Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Περὶ τῶν «νέων» πόλεων.


Ἀνάμεσα εἰς τὰς λογῆς στρεβλώσεις τὰς ὁποίας ἔχει ὑποστεῖ ἡ, ἄλλοτε, καθαρὰ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα, περιλαμβάνεται καὶ ἡ νοηματικὴ σύγχισις τῆς ἐννοίας «δῆμος» προκειμένου νὰ ἐκφρασθῇ ἡ ἐδαφικὴ καὶ διοικητικὴ ὑπόστασις τῶν κατοίκων μιᾶς περιοχῆς.
Καὶ τοῦτο διότι, ὁ Δῆμος εἶναι ἔννοια ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ὄχι ἐδαφικὴ ἢ διοικητική.
Δῆμον ἀποτελοῦν τὰ φυσικὰ ἐκεῖνα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα διαβιοῦν εἰς συγκεκριμμένην περιοχήν, διασυνδεόμενα μέσῳ κοινῶν τινῶν στοιχείων, βασικῶς πολιτισμικοῦ χαρακτῆρος.
Θὰ ἦτο ἀτυχὲς τὸ νὰ ἐπιδιωχθῇ κάποια προσπάθεια προσεγγίσεως τῆς ἐννοίας ταύτης μέσῳ καὶ τῆς λατινικῆς γλώσσης, διότι ἡ σχεδὸν, φαινομενικῶς, ἀντίστοιχος λέξις τοῦ ἑλληνικοῦ «δήμου», ἡ λέξις plebs, γεν. plebis δὲν ἀντιστοιχεῖ νοηματικῶς, ὡς ἔχουσα συνεσταλμένον σημαινόμενον.
Ὁ ἑλληνικὸς «δῆμος» ἀποτελεῖται καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἐκ τοῦ ἀνθρωπίνου δυναμικοῦ μιᾶς περιοχῆς, συνηρτημένου καὶ ἀλληλοχρέου πρὸς πᾶσαν ὑποχρέωσιν καὶ μετέχον παντὸς δικαιώματος.
Ὁ ῥωμαϊκὸς plebs, ἐκφράζει περισσότερον μίαν ἀποθετικὴν ἐννοιολογίαν τοῦ τύπου «plebes sunt qui non sunt patres», (πληβεῖοι εἶναι ὅσοι ...δὲν εἶναι πατρίκιοι).
Τοῦτο φαίνεται νὰ ἦτο ἀντιληπτὸν καὶ εἰς πολλοὺς δημοσίους ἄνδρας καὶ νομοθέτας ἑνὸς παρελθόντος κατὰ τὸ ὁποῖον ὑφίστατο μία στοιχειώδης ἑλληνικὴ παιδεία καὶ ἐχρησιμοποιῆτο κάποια μορφὴ ἐπισήμου γλώσσης, ἀρκούντως ὁμοιάζουσα πρὸς τὴν ἑλληνικήν.
Ὑπὸ τὴν ἀντίληψιν ταύτην, πλεῖστοι δήμοι, ὡς νομικὰ πρόσωπα, σχεδὸν ἅπαντες, ἀπεκλήθησαν διὰ τοῦ προθέματος «Δῆμος» καὶ τοῦ χαρακτηριστικοῦ τῶν δημοτῶν. Ἐπὶ παραδείγματι «Δῆμος Ἀθηναίων».
Βεβαίως, προέλασαντος ἔκτοτε τοῦ γλωσσικοῦ κρετινισμοῦ εἰς παράλληλον δόλιχον δρόμον πρὸς τὴν ἐν γένει σήψιν τοῦ ἱστοῦ τῆς χώρας μας, προελασασῶν καὶ τῶν λογῆς ἰδεοληψιῶν περὶ μιᾶς «προοδευτικῆς», «δημοκρατικῆς» μορφῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ «κατάχτηση» τοῦ λαοῦ, διὰ τοῦτο καὶ «γνήσια» (!!!), ἔναντι τῆς «ταξικῆς» καθαρευούσης, ἡ ὁποία εἶναι ὄργανον «φτιαχτό» καὶ ἐργαλεῖον τῶν ἐξουσιαστῶν, μετεβλήθη ἐπὶ τὸ ...δημοκρατικώτερον καὶ ἡ ὀνομασία τῶν δήμων.
Πέραν τοῦ ὅτι, ἂν καὶ αἱ Ἀθῆναι, παγκοσμίως γνωσταὶ ὡς AthenS, ὡς AthenES, «συνεμαζεύθησαν» εἰς τὴν «Ἀθήνα», εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν «προοδευτικῶν» ἔγιναν καὶ Δῆμος, ὁ περιβόητος κατὰ τινας «Δῆμος Ἀθήνας».
Καθ᾿ ὅμοιον τρόπον οἱ Πατρεῖς δὲν ἀποτελοῦν πλέον δῆμον. Ὁ, ἄλλοτε, Δῆμος τῶν Πατρέων, τώρα εἶναι «Δῆμος Πάτρας». Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν τὸν ἀποτελοῦν πλέον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὰ Ψηλὰ Ἀλώνια, αἱ ὁδοὶ τῆς πόλεως, ὁμοῦ πρὸς τὸν καθεδρ. Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα καὶ τὴν ἐξόχου νυκτερινῆς ἀπολαύσεως ὁδὸν Γεροκωστοπούλου...
Σκοπὸς τῶν ἀνωτέρω σκέψεων δὲν εἶναι ἡ ἀντικατάστασις τῶν διαλελυμένων διακοπτῶν τοῦ ἡλεκτρικοῦ ἐντὸς οἰκίας ἐν τῇ ὁποίᾳ, ἡ παροχὴ ῥεύματος ἔχει ἀπὸ πολλοῦ διακοπεῖ, οὔτε ἡ ἐγκατάστασις ἀντιπροσωπείας αὐτοκινήτων ἐν τῇ νήσῳ Ὕδρᾳ...
Τὸ πρᾶγμα πηγαίνει ἀλλοῦ, τὰ δὲ προλεχθέντα ἀποτελοῦν πρόλογον ἄλλου σοβαρωτέρου, καθ᾿ ἡμᾶς, θέματος, ἀπὸ τοῦ νὰ προσπαθῇς νὰ παιδεύσῃς γλωσσικῶς τὸ ἀπύθμενον ἔθνος τῶν Balkanskii!
Ἐξηγούμεθα. Κάποτε τὸ δυσῶδες μῖγμα λαϊκισμοῦ, ἀνοησίας, ἐθναρχικῶν παραλληρημάτων καὶ κατεργαριῶν (σχετ. «Ἰωνικὴ Μυθολογία» http://freantles.blogspot.com/2009/04/blog-post_12.html), ἤγαγεν ἑκατομμύρια ὁμογενῶν Ἑλλήνων ἐντὸς Ἑλλάδος, ὑπὸ τὸν τετιμημένον καὶ συγκινητικὸν τίτλον τοῦ πρόσφυγος, ἐν τοῖς πλαισίοις ἑνὸς γενικοῦ «συμμαζέματος» τοῦ ἀτάκτως διεσκορπισμένου Ἑλληνισμοῦ.
Οὗτοι οἱ προοδευτικῶς καὶ μετὰ πᾶσαν μεγάλην διπλωματικὴν ἢ στρατιωτικὴν ἐπιτυχίαν τῶν Balkanskii «συμμαζευθέντες» Ἕλληνες, νοσταλγοῦντες σφοδρῶς τὰ «μέρη» των ἐδημιούργησαν, κυριολεκτικῶς ἐκ τοῦ μηδενός, τὰς νέας των ἑστίας ὀνομάσαντες αὐτὰς διὰ τῶν ὀνομάτων τῶν παλαιῶν των πόλεων καὶ χωρίων προσθέσαντες πρὸ αὐτῶν τὸ χαρακτηριστικὸν «Νέα», ἤτοι, Νέα Σμύρνη, Νέα Μηχανιώνα, Νέα Καρβάλη κ.ο.κ..
Λογικὸν, δύναταί τις εἰπεῖν, ἂν ληφθῇ ὑπ᾿ ὄψιν τὸ ὅτι, οἱ πρῶτοι προσφυγόντες ἐν Ἑλλάδι ἐμπερίστατοι ὁμογενεῖς, ἐθεώρουν ὡς προσωρινὴν τὴν κατάστασίν των, φρονοῦντες  ὡς πιθανωτάτην τὴν ἐπαναγωγὴν των οἴκαδε.
Βεβαίως ὁ «Ἐθνάρχης», διὰ τῆς φρικαλέας Συνθήκης τῆς Λωζάννης, ἐνεταφίασε πᾶσαν ἐλπίδα τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ἀπομεινάντων τῶν τοπωνυμίων αὐτῶν ὡς τραγικῆς ὑποστάσεως ὀνομασιῶν, μιᾶς νέας πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἀντιστοιχεῖ κάτι τὸ παλαιόν!
Οὔτω, δεδομένου ὅτι ἀπὸ τοῦ 1922 καὶ ἐντεῦθεν, Σμύρνη δὲν ὑφίσταται, ἀλλὰ Ἰζμίρ, ὁ ὅρος Νέα Σμύρνη εἶναι ἀνυπόστατος.
Ἡ «Σμύρνη», δηλαδὴ οἱ κάτοικοί της διὰ τοὺς ὁποίους ἦτο Σμύρνη, «συνωστισθέντες» μετᾤκισαν ἐν τῇ Ἀτθίδι, συμπήξαντες νέον πόλισμα.
Ἀπέμειναν οἱ κάτοικοι τῆς Ἰζμίρ, οἵτινες οὐδόλως θέλουσιν ἀκούειν τι περὶ «Σμύρνης».
Ἄρα ἐν Ἀττικῇ μετεφέρθη, αὐτὴ αὕτη Η ΣΜΥΡΝΗ, ὁ ΔΗΜΟΣ δηλαδὴ τῶν Σμυρναίων, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, διὰ τοὺς ὁποίους ἡ Ἰζμὶρ ἦτο Σμύρνη.
Πρὸς τὶ λοιπὸν τὸ «Νέα»; Τὶ ὑπηρετεῖ;

ΠΡΟΤΑΣΙΣ:
Ὁ γράφων φρονεῖ καὶ προτείνει, ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ τῆς νέας (ἐξ ἴσου γελοίας) προσπαθείας  τῶν Balkanskii ἀναδιατάξεως τοῦ αὐτοδιοικητικοῦ χάρτου τῆς χώρας, νὰ καταργηθῇ πᾶσα σύνθετος όνομασία τοῦ τύπου «Νέα ....».
Πρακτικῶς τοῦτο θὰ τονίσῃ τὴν οὐσιαστικὴν συνέχειαν ἑνὸς πολιτισμοῦ, ὅστις ὑπῆρξε σπουδαιότερος ἐκείνου τῆς «μητρὸς πατρίδος», ἀνθρώπων ὅμως οἱ ὁποῖοι ἐφάνησαν ὑποδεέστεροι εἰς ἐπαναστατικότητα καὶ ἀπροσμένως προσκεκολημμένοι εἰς ἐμμόνους ἰδέας καὶ ἐλπίδας ἐπιβιώσεως ἐντὸς τοῦ ἐλεεινοτέρου γένους ἀνθρώπων (;), ὅπερ ἐφάνη ἐπὶ γῆς.
Θὰ ἦτο μεγάλη ἰκανοποίησις διὰ πάντα Ἕλληνα, ὄχι Balkanski, μία τέτοια ἐξέλιξις νὰ διαταράξῃ τὸ «καλὸν κλῖμα» μεταξὺ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς γείτονος.
Νὰ εἴδωμεν ἐπιτέλους τὸν δήμαρχον τῆς Ἰζμὶρ νὰ σέρνεται εἰς τὰ διεθνῆ δικαστήρια καὶ τὰς διαιτησίας, μαινόμενος κατὰ τοῦ δημάρχου τῆς Σμύρνης.
Τοῦτο, πέραν τῶν «δυσκολιῶν είς τοὺς χειρισμοὺς» τὰς ὁποίας θὰ σωρεύσῃ εἰς τὰ κυβερνητικὰ νευρόσπαστα τῶν Balkankii, πέραν τῆς ἰκανοποιήσεως πολλῶν Ἑλλήνων, θὰ ἀνακόψῃ ἐπὶ τέλους ὅλην τὴν εὐφορίαν τῆς «ἀμοιβαίας κατανόησης» τῶν δύο λαῶν καὶ θὰ κάνῃ τὰ ἀπολειφάδια τοῦ βυζαντινοῦ στέιτ ντηπάρτμεντ τῆς Ἀγκύρας, νὰ αἰσθανθῶσι τὴν γλύκαν τοῦ «Μακεδονικοῦ Προβλήματος», τὴν γλύκαν νὰ σοῦ κλέπτουν  τὸ ὄνομά σου.
Ἂν «αὐτοὶ» μᾶς χορεύουν διὰ τοῦ ἐνδεχομένου «ἀνοίγματος» μιᾶς θεολογικῆς σχολῆς, ἂν μᾶς χοροπηδοῦν μὲ μίαν ἀρχιερατικὴν λειτουργίαν εἰς κάποια κορφοβούνια τῆς Καρδουχίας, ἂν μᾶς «παίζουν» μέσῳ ἑνὸς πλυντηρίου μαύρου χρήματος, ὅπερ φέρει τὸν γοητευτικὸν τίτλον Φανάρι, ἂς κάμωμεν καὶ ἡμεῖς κάτι. Τοῦτο, ἀποκτᾶ μείζονα σημασίαν, καθ᾿ ὅτι (φαινομενικῶς) τὸ κτηνῶδες κεμαλικὸν κράτος καταπίπτει, ἀνατέλοντος τοῦ νέου σουλτανάτου, μήπως καὶ χαλιφάτου;
Ἀφοῦ δὲν δυνάμεθα νὰ τοὺς στείλωμε τὸν «Ἀβέρωφ», ἀφοῦ δὲν δυνάμεθα νὰ τοὺς ζητήσωμε πίσω τὸν Ὀτσαλάν, ἀφοῦ δὲν εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ διοργανώσωμε καλλιστεῖα εἰς τὰ Ἴμια, ἂς τοὺς πετάξωμεν εἰς τὰ μοῦτρα τὸν Δῆμον Μηχανιώνας, Μάκρης, Ἀρτάκης, Φωκαίας...
Γνωρίζω ὅτι ἂν ἤθελε συμβῇ τοιοῦτον τι, θὰ «δημιουργούσαμε προβλήματα» εἰς τὸν Παναγιώτατον.
Οἱ φαναριωτικοὶ (τότε περὶ τὴν 10ετίαν 1920-30) κύκλοι εἶχον μεθοδεύσει καὶ ὑπαγορεύσει τὴν λύσιν τῆς «Νέας Φιλαδελφείας». Τοῦτο διότι, ἂν δὲν τὸ γνωρίζητε, μάθετε, ὑφίσταται (ὑπὸ τὸν Παναγιώτατον) ἐπίσκοπος Φιλαδελφείας καὶ ἂς μὴν ὑφίσταται Φιλαδέλφεια...!
(Κατὰ τὰ ἀνωτέρω ὅμως, Φιλαδέλφεια ὑφίσταται ἐφ᾿ ὅσον οἱ ἐπιζήσαντες τῶν «συνωστισμῶν» Φιλαδελφεῖς ἔχουσι προσφύγει εἰς ἄλλην γῆν, ἔνθα συνῳκίσθησαν ἐν φόβῳ Θεοῦ, πίστει Ἰησοῦ Χριστοῦ, κοινωνίᾳ Ἁγίου Πνεύματος, ἑλληνίδι γλώσσῃ καὶ ἑλληνικῷ φρονήματι).
Θυμηθῆτε φίλοι τοὺς Ἀθηναίους, δεδιωγμένους ἐκ τοῦ Δαιμονίου των Πτολιέθρου ὑπὸ τοῦ θεοστυγοῦς Ξέρξου. Θυμηθῆτε τὴν ἀποστόμωσιν τοῦ ἰταμοῦ Κορινθίου ὑπὸ τοῦ Θεμιστοκλέους, ὅταν οὗτος ἀπεκάλεσε τοῦς Ἀθηναίους πρόσφυγας ναυβάτας, ...ἀπάτριδας!

Ὁ Αἰνείας μετὰ τῆς οἰκογενείας καὶ τῶν ἐφεστίων του, ἀφήνει τὴν «συνωστιζομένην» Τροίαν. Τὸ «Νέον Ἴλιον» δὲν ἔγινεν ἀποδεκτόν. Ἀντ᾿ αὐτοῦ προέκυψεν ...ἡ Ῥώμη!

Μία τοιαύτη ἀνατροπὴ, ὡς ἡ προτεινομένη, πέραν τῶν πονοκεφάλων εἰς τοὺς ταταρομογγόλους γείτονας, θέλει ἐπιφέρῃ καὶ ἀνακατατάξεις εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν σκακιέραν. Αὐτομάτως, αἱ ἑπτὰ Ἐκκλησίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, ἤθελον περιέλθῃ ὑπὸ τὴν Αὐτοκέφαλον Ἑλλαδικὴν Ἐκκλησίαν.
Καὶ ὡς γνωστόν, ἡ Ἐκκλησία αὕτη δὲν διοικεῖται μόνον ὑπὸ ὀσφυοκαμπτῶν... Ἐνίοτε ἀναθρώσκουν καὶ λέοντες!
Ὅσοι τὸ διαβάσατε, σκεφθῆτε το.
Ὅσοι τὸ σκεφθῆτε, ἐπεξεργασθῆτε το.
Ὅσοι δὲν τὸ θεωρεῖτε πομφόλυγα, προωθῆστε το.
Εἰς δημάρχους, κοινοτάρχας, καλλικράτας, δεσποτάδες κ.ο.κ.