκαλύψω εἰς τὸ τέλος τῆς ἱερᾶς μου συγγραφῆς), τὴν ὁποίαν ὁ θεὸς Ἥλιος-Μίθρας μὲ διέταξε νὰ μεταδώσω μέσῳ τοῦ ἀρχαγγέλου του, καθ' ὅτι ἐγὼ ὡς μοναχικὸς ἀετὸς πετῶ ἐν τῷ οὐρανῷ (485) καὶ κατοπτεύω τὰ πάντα.
Καὶ ἡ ἐπίκλησις ταύτη τοῦ λόγου οὔτως ἔχει:
Ὦ, πρώτη γένεσις τῆς γενέσεώς μου: αεηιουω.
Ὦ, πρωταρχὴ τῆς ἀρχῆς μου πππ ςςς φρ [·].
Ὦ, πρωταρχικὸν πνεῦμα τοῦ πνεύματος, τοῦ εὑρισκομένου εἰς τὸ ἐσώτερον πνεῦμα μου μμμ.
Ὦ, πρωταρχικὸν πῦρ τοῦ έσωτερικοῦ μου πυρός, τὸ ὁποῖον περιέχεσαι εἰς τὸ κρᾶμα τῶν ἐσωτέρων μου κράσεων, δωρηθὲν ἐκ θεοῦ ηυ ηια εη.
Ὦ, πρωταρχικὸν ὕδωρ τοῦ ὕδατος, ἐκ τοῦ εὐρισκομένου ἐντὸς μου ὕδατος ωωω ααα εεε.
Ὦ, πρωτογενὴς χοϊκὴ ὑπόστασις, τῆς ἐσωτέρας μου πρωτογενοῦς χοϊκῆς οὐσίας (495) υη υωη.
Ὦ, σῶμα μου τοῦ ..., υἱοῦ τῆς .... (ἤ μήπως ἐνν. διαζευκτ. ὄνομα ἄρρενος ἤ θήλεος;), πλασμένον ὑπὸ σεβασμίου βραχίονος καὶ ἀφθάρτου δεξιᾶς χειρὸς, ἐντὸς κόσμου μὴ ἔχοντος εἰσέτι φωτισθεῖ καὶ φωτιζομένου μέσῳ ἄλλης πηγῆς φωτός, ἐντὸς κόσμου μὴ ἔχοντος ὑποστεῖ ψυχογονίαν, ἀλλὰ καὶ κόσμου φιλοξενοῦντος ψυχάς. υηι αυι ευωιε.

ΦΡΕΑΝΤΛΟΥΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Πρόνοια ἤ Προναία Ἀθηνᾶ, ἀλλὰ καὶ Προφητεία «τοὖπος τὸ θεόπροπον ἡμῖν τᾶς παλαιφάτου προνοίας», Σοφοκλ. Τρωάδες, 823.
αἰήτης κατὰ τὸ δωρ. αἰητὸς (ἀετός), κατὰ Πορφύριον ἐν De abstinentia 4.16, ἐνδεχομένως ΑΕΤΟΣ πρόκειται περὶ ἑνὸς μὴ μιθραϊκοῦ μυστικοῦ βαθμοῦ.

Φρεάντλους: Περὶ τῆς σοβαρωτάτης ζωονόσου Ψιττακιάσεως, ἤτις ἀπὸ ἐπιζωωτίας τρέπεται εἰς πανδημίαν...

Ἡ ψιττακίασις, πρὸ τῆς ἐπεκτάσεως τῶν λογῆς Μέσων Μαζικῆς Εὐηθείας (ΜΜΕ), τὰ ὁποῖα ὑποκατέστησαν ἄλλάς τινας μεθόδους παιδείας παραδοσιακωτέρας (ἄρα καὶ ἀναποτελεσματικὰς), ἡ ψιττακίασις λοιπόν, ἀπετέλει θλιβερὸν καὶ νοσηρὸν φαινόμενον πολλῶν πτηνῶν, συχνάκις μεταδιδομένη τοῖς ἀνθρώποις, ὁσάκις οὗτοι ἐπιμένοντες νὰ διατηροῦν πτηνὰ ἐν αἰχμαλωσία, ἠμέλουν τὴν στοιχειώδη καθαριότητα τὴν ὁποίαν οὕτως ἢ ἄλλως δικαιοῦται πᾶσα αἰχμάλωτος ψυχή ζώου τε καὶ ἀνθρώπου.
Ἐπεκταθέντα ὅμως τὰ ΜΜΕ, συνεπέφερον καὶ σημαίνουσαν μετάλλαξιν τῆς ἀσθενείας, ἥτις ἀπὸ ζωονόσου ἀπέβη ἀνθρωπονόσος καὶ μάλιστα προσβάλλουσα ὄχι τὸ φυσικὸν σῶμα, ἀλλὰ τὸ πνευματικὸν κεκτημένον ἢ ἀνάπτυγμα, ἐν τέλει δέ, ἀπονεκροῖ καὶ τὸ ψυχικὸν δώρημα, ἐξικνουμένη μέχρις σήψεως καὶ αὐτοῦ τούτου τοῦ ἐσχηματισμένου καὶ μεταβιβαζομένου δίκην DNA συλλογικοῦ ψυχικοῦ ἐγρηγορότος.
Συγκεκριμμένως, τὰ ΜΜΕ ὑποκαταστήσαντα τοὺς πτηνοφίλους κλωβούχους, ἐνεκλώβισαν ὄχι πλέον ψιττακούς (παπαγάλους), κίσσας, περιστεράς καὶ γαλιάνδρας, ἀλλ᾿ ἀνθρώπους μεταλλαγέντας εἰς ψιττακούς.
Ἡ μέθοδος τῆς θηρεύσεως ἁπλῆ. Ἀρχικῶς δελεάζουν αὐτοὺς ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, διὰ τοῦ κατ᾿ ἐξοχὴν δολώματος, τῆς τηλοψίας. Τοὺς ἀποσποῦν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, πολιτογραφοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν Γαληνοτάτην Δημοκρατίαν τῆς Νεφελοκοκκυγίας (ΓΔΝ). Μεταδίδουν τὴν νόσον, ἀπολαμβάνοντες τὸ ἀποτέλεσμα, ὅπερ δὲν εἶναι ἄλλον τί, εἰ μὴ ὁ ἀδιάκοπος κελαηδισμὸς τῶν νεοστρούθων αὐτῶν, κατὰ τὸν ῥυθμὸν τοῦ κλωβούχου. Αἱ Ἀρχαὶ τῆς ΓΔΝ ἔχουν ἐκχωρήσει τοὺς αἰθέρας τοῦ ἐναερίου χώρου (FIR) τῆς ἐπικρατείας εἰς ὁλίγους ἐπιλέκτους κλωβούχους, κατὰ τὰς διεθνεῖς σταθερὰς (STANDARDS), τὰς καθωρισθείσας ὑπὸ εὑρυτέρου φορέως, γνωστοῦ καὶ ὡς δυνάμεις τοῦ ΚΣΠ «Καλῶς Συγκερασμένου Πλανήτου».
Ἐκεῖθεν οἱ κλωβοῦχοι μεταδίδουν ἀπὸ φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός, τὸ νόσημα τῆς ψιττακιάσεως, ἀπὸ καιροῦ δὲ εἰς καιρόν, ἄλλοι ὁμότεχνοι φορεῖς προβαίνουν εἰς ἐμπεριστατωμένας καταγραφὰς τῶν κελαϊδισμῶν τῶν ψιττακανθρώπων, αἵτινες καταγραφαὶ ἀνακοινοῦνται πανηγυρικῶς διὰ τῶν ΜΜΕ ὑπὸ τὸν ἀνοίκειον διὰ πτηνὰ ὅρον «καλπασμός» (GALLOP). Ὁ ἐν λόγῳ καλπασμὸς ἀπεικονίζει ὄχι τόσον τὰς διαθέσεις τῶν ψιττακανθρώπων, ὅσον τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς μεθοδολογίας τῶν ΜΜΕ, προκειμένου εἴτε ταῦτα (τὰ ΜΜΕ), εἴτε ἄλλοι φορεῖς τοῦ ΚΣΠ, νὰ ἐπιτυγχάνουν τὰς στοχεύσεις των ταχύτερον, λυσιτελέστερον καὶ ἀναποδράστως.
Ἐν τοῖς πλαισίοις αὐτοῖς, φίλτατοι, θέματα καὶ προβολαὶ θεμάτων, ὅπως τὸ Βατοπεδικόν, μὴν ἀπορεῖτε ἂν προσλαμβάνωνται ὑπὸ τινων, ἄλλοτε ἐν πνεύματι ἰακωβινισμοῦ, ἄλλοτε μπολσεβικισμοῦ, ἐνίοτε δὲ καὶ χυδευλαβῶς, κατὰ τὰ μεταρρυθμιστικὰ ἐκκλησιαστικὰ πρότυπα τοῦ ιε΄ αἰῶνος, τὰ ἐπιδιώκοντα τὸν «ἐξορθολογισμὸν» τῆς λατρείας.
Οἱ κελαϊδισμοὶ αὐτοὶ προωρίσθησαν διὰ τὴν ἠχητικὴν καὶ μόνον κάλυψιν τῶν ἀνεφέλων οὐρανῶν τῆς ΓΔΝ.
Θλιβόμεθα βεβαίως ἔνιοί τινες ἐπὶ τῷ γεγονότι ὅτι, ἂν καὶ ὑφίσταται ἀκόμη ἰκανὸς ἀριθμὸς προσώπων, ἐν τοῖς ὁποίοις τὸ ἀνθρώπινον στοιχεῖον εἴτε ὑπερισχύει τοῦ ψιττακώδους, εἴτε μάχεται ἐρρωμένως, οὗτοι εἰς περιπτώσεις ὡς ἡ χορωδιακὴ ὑπὸ τῶν ΜΜΕ διδασκαλία περὶ Ἐφραίμ, ἀντιδροῦν ὡς ψιττακοί. Μὴν τοὺς κακίζομεν. Καὶ ὁ ψιττακὸς «ἄνθρωπος εἶναι». Χρειάζεται τὸ κεχρί του, τὸ μαρουλάκι του, τὸ σηπιοκόκκαλόν του, διὰ νὰ ἀκονίζῃ τὸ ἄχρηστον ῥάμφος του... Πόσῳ μᾶλλον ὅταν ἔχει πεισθεῖ ὅτι ταῦτα δύνανται νὰ τοῦ ἐπιδαψιλευθοῦν πλουσιοπαρόχως, ἂν ἤθελον ἀφαιρεθῇ ἐκ τῶν ὀνύχων τῶν ποικίλων Ἐφραίμ.
Οἱ ῥόλοι δυστυχῶς δὲν ταιριάζουν πάντοτε εἰς τοὺς κρώζοντας ψιττακούς. Φιλοτιμούμενοι ἑρμηνεύουν ἄλλοτε Μπρέχτ, ἄλλοτε Ἰονέσκο, δεχόμενοι τὰς ἐπιβραβεύσεις, κατὰ κανόνα συνισταμένας εἰς ηὐξημένους σπόρους καννάβεως μετὰ τοῦ κεχρίου... Γνωρίζουν ἐπίσης ἐξ ἐνστίκτου τὸ ὀρθόν, ἀλλὰ φοβοῦνται τὴν δύναμιν τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ ἀνεστραμμένου. Ὡς λέγῃ καὶ ὁ Μεφιστοφελὴς:
Uber’s Niederträchtige
Niemand sich beklage:
Denn es ist das Machtige
Was man dir auch sage

Διὰ τ᾿ ἀχρεῖα καὶ τὰ φαῦλα,
κανεὶς δὲν ἀντιλέγει,
διατὶ αὐτὰ εἶναι Δύναμη,
καὶ ὁ καθεὶς ἂς λέγει.

Τσίου, τσίου, ὡραῖα μου πουλάκια κελαϊδῆστε...

Φρεάντλους στιχοπλεκτικαὶ ἀταξίαι: «Νηπενθές»,

Τὰ κάστρα τῆς ζωῆς μας.

Εἰς τὴν μνήμην ἑνὸς καλοῦ καὶ εὐθύμου ἀνθρώπου, τοῦ Β. Λ.

Vt siluae foliis pronos mutantur in annos,
prima cadunt, ita uerborum uetus interit aetas,
et iuuenum ritu florent modo nata uigentque.
Debemur morti nos nostraque. Siue receptus
terra Neptunus classes Aquilonibus arcet,
regis opus, sterilisue diu palus aptaque remis
uicinas urbes alit et graue sentit aratrum,
seu cursum mutauit iniquom frugibus amnis,
doctus iter melius, mortalia facta peribunt,
nedum sermonem stet honos et gratia uiuax.
Ὁράτιος, Ars Poetica 63.


Οἱ πιὸ πολλοὶ γεννιώμαστε σὰν κάστρα ἰσχυρά.
Σειρὲς ὁλόκληρες τειχῶν οἱ συγγενεῖς μας στέκουν.
Μᾶς ζώνουνε μὲ σιγουριὰ κι' ἀσφάλειαν ἀπ' ἔξω.
Καὶ ὁ τρομερός μας ὁ ἐχθρὸς, πόσο μακρυὰ μας στέκει...

Τὸ κάστρο μας εἶναι γερὸ, τὰ τείχη του καινούργια.
Καὶ μεῖς μεσ' στὴν Ἀκρόπολη γεροὶ κι' ἀσφαλισμένοι.
Στὰ τείχη τὰ 'ξωτερικὰ, στοὺς ἔξω προμαχῶνες,
οἱ πρόγονοί μας στέκουνε καὶ δέχονται τὰ βόλια.

Παπποὺς, γιαγιά καὶ γονικὰ,
τὴ μάχη θὲ νὰ δώσουνε ἀπέναντι στὸν Ἄδη.
Καὶ σὰν στραγίσει ἡ ζωὴ κι' ἡ δύναμὴ τους ὅλη,
θὰ πέσουν τότε σύγκορμοι στοῦ λάκκου τὴ μαυρίλα.

Κι' ὅμως...
Τὰ ἔξω τείχη ἄν πέσουνε, μικρ' εἶν' ἡ στεναχώρια.
Φαντάζει ἀπόμακρος ὁ ἐχθρὸς κι ἡ Ἀκρόπολη δικὴ μας...
Ἔχουμ' ἀκόμα τὸν καιρὸ γερὰ ν' ἀντισταθοῦμε.

Κι' ὅμως, ἀλοὶ καὶ τρισαλοί!
Τὰ μέσα τείχη τὰ στερνὰ, ποὖν' ἡ καρδιὰ τοῦ κάστρου,
κι' αὐτὰ θὰ πέσουν μονομιᾶς, ἤ ...ἀργὰ, λίθος-λιθάρι.
Τότε τοῦ κάστρου ἡ καρδιά, γυμνὴ θὲ νὰ προβάλῃ.

Καὶ ὁλομόναχος μαθὲς, ὁ ἔσχατος ὁ πύργος,
θὰ δοκιμάσῃ νὰ σταθῇ μπρὸς στοῦ ἐχθροῦ τὰ ὅπλα.
Κι' ἄλλοι θὰ σκύψουν ταπεινὰ τὸ κάτασπρο κεφάλι,
μὲ θλίψη καὶ παραίτηση στ' ἀφεύγατο δρεπάνι.

Ἄλλοι, ποὺ εἶν' πιὸ τραγικοὶ μὲσ' στὸν ἀγῶνα τοῦτο,
θ' ἀντισταθοῦνε δείχνοντας αὐτὰ ποὺ πιὰ δὲν ἔχουν.
Ψιμμύθια καὶ καλωπισμοὶ, ψευδαίσθηση τῶν νιάτων,
γλῶσσα καὶ τρόποι σύγχρονοι, καμώματα ἐφήβων,
δὲν ξεγελοῦν κανένανε, μήτε καὶ τὸ δρεπάνι...


Μόνο στοὺς ἴδιους δίνουνε μιὰ ψεύτικην ἐλπίδα,
μήπως καὶ ξεγελάσουνε τὸν ἄριστο τοξότη.
«Ἄς πέσαν τὰ ὄξω ὀχυρὰ καὶ τὰ μακρὰ τὰ τείχη,
ὁ πύργος τοῦτος ὁ στερνὸς, καλὰ ἀκόμα στέκει...».

Δὲν ξέρουν οἱ ἀνόητοι πὼς ὁ ἐχτρὸς ἐτοῦτος,
ἔχει ὅπλα ἀκατανίκητα, ἀπόμακρα κανόνια.
Χτυποῦνε μέσα στὴν καρδιά, γκρεμοῦν τὲς ἀκροπόλεις.
Σὰν θέλει ἀφήνει ἀπείραχτους τοὺς ἔξω προμαχῶνες
καὶ τὴν Ἀκρόπολη χτυπᾶ γερὰ καὶ μανιασμένα...

Στέκουν βουβὰ καὶ ὄρθια, ἀκέρια 'ραχνιασμένα,
τὰ ἔξω τείχη τὰ παλιά, τ' ἀγεροχτυπημένα.
Σὰ νὰ θρηνοῦν ἀμήχανα, πῶς ἡ καρδιὰ ἐχάθη,
τὶ προστατεύουν ἄραγε κι' οἱ πύλες ποιὸν φυλοῦνε;

Κισσοὶ τυλίγονται ἐκεῖ καὶ θρώσκουν κυπαρίσσια.
Ἐκεῖ ποὺ ἔβραζ' ἡ ζωὴ κι' ἡ νιότη ἀλυχτοῦσε,
τώρα φυτρώνουν νηπενθῆ καὶ τίποτα δὲ μένει.
Εἶναι βουβὰ τὰ κάστρα μας καὶ μόνον ὁ ἀγέρας,
ψέλνει ἀσταμάτητα τρελλὰ, τὴν ἐπωδὸν ἐκείνη,
ποὖναι τὸ μόνο σίγουρο, ποὖναι ἡ μόνη ἀλήθεια·
debemur morti…
debemur morti…
nos, nostraque…

Φρεάντλους λῆροι:Ἡ ἑλληνὶς γλῶσσα, ὡς βούλησις καὶ ὡς παράστασις.

Ἡ ἑλληνὶς γλῶσσα, ὡς βούλησις καὶ ὡς παράστασις.

Ἂν τὰ δύο λεγόμενα γλωσσικὰ ζητήματα, «Δημοτική-Καθαρεύουσα (sic)» καὶ «Πολυτονικὸν-Μονοτονικόν (καὶ πάλιν sic)», ἤδη ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν πρὸ τῶν «δημοκρατικῶν λύσεων», τεχνηέντως συνηνώθησαν εἰς ἕν, προσλαβόντα ἰδεολογικὸν χαρακτῆρα, διολισθήσαντα καὶ εἰς κομματικόν, τώρα, ὑπὲρ τὰ εἵκοσιν ἔτη μετὰ τὸν ἐπιτευχθέντα θρίαμβον τῶν Ἁπλουστευτῶν, ἤρχισαν διαφαινόμενα σημεῖα τινὰ κοπώσεως πολλῶν λεγομένων πνευματικῶν ἀνθρώπων τοῦ χώρου τῶν νικητῶν.

Τὸ νὰ χαρακτηρισθῇ πολιτικοκομματικῶς κάποιος ὑποστηρικτὴς τῶν παραδοσιακῶν μορφῶν καὶ δομῶν τῆς γλώσσης, δὲν εἶναι σπάνιον ἀκόμη καὶ τώρα, κυρίως εἰς ἁπλουστευμένους ἐγκεφάλους νεοελλήνων, ἐχόντων ἀκόμη χρείαν δαιμόνων προκειμένου νὰ αὐτοπροσδιορισθοῦν οἱ ἴδιοι. Εἶναι ἄλλωστε ἴδιον τῶν ἁπλουστευμένων ἐγκεφάλων, τὸ νὰ αὐτοπροσδιορίζονται, ἐλλείψει παιδείας καὶ Γνώσεως, δι᾿ ἀποφατικοῦ τρόπου. Οὕτω λ.χ., εἶς ἀποκεκτηνωμένος ἐκ τῆς ταπεινώσεως τῆς ἥττης, τοῦ φθηνοῦ ζύθου καὶ τῆς δυσπραγίας μέσος Γερμανὸς τοῦ Μεσοπολέμου ἐρωτώμενος σχετικῶς, εὐκολώτερον θὰ ἠδύνατο νὰ αὐτοχαρακτηρισθῇ ὡς «ἀπόγονος μὴ Ἰουδαίων», παρὰ ὡς ἀπόγονος τοῦ Κράναχ, τοῦ Χέρδερ, τοῦ Γκλοὺκ, ἢ τοῦ Χοῦμβολδ. Τοῦτο εἶναι εὐεξήγητον καὶ δὲν ἀφίσταται ποιοτικῶς, ἀλλὰ μόνον ποσοτικῶς, τοῦ ἡμετέρου περὶ τὴν γλῶσσαν «ζητήματος». Ἔχει νὰ κάμῃ κυρίως πρὸς τὴν χαρακτηριστικὴν, ἀκόμη καὶ εἰς πολλοὺς λεγομένους «πνευματικοὺς ἀνθρώπους» ῥαθυμίαν, προκειμένου νὰ ἐπιλέξουν τὴν λέγομένην δύσκολον ἀτραπόν. Οὔτω εἶναι προτιμητέον τὸ νὰ αὐτοπροσδιορισθῇς ὡς Γερμανός, διακηρύσσων ὅτι δὲν κέκτησαι Ἰουδαίων προγόνων, ἀπὸ τοῦ νὰ ἐξοικειώσῃς τὴν εἰκαστικὴν σου παιδείαν εἰς τοὺς πίνακας τῶν Κράναχ, νὰ μελετήσῃς τὰς λαογραφικὰς καὶ ἐθνολογικὰς φιλοσοφικὰς προσεγγίσεις τοῦ Χέρδερ, νὰ ἐθισθῇς εἰς τὰς μουσικὰς εὐαισθησίας τοῦ Γκλούκ, ἢ νὰ ἀγαπήσῃς πέραν τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καὶ τὴν Ἀμαζονίαν, μελετὼν τὰς φυσιοδιφικὰς βίβλους τοῦ Χοῦμβολδ.

Τέτοιοι δὲν θὰ λείψουν ποτὲ εἰς κάθε ἔθνος καὶ κάθε ἐποχήν. Ἀκόμη ὄμως καὶ ἡ σπουδὴ καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ῥαθυμίας καὶ τῆς ἤσσονος προσπαθείας ...γεννᾷ κόπωσιν εἰς ἀρκετούς.

Οὗτοι ἀνίστανται καὶ ἀρχίζουν τὰς ἀναζητήσεις καὶ τὰς ἀνασκαφὰς ἐπὶ πεδίων τὰ ὁποῖα κάποιοι ἐκήρυξαν βιαστικῶς ὡς ἀρχαιολογικοὺς χώρους, ἢ μουσεῖα, ἀπαγορεύοντες κάθε ἄλλην δραστηριότητα ἐκεῖ πέραν τῆς παρατηρήσεως καὶ τοῦ κεχηνότος θαυμασμοῦ.

Κοινὴ ἡ τύχη ἡ ἐπιφυλλασσομένη εἰς πολλὰ πνευματικὰ καὶ ἐνοχλητικὰ πράγματα. Ἡ διαρκὴς μουσειοποίησις προελαύνει. Τὸ βλέπομε καὶ εἰς τὰ λατρευτικὰ ζητήματα. Ἱεροὶ τόποι, τόσον τῆς παλαιᾶς, ὅσον καὶ τῆς τρεχούσης θρησκείας αἴφνης, μετατρέπονται εἰς μουσεῖα καὶ λογῆς «χώρους πολιτισμοῦ». Ἐκεῖ ὅπου ὁ ἁπλοῦς Ἕλλην λαὸς ἐξέπεμπε μολπὰς πρὸς τοὺς θεοὺς ἢ πρὸς τὸν θεόν, ἀδιάφορον, τώρα ἀστράφτουν αἱ Κοντὰκ καὶ περιάγονται στίφη θαυμαστῶν. Βυζαντιναὶ πολύκλαυστοι εἰκόνες καὶ θαυματουργὰ γλυπτὰ τῶν Ἑλλήνων, κοσμοῦν λίβινγκ ροὺμς, ὡς τρόπαια σαφάρι. Κάπως ἔτσι ἀντιλαμβάνονται κάποιοι καὶ τὴν τύχην τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ἀπὸ τῶν ἀπαρχῶν της μέχρις τῶν ἐνδόξων ἐποχῶν τῆς 3ης Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας...

Καὶ ὅμως ἀμυδρὸν φῶς ἀσπαίρει ἐν τῇ σήραγγι. Δὲν ὁμιλῶ διὰ τὰς λογῆς λυσικόμους μετανοοῦσας Μαγδαληνάς, τὰς διαπιστούσας post mortem τὴν λεξιπενίαν καὶ τὰς στεναζούσας δῆθεν, ἐπειδὴ «τὰ παιδιὰ μας (σας) δὲν μποροῦν νὰ διαβάσουν τὸν Παπαδιαμάντη». Εἶναι ἐκεῖναι αἱ ἴδιαι ὀρχηστρίδες καὶ αὐλητρίδες, αἱ κορυβαντιῶσαι ὅταν οἱ Λύσσανδροι (Ῥάλλαι, Βερυβάκαι κλπ. ἐθναρχευόμενοι ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Ἀναμορφωτοῦ) κατεδάφιζαν τὰ Μακρὰ Τείχη, τὰ ἑνοῦντα τὸν Πειραιᾶν καὶ τὰς Ἀθήνας. Εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ ὁραματισθέντες τὸ Πνευματικὸν Ἄστυ ἄνευ ἐπινείου, τὸ δὲ ἐπίνειον τοῦ Πολιτιστικοῦ Πειραιῶς ἄνευ ἐνδοχώρας. Αὐτοὶ καὶ οἱ συσσυμμορῖται των παρεσκεύασαν τὸν παχύπελον τάπητα τῆς ὑποδοχῆς τῶν βαρβαρικῶν στιφῶν τῶν λυμαινομένων τώρα τὴν χώραν. Τὸ σχέδιον τῶν λυμεώνων περιελάμβανε καὶ τὴν ἑλληνίδα γλῶσσαν. Ἦσαν ὅλα προμελετημένα καὶ προσχεδιασμένα. Μὴ φαντασθεῖ κανεὶς ὅτι αἱ αὐλητρίδες αὗται οἰστρηλατοῦντο ἐκ τῶν σκοπῶν τοῦ Δελμούζου, τοῦ Ψυχάρη καὶ τοῦ Βηλαρᾶ. Τὸ προσχέδιον ἔλεγεν ὅτι ἡ χώρα πρέπει νὰ εἶναι προητ(ο)ιμασμένη καὶ γλωσσικῶς, προκειμένου νὰ ὑποδεχθῇ, κατὰ τὰ μελετημένα, τοὺς νέους πληθυσμούς. Δὲν ἦτο δυνατὸν ἂν τινες ἐξ αὐτῶν, (κατὰ λάθος) ἤθελον εὑρεθῇ πρὸ δικαστηρίου, νὰ ἀκοῦν τὰ ἀλαμπουρνέζικα τῆς γλώσσης τοῦ Σαριπόλου καὶ τοῦ Ῥακτιβάν... Δὲν ἦτο δυνατὸν οἱ γόνοι των νὰ «διδάσκονται» εἰς σχολεῖα ὅπου ἀκούεται ἄλλη γλῶσσα ἐξ αὐτῆς ἡ ὁποία εἶναι χρήσιμος διὰ τὸ «γιαπὶ, τὸ πηλοφόρι, τὸ μυστρί». Ὅλα ἐγένοντο ἐπικαίρως καὶ ἐγκαίρως.

Ὅμως ὡς προελέχθη, ἀμυδρὸν φῶς ἀσπαίρει ἐν τῇ σήραγγι.

Ὅλον καὶ περισσότεροι, ὄχι πολλοὶ ἀκόμη, πνευματικοὶ (ἄνευ εἰσαγωγικῶν) ἄνθρωποι, κύπτουν νοσταλγικῶς εἰς τὰ πικρὰ ἀλλὰ νόστιμα χορτάρια τοῦ πνευματικοῦ ἀγροῦ τῆς νεότητός των. Ἀκόμη περιεργότερον, νέοι ἄνθρωποι μηδέποτε μολυνθέντες καθαρολογικῶς ἢ πολυτονικῶς, ἐρευνοῦν καὶ ἀναδιφοῦν εἰς τὸν λειμῶνα τῶν πικρῶν χόρτων, κορεσθέντες ἐκ τῶν καλλιεργημένων γλυκέων πράσων καὶ ἀνθοκραμβῶν τοῦ συγχρόνου πνευματικοῦ σιτηρεσίου καὶ ἀηδιάσαντες ἀπὸ τὰ σύγχρονα σοῦπερ μάρκετ. Κατὰ κανόνα ἄνθρωποι ἐκτὸς τοῦ πρυτανείου τῶν διαφόρων κρατικοδιαίτων φορέων ἐκ-πολιτισμοῦ.

Ἀηδιάσαντες ἐκ τοῦ κοπρῶνος τῶν μέσων. Ἐκ τῶν στροβιλιζομένων χαμερπῶν δερβισσῶν τῶν «παραθύρων» τοῦ ἀνακυκλουμένου, πομφολυγώδους λόγου. Ἐκ τῆς πεντηκοστῆς τρίτης παραστάσεως τοῦ «Κύκλου μὲ τὴν Κιμωλίαν» εἰς τὸ κηποθέατρον τῆς Ἄνω Κορφοφιδίτσης. Ἀηδιάσαντες ἐκ τῶν δημοσίων καὶ ἰδιωτικῶν ὀγκανητῶν καὶ ἐκ τοῦ λυγμώδους προπαροξυτόνου λόγου, ἐκεῖ ὅπου τὸ ἑλληνικὸν οὖς ἀναζητεῖ τὴν φιλήμερον προσῳδίαν τῆς δονουμένης ἠχητικῶς παραληγούσης. Σκούζουν οἱ ψευδοϊερεμίαι διὰ τὰ μάρμαρα τοῦ Παρθενῶνος, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ἐκθεμελιοῦνται καθημερινῶς καὶ κρεουργοῦνται δημόσια σήματα. Χειρότερον ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν σκαπάνην τοῦ Ἐλγίνου εἶναι τὸ νὰ λές˙ «τοῦ δημόσιου πανεπιστήμιου».

