Θηβαϊκὴ
Νεκρόβιβλος.
Εἰς τὸ τέλος· ὑπὲρ τῶν υἱῶν Κορέ, ὑπὲρ τῶν κρυφίων ψαλμός.
Ψαλμός, με΄
Ἔρχοντ᾿ ἀνάλαφρα σεμνὰ οἱ μοναχοί,
σὰν λύκοι καλοκάγαθοι χαμένων παραδείσων,
σὲ ἥρεμες μονιές λησμονημένες.
σὲ μιὰ μικρὴ πεδιάδα τῶν Θηβῶν.
Πάντα δεόμενοι γιὰ τῶν κακούργων τὲς ψυχές.
Ὁ γέρων Ἰωὴλ ἐκλιπαρεῖ, γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Καπανέως
ποὺ κεραυνὸς τὸν ἔκαψε, στ᾿ ἄη Γιαννιοῦ τὴ μέρα
ποὺ κληδωνίζουν οἱ πυρές.
Ὁ γέρων Ματθαῖος, ἔνδακρυς στὰ γαλανὰ του μάτια,
γιὰ τοῦ Ἀδράστου
δέεται τὴν ἕρμη τὴν ψυχή.
Ὁ Γέρων Βαρσανούφιος ἐκεῖθε θυμιατίζει
μορμύρων τὸν ψαλμὸν σαρανταπέντε,
γιὰ τοῦ Τυδέως
τὴν βασίλειον ψυχήν.
Ὁ Γέρων Νεῖλος στ᾿ Ἀμφιαράου
τὴν μνήμην κολυββίζει,
ποὔφυγ᾿ ὁλόσωμος σὰν κεῖνον τὸν Θεσβίτην,
(ἀπὸ τὴν Θίσβην δηλαδὴ πιό δίπλα, τὸν Ἀρβανίτην, τὸν βιβλικὸν
νταῆν).
Ὁ Γέρων Παρθένιος παλιὸς πλωτάρχης,
προτοῦ ντυθῇ στοῦ πένθους τὴν ἐσθῆτα,
Παρθενοπαῖον μνημονεύει.
Ὁ Γέρων Ζώσιμος (παλιὸς Κατουνακιώτης),
δυὸ λόγια μόνον λέγει στοῦ Ἱππομέδοντος τὴν μνήμη.
«Κύρι᾿ ἐλέησον».
Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀντίγονος, παλιὸς κοινοβιάτης,
κρυφὰ στὰ ξημερώματα προτοῦ σημάνει ὄρθρος,
φορεῖ μὲ βιάση τὸ παλτώ, -παλιό ἀπό τσόχα μαύρη-
καὶ βγαίνει παραέξω.
Κοντὰ στὴν Ἐθνικὴν Ὁδό, πρὸς τὸ Νεοχωράκι,
Τύμβος μικρὸς εὑρίσκεται σπαρμένος μὲ τριφύλια.
Ἐκεῖ ὁ γέρων δέεται μὲ δάκρυα στὰ μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου