Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Στὰ Ὄρη τῆς Ἀπάτης.


Μικροὶ φαντάζουμε στὸν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ.
Τὰ μάτια μας συνήθισαν νὰ μὴ κοιτάζουν τὴν κορφή.
Κι ἀφήσαμε σιγὰ σιγά νὰ θρονιαστοῦν ἐκεῖ,
ἀπατεῶνες, σάν ὀλύμπιοι θεοί.
Μία μεγάλη μηχανὴ μ᾿ ἀνεξηγήτων γραναζιῶν περιστροφές,
Ἀπ᾿ τῶν βουνῶν τίς ἀκοίταχτες κορφές,
ζητάει τὰ κεφάλια μας σκυφτά,
κρατώντας τὰ μάτια μας κλειστά.
Κατὰ καιροὺς κάποιοι σηκώνουν τὸ βλέμμα τους ψηλά,
-προσέχοντας ὅμως νἄχῃ συννεφιά-
γιὰ νὰ μὴ δοῦνε τῶν ψεύτικων θεῶνε τὶς μορφὲς
Συνάμα ὅμως γιὰ νὰ ποῦν,
πὼς τόλμησαν κι ἀντίκρυσαν ἐκεῖνες τὶς κορφές.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Ἐς Μακεδνὴν γῆν. 422 π.Χ.


Ἔπεσαν γενναίως μαχόμενοι. Δαφνοστεφεῖς ἀμφότεροι. Κλέων ὁ «δημαγωγός» καὶ ὁ μεγάθυμος Βρασίδας.
«Ῥατσιστὴν» θὰ τὸν ἔλεγον σήμερον τὰ ὀρθοπολιτικὰ κονδυλώματα, ἐπειδὴ ξεκινώντας τὸν λόγον του πρὸς τούς σκιαγμένους Σπαρτιάτας, ἐκεῖ, μακρὰν τοῦ Μορέως ἔφα:
«...Ἄνδρες Πελοποννήσιοι, ἀπὸ μὲν οἵας χώρας ἥκομεν, ὅτι αἰεὶ διὰ τὸ εὔψυχον ἐλευθέρας, καὶ ὅτι Δωριῆς μέλλετε Ἴωσι μάχεσθαι, ὧν εἰώθατε κρείσσους εἶναι, ἀρκείτω βραχέως δεδηλωμένον· τὴν δὲ ἐπιχείρησιν ᾧ τρόπῳ διανοοῦμαι ποιεῖσθαι, διδάξω, ἵνα μή τῳ τὸ κατ' ὀλίγον καὶ μὴ ἅπαντας κινδυνεύειν ἐνδεὲς φαινόμενον ἀτολμίαν παράσχῃ...».

Ἐκεῖ, στὴν Ἀμφίπολιν, στὴν Νέαν Πέραμον πού λένε οἱ Μακεδόνες, ἐτάφη. Ἀλλ᾿ οὐκ ἐλησμονήθη. Είς τὰ 1976 μ.Χ. εὑρέθη κι ὁ τάφος του ἀκέραιος καὶ ὁ Βρασίδας μεσ᾿ στὸ κιβούρι του συγκόκκαλος.
Κι ὁ μέγας Κλέων, τῆς Σφακτηρίας ὁ πορθητής, ἐκεῖ τριγύρω θἄναι.
Ὅπως ἐκεῖ πλανῶντ᾿ ἀερικῶς τὰ ὄμορφα ὀνόματα τῶν μονοιασμένων «Δωριέων» καὶ «Ἰώνων», εἰς μιὰν -ματαίαν- ἀκόμη πεντηκοντοῦτιν (!) σπονδήν:
«...ταῦτ' οὖν ἀμφοτέροις αὐτοῖς λογιζομένοις ἐδόκει ποιητέα εἶναι ἡ ξύμβασις...».

Κι ὁ ἀγαθὸς τοῦ Νικηράτου γυιὸς, «...Νικίας μὲν βουλόμενος, ἐν ᾧ ἀπαθὴς ἦν καὶ ἠξιοῦτο, διασώσασθαι τὴν εὐτυχίαν, καὶ ἔς τε τὸ αὐτίκα πόνων πεπαῦσθαι καὶ αὐτὸς καὶ τοὺς πολίτας παῦσαι καὶ τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄνομα ὡς οὐδὲν σφήλας τὴν πόλιν διεγένετο, νομίζων ἐκ τοῦ ἀκινδύνου τοῦτο ξυμβαίνειν καὶ ὅστις ἐλάχιστα τύχῃ αὑτὸν παραδίδωσι, τὸ δὲ ἀκίνδυνον τὴν εἰρήνην παρέχειν...».
Κι ἔτσι πού λέτε:
«...Σπονδὰς ἐποιήσαντο Ἀθηναῖοι καὶ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι κατὰ τάδε, καὶ ὤμοσαν κατὰ πόλεις. Περὶ μὲν τῶν ἱερῶν τῶν κοινῶν, θύειν καὶ ἰέναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ θεωρεῖν κατὰ τὰ πάτρια τὸν βουλόμενον καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν ἀδεῶς. τὸ δ' ἱερὸν καὶ τὸν νεὼν τὸν ἐν Δελφοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Δελφοὺς αὐτονόμους εἶναι καὶ αὐτοτελεῖς καὶ αὐτοδίκους καὶ αὑτῶν καὶ τῆς γῆς τῆς ἑαυτῶν κατὰ τὰ πάτρια...».

Τὶ τὰ λέγω ὅμως ἐτοῦτα; Ἀφοῦ ἄλλοῦ βρίσκεται τὸ ζουμί;
Καὶ ἅπασα ἡ ἑλληνικὴ ὡραιότης, τὸ Κάλλος πού λέγουν οἱ σοφοί, εἰς τὰ ὀνόματα τῶν συσπόνδων κρύπτεται καὶ δὲν κρύπτεται:
«...ἄρχει δὲ τῶν σπονδῶν <ἐν μὲν Λακεδαίμονι> ἔφορος Πλειστόλας Ἀρτεμισίου μηνὸς τετάρτῃ φθίνοντος, ἐν δὲ Ἀθήναις ἄρχων Ἀλκαῖος Ἐλαφηβολιῶνος μηνὸς ἕκτῃ φθίνοντος. ὤμνυον δὲ οἵδε καὶ ἐσπένδοντο.
Λακεδαιμονίων μὲν <Πλειστοάναξ, Ἆγις,> Πλειστόλας, Δαμάγητος, Χίονις, Μεταγένης, Ἄκανθος, Δάιθος, Ἰσχαγόρας, Φιλοχαρίδας, Ζευξίδας, Ἄντιππος, Τέλλις, Ἀλκινάδας, Ἐμπεδίας, Μηνᾶς, Λάφιλος. Ἀθηναίων δὲ οἵδε. Λάμπων, Ἰσθμιόνικος, Νικίας, Λάχης, Εὐθύδημος, Προκλῆς, Πυθόδωρος, Ἅγνων, Μυρτίλος, Θρασυκλῆς, Θεαγένης, Ἀριστοκράτης, Ἰώλκιος, Τιμοκράτης, Λέων, Λάμαχος, Δημοσθένης...».
Θεέ τῶν Οὐρανῶν!
Πῶς ἔδωκες τόσην λεκτικὴν Ὀμορφιὰν καὶ τόσην ποίησιν εἰς τόσον κακορρίζικον τόπον;

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Θηβαϊκὴ Νεκρόβιβλος.

Θηβαϊκὴ Νεκρόβιβλος.

Εἰς τὸ τέλος· ὑπὲρ τῶν υἱῶν Κορέ, ὑπὲρ τῶν κρυφίων ψαλμός.

Ψαλμός, με΄

Ἔρχοντ᾿ ἀνάλαφρα σεμνὰ οἱ μοναχοί,

σὰν λύκοι καλοκάγαθοι χαμένων παραδείσων,

σὲ ἥρεμες μονιές λησμονημένες.

σὲ μιὰ μικρὴ πεδιάδα τῶν Θηβῶν.

Πάντα δεόμενοι γιὰ τῶν κακούργων τὲς ψυχές.

Ὁ γέρων Ἰωὴλ ἐκλιπαρεῖ, γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Καπανέως

ποὺ κεραυνὸς τὸν ἔκαψε, στ᾿ ἄη Γιαννιοῦ τὴ μέρα

ποὺ κληδωνίζουν οἱ πυρές.

Ὁ γέρων Ματθαῖος, ἔνδακρυς στὰ γαλανὰ του μάτια,

γιὰ τοῦ Ἀδράστου δέεται τὴν ἕρμη τὴν ψυχή.

Ὁ Γέρων Βαρσανούφιος ἐκεῖθε θυμιατίζει

μορμύρων τὸν ψαλμὸν σαρανταπέντε,

γιὰ τοῦ Τυδέως τὴν βασίλειον ψυχήν.

Ὁ Γέρων Νεῖλος στ᾿ Ἀμφιαράου τὴν μνήμην κολυββίζει,

ποὔφυγ᾿ ὁλόσωμος σὰν κεῖνον τὸν Θεσβίτην,

(ἀπὸ τὴν Θίσβην δηλαδὴ πιό δίπλα, τὸν Ἀρβανίτην, τὸν βιβλικὸν νταῆν).

Ὁ Γέρων Παρθένιος παλιὸς πλωτάρχης,

προτοῦ ντυθῇ στοῦ πένθους τὴν ἐσθῆτα,

Παρθενοπαῖον μνημονεύει.

Ὁ Γέρων Ζώσιμος (παλιὸς Κατουνακιώτης),

δυὸ λόγια μόνον λέγει στοῦ Ἱππομέδοντος τὴν μνήμη.

«Κύρι᾿ ἐλέησον».

Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀντίγονος, παλιὸς κοινοβιάτης,

κρυφὰ στὰ ξημερώματα προτοῦ σημάνει ὄρθρος,

φορεῖ μὲ βιάση τὸ παλτώ, -παλιό ἀπό τσόχα μαύρη-

καὶ βγαίνει παραέξω.

Κοντὰ στὴν Ἐθνικὴν Ὁδό, πρὸς τὸ Νεοχωράκι,

Τύμβος μικρὸς εὑρίσκεται σπαρμένος μὲ τριφύλια.

Ἐκεῖ ὁ γέρων δέεται μὲ δάκρυα στὰ μάτια.

Γιὰ μιὰ ψυχὴ πού ἄλλοτε τὴν λέγαν Πολυνείκη.

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Οἱ Προσκυνηταί.


Necesse est enim, si in conspectum veneris, 
venerari te regem (quod προσκύνησιν illi vocant).

Προσκυνηταί τοῦ Λυκόφωτος.
Βαδίσαμε πολὺ ὥσπου νὰ φθάσωμεν ἐκεῖ
ποὺ ἡ ἄσφαλτος ἀνθίζει,
βρεγμένη μὲ ψεκάδες ἀπὸ δάκρυα κι ἱδρῶτες.
Προλάβαμε στὸ τσάκ τὸν λιτὸν Ἑσπερινό.
Στὸν Καθεδρικὸ τῆς Ἑρημιᾶς,
μὲ τὰ θυμάρια καὶ τὶς ῥίγανες.
Κάποιοι εἴχανε στρώσει τὶς πλάκες τὶς παλιὲς,
μὲ φασκόμηλα κι ὑσώπους,
δυσωπούντας τὶς ὀργές παλιῶν θεῶν
βιαίως ἐξωσμένων.
Ποὺ οἱ μορφὲς των διακρίνονται ἀχνά,
Στὶς ὑγρασίες τοῦ θόλου τοῦ παλιοῦ,
μ᾿ ἀσβέστες ξεφτισμένους.
Δὲν τελειώνει ποτὲ αὐτὸς ὁ Ἑσπερινός.
Ἀφοῦ κι ἡ νύχτα μας ἀτέλειωτη ᾿ναι πιά.
Δὲν τελειώνουν οἱ ψαλμοί.
Δὲν κοιμοῦνται τῆς νύχτας οἱ θαμῶνες.
Ὀχιές ποὺ μπαινοβγαίνουν σὲ λαγούμια.
Γλαῦκες σέ δόξα νυκτιπόλον,
Κραδαίνουν ἀσάλευτα ζουλάπια
Κι οἱ γρῦλλοι δοξάζουν τοῦ μανδύου μας
τὶς ἀχιβάδες τὶς λευκές.
Ὅλοι μαζί, ὁμόκαρδοι (τὶ λέγω; Σύγκαρδοι)!
Ἀπὸ τὴν Κομποστέλλα καὶ τὴ Λούρδη,
ὡς τὶς ἑρμιὲς τῆς Πετραίας Ἀραβίας.
Σ᾿ ἕνα προσκύνημα δίχως τελειωμό.
Μακριὰ ἀπὸ θάλασσες, καράβια
καὶ γλήγορους συρμούς.
Μακριὰ ἀπ᾿ ὅ,τι δὲν πληγώνει τὰ ποδάρια μας.
Μακριὰ ἀπ᾿ ὅ,τι ἀπειλεῖ νὰ μᾶς φέρῃ πιὸ γοργά,
στὸ τέλος τῆς πορείας.
Λατρευτὲς τῶν Ἑσπερινῶν
καὶ τῶν μισερῶν χαρῶν.
Λιτανεύουμε νεκροὺς συνοδοιπόρους.
Δὲν ἀφήνουμε πίσω μας νεκρούς.
Τοὺς σέρνουμε μαζί μας.
Σὲ φορεῖα φκειαγμένα μὲ ῥαβδιὰ προσκυνητῶν
καὶ μὲ ταμπάρα ξεβαμμένα.
Δὲν λειώνουν δὲν σαπίζουν ἐτοῦτοι οἱ νεκροί.
Ἀσάπιστους τούς κρατοῦν οἱ ἀφηγήσεις
κι οἱ νέοι ψαλμοί,
ὅπου γεννιοῦνται κάθε βράδι
ἀπὸ φωτιὲς ὁλόγυρα, μὲ λύκους φιλικούς
καὶ γαλαξίες νέους κεῖ ψηλά.
Σὰ στοιχειωμένο λουναπάρκ,
μὲ ὄμορφες κοπέλες πού γεμίζουνε ντουφέκια μέ ἀέρα.
Καὶ μᾶς καλοῦν νὰ ῥίξουμε στὸν στόχο.
Κι ἄμα πετύχουμε, μᾶς δίνουνε φιλιά,
Κι ἄν ὄχι, μᾶς δίνουνε τὶς ἴδιες.
Κι ἐμεῖς τὶς παίρνουμε μαζί μας,
Στοῦ προσκυνήματος τὸ δρόμο,
Μέχρι νὰ μάθουνε τὶς ἱστορίες μας.
Μέχρι νὰ φθάσουνε μαζί μας,
Ἐκεῖ π᾿ ἀνθίζει ἡ ἄσφαλτος.
Μὲ τὰ νεκρὰ τ᾿ ἁμάξια στὰ πρανῆ,
Μπεμβέ καὶ Μερσεντές καὶ Χόντα.
Αἰῶνες ἀφημένα σὲ πρατήρια στεγνά.
Μὲ μάνικες σὰ φίδια πετρωμένα.
Κι οἱ ὁδηγοὶ στραμμένοι πρὸς τὸν δρόμο,
Κοιτάζουν μὲ τεθνεώτας ὀφθαλμούς.
Μὲ ῥάδια ἀναμμένα πού παίζουν μαζί
(ὅλα μαζί) ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὰ τὰ παραθύρια,
«Σονάτες Σεληνόφωτος» καὶ νεκρικὰ ραγκτάιμ.
Τὶς νύχτες ἀνάβουν πλαφονιέρες,
Μὴ καὶ δὲν φαίνονται τ᾿ ἄσπρα τους τὰ δόντια.
Οἱ νεκροὶ μας ταράζονται πολύ.
Σαλεύουν στούς μανδύες.
Καὶ τὰ κορίτσια, «ξεκαθαρίζουνε τὴ θέση τους»!
-Θὰ σᾶς ἀφήσουμε στὸ παραπέρα λουναπάρκ.
Δὲν ἦταν γιὰ μᾶς ἐτοῦτες οἱ πορεῖες.
Δὲν ἦσαν γιὰ μᾶς τέτοιοι Ἑσπερινοί.
Ἄντε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ!
Μᾶς ἔλειψε τὸ λῖπος στὴν τροφὴ μας.
Χορτάσαμε χόρτα κι ὑποσχέσεις.
Καὶ πάντα φεύγουν.
Καὶ μένουμε τὶς νύχτες στὰ ξωκκλήσια,
Μὲ τὶς μνῆμες των νὰ σκαρφαλώνουν καὶ νὰ χάνωνται,
Στοὺς νέους Ἑσπερινοὺς μας Γαλαξίες.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Περὶ τῆς ''σοβαρότητος'' ἐνίων πραγμάτων.

Αὐτὴ ἡ ἐξοργιστικῶς ἀντιφατικὴ φράσις τοῦ Γάλλου στοχαστοῦ μὲ ἔβαλε σὲ διάφορες σκέψεις - σπαράγματα ἐκ τῆς ...νιτσεϊκῆς μου περιόδου.
Ὁ «δυνατὸς ἄνθρωπος» -τὸ μυαλὸ μου πάει σ᾿ ἕναν Σιγισμόνδον Μαλατέσταν, σ᾿ ἕναν Ψελλόν, ἢ σ᾿ ἕναν Βαλλενστάιν-, βασικῶς δὲν «παίρνει» ὅλα τὰ πράγματα «στὰ σοβαρά».
Ὡρισμένα μπορεῖ νὰ τὰ πάρῃ ΚΑΙ στὰ σοβαρά.
Ἐπειδὴ ὁ δυνατὸς ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ ξεχνᾷ, εἶναι καὶ ἱκανὸς νὰ ὑπόσχεται. Ἄλλωστε τὶ εἶναι ἡ «τήρησις» μιᾶς ὑποσχέσεως, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ ἀνάμνησις μιᾶς θελήσεως;
Μήπως τὸ νὰ μπορῇς νὰ ἐγγυηθῇς γιὰ τὸν ἑαυτὸν σου, δὲν ὑποδηλώνει τὴν δυνατότητὰ σου νὰ τὸν ἐπιδοκιμάζῃς;
Ὁ ἀριστοκρατικὸς - «δυνατὸς» ἄνθρωπος, πιστεύει τόσον πολὺ εἰς τὰς δυνατότητάς του, ὥστε νὰ ἀγνοῇ τὴν λέξιν «ὄχι». Εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς συγκαταθέσεως, ποὺ συνήθως καταστρέφεται ἐκ τῆς συντονισμένης δράσεως τῶν «μικρῶν», λόγῳ τῆς ἀμνησικακίας του, ἀλλὰ - κυρίως στὰς προσωπικὰς του σχέσεις- καὶ ἐκ τῆς ἀσυγχωρησίας τῶν μικρανθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν διαφορετικῶς τὴν χρονικὴν «ἀσυνέπειάν» του.
Ἀντιθέτως, ὁ μνησίκακος, ὁ «ἄνθρωπος - Ὀχι» δὲν λησμονεῖ τίποτε, ἐπειδὴ μόνον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ τὸν βασανίζει ἀκαταπαύστως μένει στὴν μνήμη του, σβήνοντας μὲ μίσος ὅ,τι ἄλλο.
Ὁ δυνατὸς ἄνθρωπος εἶναι μιὰ διαρκὴς κατάφασις, ἕνα ἀκατάπαυστον ΝΑΙ πρὸς τὸν κόσμον καὶ τὴν ζωήν, ἐπειδὴ ἐπιδοκιμάζει -ἴσως μέχρις ναρκισσισμοῦ- τὸν ἑαυτὸν του. Ἔχει ἕνα «γνῶθι σεαυτὸν», ὄχι ἐπειδὴ κάποιοι παιδαγωγοὶ καὶ «ὁδηγοὶ» τοῦ ὑπέδειξαν τὸν τρόπον, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτοερευνήθηκε καὶ ποτὲ δὲν εἶδε μὲ τρόμον καὶ ἀποστροφὴν τὸ παρελθὸν του καὶ τὴν «Ἱστορίαν» του.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Ἕνας οἶνος διὰ ...μοναχικοὺς (ἱπ) πότας.

 (Ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ ὑπὸ κατάρτισιν δοκιμίου μου  «Ἡ Ἀνισταμένη Ἱπποσύνη».

...Ἕνα ἀσφαλέστατον κριτήριον διακρίσεως ἑνὸς -ἁπλῶς- Ἀξιοπρεποῦς ἀνθρώπου ἔναντι ἑνὸς Ἀξιοπρεπεστάτου ἀνθρώπου, εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς:
Ὁ πρῶτος οὐδέποτε θὰ «φάγῃ» ἐκεῖ ὅπου «ἔπτυσε», ὅσον καὶ ἂν τὸ «ἐκεῖ» ἔχει καθαρισθῇ καὶ εὐτρεπισθῇ. 
Ὁ δεύτερος, -ἐπὶ πλέον-, δὲν θὰ «πτύσῃ» ποτὲ ἐκεῖ ὅπου «ἔφαγε», ὅσον καὶ ἂν τὸ «ἐκεῖ» ἔχει αὐτεξευτελισθῇ.
Ἡ ἀηδία εἶναι μιὰ φυσικὴ ἀντίδρασις, σχεδὸν ἐμπίπτουσα εἰς τὰ ἐρεβώδη βασίλεια τῶν ἐνστίκτων, συντρέχουσα ἐνίοτε τὴν αἰσθητικὴν μας, ὅταν ἡ λογικὴ μας ἀπεργεῖ.
Μεγαλοψυχία  ἔναντι τοῦ αὐτεξευτελιζομένου εἶναι ἕνα καθαρῶς ψυχικὸν δώρημα, ἱσταμένη ἀτάραχος πρὸ τῆς ἐκπτώσεως ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐξυψώθησαν, ἐλατρεύθησαν, ὑπερεξετιμήθησαν.
Δὲν ἀποτελεῖ τὴν φενάκην ἑνὸς ἀναδρόμου καὶ ἀνοήτου ἐξωραϊσμοῦ, πρὸς κάποιον ὁ ὁποῖος ἐπέλεξε νὰ ἐκπέσῃ, ἐπειδὴ δὲν ἠδυνήθη νὰ παραμείνῃ ἐπὶ πολὺ ὀρθός.
Ἂν συνέβαινε αὐτό, θὰ ἦτο ἄνευ ἀξίας διὰ τὸν Ἀξιοπρεπέστατον, ἐπειδὴ αὐτὸς θὰ ἐκινῆτο ἐκ ταπεινῶν ἐλατηρίων αὐτοδικαιολογήσεώς του διὰ τὸ ὅτι κάποτε ἐπέλεξε νὰ τιμήσῃ τὸν πεσόντα, ὅτε αὐτὸς ἠδύνατο, ἢ προσεπάθει νὰ ἵσταται ὀρθός.
Ὁ Ἀξιοπρεπέστατος εἶναι «ἀριστοκράτης» καὶ ὡς τέτοιος φορεῖ μιὰν ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος ἐμφανεστάτην ἠθικὴν πανοπλίαν, ἔναν «ἐξωσκελετὸν» ὅπως θὰ ἔλεγον οἱ ἐντομολόγοι.
Αὐτὴ ἡ πανοπλία -διὰ νὰ τιμήσωμε καὶ ὁλίγον τὸν Λατῖνον Λόγον- εἶναι ἡ  Magnanimitas, ἡ Μεγαλοψυχία. 
Ἡ Μεγαλοψυχία εἶναι μιὰ θυελλώδης ἐσωτερικὴ δύναμις, ἡ ὁποὶα στερεῖ σαρωτικῶς κάθε εἴτε ἐγγενῆ, εἴτε ἐπίκτητον δυνατότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας νὰ παράγῃ, νὰ ἐπεξεργάζηται, νὰ μεταδίδῃ ταπεινὰς σκέψεις, χυδαίους λογισμούς καὶ κατήγορον λόγον.
Ὁ Ἀξιοπρεπέστατος αἰσθάνεται τόσον ἰσχυρὸς ἐν τῇ κραταιότητι αὐτοῦ τοῦ ἐξωσκελετοῦ τῆς Μεγαλοψυχίας, ὥστε νὰ ἀρνῆται ἀκόμη καὶ αὐτὴν ταύτην τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ ἑαυτοῦ του, ὡς ἕνας εὐγενὴς ῥαπιζόμενος ὑπὸ τινος χυδαίου, ἀπαξιεῖ νὰ τὸν καλέσῃ εἰς ...μονομαχίαν.
Magnanimitas ὅμως, κεκλεισμένη ἁπλῶς εἰς τὰ Ἅγια τοῦ Ἱεροῦ τῆς Καρδίας μας, παραμένουσα ἀνεκδήλωτος καὶ κάθειρκτος τῆς μονώσεως καὶ τῆς φυγῆς μας, τρέπεται εἰς αὐτοκαταναλωτικὴν ματαιότητα.
Ζητεῖ διέξοδον καὶ ἐκδήλωσιν τόσον ἐντόνως, ὅσον καὶ ἡ κακία ἐντὸς τοῦ μοχθηροῦ καὶ χαμερποῦς ἀνθρώπου.
Ἡ ἐκδήλωσις αὐτὴ εἶναι ἡ περίφημος Clementia, ἡ καθ᾿ ἡμᾶς Ἐπιείκεια, ἔννοια ἄγνωστος εἰς τὰς κατωτέρας ψυχάς.
Ἡ σχεδὸν ...μυητικὴ λογικὴ τοῦ Ἀριστοτέλους εἰς τὰ «Ἠθικὰ Νικομάχεια», εἰς μιὰν ἐκτεταμένην ἐξέτασιν τῆς Ἐπιεικείας, λέξεως ἐτυμολογουμένης διὰ τῆς ἐμπροθέτου λέξεως ἐπὶ καὶ «εἰκής» -μετοχῆς τοῦ ῥήματος ἔοικα-, καλύπτει πλήρως καὶ ἐπεξηγεῖ ἐναργῶς τὴν φυσικὴν αὐτὴν ἐκδήλωσιν τῆς Μagnanimitatis.
Καὶ τὴν καλύπτει, παρουσιάζων αὐτὴν ὡς «...ταὐτὸν ἄρα δίκαιον καὶ ἐπιεικές, καὶ ἀμφοῖν σπουδαίοιν ὄντοιν κρεῖττον τὸ ἐπιεικές. Ποιεῖ δὲ τὴν ἀπορίαν ὅτι τὸ ἐπιεικὲς δίκαιον μέν ἐστιν, οὐ τὸ κατὰ νόμον δέ, ἀλλ᾿ ἐπανόρθωμα νομίμου δικαίου...».
Ὁ Ἀξιοπρεπέστατος, ὡς Μεγαλόψυχος, «δρᾷ» διὰ τῆς ...μὴ δράσεως, προβαίνων εἰς τὴν ἄρνησιν τοῦ δικαιώματος νὰ συνευτελίσῃ τὸν αὐτεξευτελισθέντα, προκειμένου νὰ τὸν «τιμωρήσῃ», ἢ ἀπλῶς διὰ νὰ δείξῃ πρὸς τὸν «κόσμον», πόσον ἀξιοπρεπὴς εἶναι αὐτός καὶ πόσον ἀηδιάζει ἐκ τῆς κατάντιας ἐκείνου μετὰ τοῦ ὁποίου ἄλλοτε συνεπορεύθη...

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Ὁ Σαρδανάπαλος.


Ἡ μεγαλειώδης ἐλαιογραφία τοῦ Εὐγενίου Δελακροᾷ ὑπὸ τὸν χαρακτηριστικὸν τίτλον «Ὁ θάνατος τοῦ Σαρδαναπάλου», ἐκτεθεῖσα τῷ 1828 ἐν τῷ Paris Salon, ἀπετέλεσε μιὰν καλλιτεχνικὴν συμφορὰν διὰ τὸν καινοτόμον καλλιτέχνην.

Ἴσως πρόκειται διὰ τὴν ἀποκορύφωσιν τοῦ Ἡδονιστικοῦ Ῥομαντισμοῦ, ὁμοῦ μετὰ τῶν «Σφαγῶν τῆς Χίου» τοῦ ἰδίου καὶ τὴν «Σχεδίαν τῆς Μεδούσης» τοῦ Θεοδώρου Ζερικώ.
Τὸ ἔργον στερεῖται πάσης ἱστορικῆς ἀκριβείας. Ὁ Σαρδανάπαλος, γνωστὸς καὶ ὡς Ἀσουρβανιπάλ δὲν ἡττήθη, οὔτε ὑπεχρεώθη νὰ σφαγιάσῃ τὰς συζύγους του καὶ νὰ αὐτοκτονήσῃ διὰ νὰ μὴν αἰχμαλωτισθοῦν ὑπὸ τῶν νικητῶν.
Ποσῶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτό.
Ὁ Δελακροᾷ παρουσιάζει ἕναν ἀνατολίτην μονάρχην κείμενον ἐπὶ τῆς κλίνης του, ὅστις ἐν θαυμαστῇ ἡρεμίᾳ παρακολουθεῖ τὴν σφαγὴν τῶν ἀγαπημένων του γυναικῶν καὶ τοῦ ...ἵππου του!
Ἡ πρώτη σκέψις παντὸς συνήθους λογικῆς παρατηρητοῦ ὁδηγεῖ εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ἐν λόγῳ ἐγωίσταρος, ἀποδειχθεὶς ἀνίκανος νὰ «κρατήσῃ» τὰ ἀγαπημένα του πρόσωπα, ἡττηθεὶς εἰς τὴν ὑποτιθεμένην Πολιορκίαν τῆς Νινευῆ, γεγονὸς ἐπισυμβᾶν ἀρκετὰ ἔτη μετὰ τὸν Σαρδανάπαλον, προτιμᾷ νὰ τὰ καταστρέψῃ, ἢ νὰ δεχθῇ τὸ ἐνδεχόμενον αὐτὰ νὰ ζήσουν ὑπὸ ἄλλον αὐθέντην.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μία ἐκδοχή, ἡ συνήθης. Αὐτὴ πού προτιμᾶται ὑπ᾿ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἀπολέσῃ κάτι πολύτιμον!
Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ἐκδοχή, ...ἡμετέρα, μηδεμιὰν ἔχουσα σχέσιν πρὸς τὰ -φερόμενα- ὡς ταπεινὰ ἐγωιστικὰ ἐλατήρια τοῦ Σαρδαναπάλου τοῦ ἔργου.
Ὁ Σαρδανάπαλος ἐκτιμᾷ καὶ θέτει τόσον ὑψηλῶς τὰς γυναίκας του, ὥστε τὸν καταρρακώνει τὸ ἐνδεχόμενον νὰ περιέλθουν εἰς χείρας ἄλλων.
Πρόκειται διὰ τὸ ψυχολογικὸν (καθ᾿ ἡμᾶς) «Σύμπλεγμα τοῦ Σαρδαναπάλου».
Ὁ φορεὺς τοῦ Συμπλέγματος αὐτοῦ, σαφέστατα ἔχει μιὰν ὑψηλὴν ἀντίληψιν περὶ τὸν ἑαυτὸν του. Ὅμως δὲν μένει εἰς αὐτήν. Ἀκόμη ὑψηλοτέραν ἐκτίμησιν ἔχει πρὸς τὰς  γυναίκας του. Τόσον ὑψηλήν, ὥστε θεωρεῖ ὅτι τὸ νὰ κοσμήσουν μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τὴν κλίνην κάποιου ἄλλου, συνιστᾷ ἐξευτελισμὸν πρωτίστως δι᾿ ἐκείνας.
Τὰς φονεύει διὰ νὰ τὰς ...προφυλάξῃ!
Αὐτὸ δὲν ἔχει τὴν παραμικρὰν σχέσιν πρὸς τὴν φρικαλέαν νεκρονομικὴν τελετὴν Σούτη (suttee) κάποιων ἡγεμόνων τῶν Ἰνδιῶν.
Ἐπίσης δὲν πρέπει νὰ συγχέεται πρὸς τὸ τέλος τοῦ Ἀδόλφου Χίτλερ, ὅστις «ἐφρόντισεν» ἡ Γερμανία μετ᾿ αὐτὸν νὰ  ἐκμηδενισθῇ. Αὐτός, κατὰ τὰς ἐσχάτας τῶν φρικαλέων ἡμερῶν του, ἐξεδήλωσεν ἕνα ψυχοπαθολογικὸν μίσος κατὰ τῆς πατρίδος του, θεωρήσας τὸν γερμανικὸν λαὸν ὑπαίτιον τῆς ταπεινωτικῆς ἥττης, ὡς διὰ τῆς ἰδίας εὐκολίας εἶχε θεωρήσῃ ὡς ὑπαιτίους τῆς ἥττης κατὰ τὸν Μέγαν Πόλεμον, τοὺς Ἑβραίους.
Ὁ Σαρδανάπαλος, ὡς καὶ κάθε ἐραστὴς ἐκτιμῶν τὴν ἀγαπημένην του, πάσχει καὶ θλίβεται ἐν τῷ ἐνδεχομένῳ αὐτὴ -ἐξ ἀνάγκης- νὰ ἀποτελέσῃ τὸ «τρόπαιον» κάποιου ὑποδεεστέρου του.
Θὰ μοῦ πῆτε κατὰ πόσον αἱ σφαγεῖσαι γυναῖκες του ἠρωτήθησαν ἐπ᾿ αὐτοῦ...
Μᾶλλον ὄχι! Μὴ λῃσμονῶμεν ὅτι ὁ Ῥομαντισμός, τοῦ Δελακροᾷ, τῶν Σέλεϋ, τοῦ Βύρωνος, τοῦ Ποῦσκιν, τοῦ Βάγνερ, ὀρθοῦται ἐπὶ τοῦ Ὑποκειμενισμοῦ.
Ἠθικοθεωρητικαὶ συλλήψεις καὶ ἀντικειμενικαὶ «ἀποδείξεις» δὲν ἔχουν καμμίαν θέσιν ἐδῷ.
Εἰς τὸν Ῥομαντισμὸν κυριαρχεῖ τὸ ἄγριον, ἀχαλίνωτον ὑποκειμενικὸν ΠΑΘΟΣ.