Ἂν εἶσαι Ἕλλην «κόρος πατέρων πολιατᾶν», χέσ᾿ τὸν Ἐλγῖνον καὶ τὰ μάρμαρά του, λάβε τὰ σκαπτικὰ σου. Ἡ Πεντέλη σὲ ἀναμένει. Τὸ ἴδιον μάρμαρον εἶναι ἐκεῖ καὶ εἶναι λαλέον καὶ ἔμπνουν. Ἁπλῶς ἐβαρέθη νὰ χρησιμοποιῆται δι᾿ ἀποπάτους, μπανιέρας, ἀηδεῖς ὀρθομαρμαρώσεις καὶ κουασιμώδη «γλυπτά». Ἂν ὑπάρχουν Ἕλληνες, ἂς τὸ ἐξωρύξουν. Ἂς τὸ πλάσουν, ἂς τὸ σηκώσουν ψηλά, εἰς τὸν θλιβερὸν ἐρειπιῶνα τῆς Ἀκροπόλεως. Ἂς τὸ κάμουν πάλιν μετώπας καὶ ζῳφόρους καὶ ἑβδόμην Κόρην τοῦ Ἐρεχθείου. Ὅλα ταῦτα διορθοῦνται καὶ ὑπερυψοῦνται, ἀρκεῖ νὰ στοχευθοῦν, ἀρκεῖ νὰ καταστοῦν ἀναγκαῖα εἰς τὸν καθημερινὸν Νεοέλληνα.

Αυτὸ τὸ ὁποῖον δὲν θὰ διορθωθῇ εὐκόλως εἶναι τὸ νὰ λές˙ «τοῦ δημόσιου πανεπιστήμιου». Τοῦτο πληγώνει καὶ καταστρέφει ὅσον πεντήκοντα Ἀλάριχοι, ἑξήκονται Σῦλλαι, ἑβδομήκοντα Καινιξμᾶρκοι. Ἀποδομεῖ τὰ θείαις χερσὶν δεδομημένα. Εὐτελίζει τὸ ἐπὶ γῆς ἀπείκασμα τῆς ἁρμονίας τῶν οὐρανίων σφαιρῶν. Χαράζει τὸν σπάνιον ἐβονίτην τοῦ ὑπερόχου δίσκου μὲ καρφί. Ξυλάρμενος ἡ λέξις τοῦ Μωραϊτίδου πελαγοδρομεῖ ἄνευ περισπωμένης, ὁδηγουμένη ὑπὸ τῶν κυμάτων τῆς γλωσσικῆς ἀκηδίας εἰς τοὺς ἀπορρώγας τῆς Τσουγκριᾶς. Ἡ θεία ἀσέλγεια τοῦ μεγάλου Ἐμπειρίκου, ὑποχρεοῦται νὰ λαγνουργήσῃ ἐστερημένη τῶν σπουδαίων της συμβόλων τῆς λεκτικῆς χλιδῆς. Αἱ μικραὶ νόστιμοι νεάνιδες τῶν πόθων, ἡ Καρλόττα, τὸ Ῥόδον τοῦ Ἰσπαχάν, ἡ Φλόσσυ, θὰ βιώσουν τὰς ἡδονὰς ὄχι εἰς τὸ δωμάτιον τῶν περιττῶν ὡραίων πραγμάτων, ἀλλὰ ἐπὶ ντιβανοκασέλλας, ἐντὸς ἐμπορορραφείου. Θὰ τοὺς λείψῃ ἡ μπλὲ κομπὰλ κορδέλλα-περισπωμένη. Θὰ χάσουν τὰ κομψοτεχνήματα τῶν βαρειῶν, τὰ ἀραβουργήματα τῶν πνευμάτων. Κανεὶς πιὰ δὲν θὰ καλεῖ μίαν πανέμορφον Ἑλένην μ᾿ ἐκεῖνην τὴν ἡδονικὴν δασύτητα τοῦ Ἑ, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτὴν μᾶς τὴν πῆραν οἱ Ἐλγῖνοι καὶ τὴν τιμοῦν ἀκόμη ἡδονικώτερον, μὲ ὁλόκληρον h ἔμπροσθεν. Καὶ μᾶς τιμωροῦν συνεχῶς καὶ μᾶς περιγελοῦν. Οἱ ἀπόγονοι τῆς Βοαδικείας ἔρχονται εἰς τὰς Athens, τοῦ Βερκικεντόριγος εἰς τὰς Athenes, ὁ μπαρπα-Γιῶργος, ὁ ἀπόγονος τοῦ ἱδρυτοῦ τῶν Ἀθηνῶν, πάει στὴν Ἀθήνα..., τοῦ γ᾿μάρ!