Γνωρίζομεν ὅλοι τὸν Ἀντώνιον τὸν Μέγαν, ἐκεῖνον τὸν ἐνάρετον
ἀναχωρητὴν ἀλλὰ καὶ κοινοβιάρχην (τοῦ ὁποίου τὰ ὁράματα πάντοτε τὰ
ἐζήλευα…)!
Ἡ σκέψις μου ὅμως τώρα στρέφεται εἰς ἕναν ἄλλον ἅγιον Ἀντώνιον. Ὄχι δικὸν μας. Ἕνα «φράγκον» Ἀντώνιον καὶ μάλιστα θερινῶς ἑορτάζοντα..
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος «ὁ ἐκ Παδούης», κάτι σὰν τὸν δικὸνε μας τὸν Ἄη Φανούρην, φανερώνει πράματα χαμένα καὶ πρόσωπα «θαμμένα».
Ἦτο λαμπρὸς ἱεροκῆρυξ τοῦ Θείου Λόγου καὶ οἱ συγκαιρνοὶ του ἐκρέμουνταν ἀπ᾿ τὰ χείλη τοῦ Πορτογάλου ἐκείνου εὐγενοῦς, ποὺ παράτησε τὰ πλούτη του καὶ τὰ μάταια φαυλώνυμα μπερεκέτια τοῦ κόσμου τούτου, διὰ νὰ ἐνδυθῇ τὸ ἔνδοξον ὅσον καὶ μαρτυρικὸν ῥάσον τῶν Φραγκισκανῶν.
Διατὶ μ᾿ ἀρέσει αὐτὸς ὁ ἅγιος τῶν Φράγκωνε;
Διότι κάποιαν ἡμέραν, κάτι τὸν ἔπιασε. Κάτι μυστικὸν κι᾿ ἀλλοπαρμένον.
Καὶ μιὰ καὶ δυό, παρατάει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ «κρέμουνταν ἀπ᾿ τὰ χείλη» του καὶ πάει σὲ μιὰν ἀκροποταμιάν.
Καὶ κεῖ ἀρχίζει τὸ κήρυγμα εἰς τοὺς …ἰχθύας!
Αὐτὸ τὸ τελευταῖον μὲ κάμει νὰ ἀγαπῶ πολὺ τὸν Ἄγι᾿ Ἀντώνην τὸν Παντουβάνον.
Αὐτό, καὶ ἕνα τραγουδάκι ποὺ τοῦ ἔγραψεν ὁ Γουσταῦος Μάλερ, μ᾿ ἀπαισιόδοξον ὅμως κατάληξιν, καθ᾿ ὅτι κατὰ τοὺς στίχους τὰ γοητευμένα ψάρια, μόλις τὸ μελίρρυτον κήρυγμα ἐπερατώθη, ἐπέστρεψαν εἰς τὰς συνήθεις ἀσχολίας των.
«Die Predigt hat g’fallen
sie bleiben wie Allen,
die Predigt hat g’fallen, hat g’fallen!»
Ἡ γεροντικὴ παράδοσις ἀναφέρει καὶ μιὰν ἄλλην παραλλαγήν τοῦ μύθου. Ὁ ἀγαθὸς Ἀντώνιος ἀντιμετώπιζε πολλὰ προβλήματα μὲ τοπικὰς αἰρετικὰς ὁμάδας.
Κάποτε, κατὰ τὴ διάρκειαν τοῦ κηρύγματός του, τὸ δυσσεβὲς πλῆθος θέλησε νὰ τὸν φουντάρῃ, καὶ φωνάζοντάς του «Πήγαινε νὰ τὰ πεῖς στὰ ψάρια» τὸν ἔφεραν μέχρι τὴν θάλασσαν, ὅπου ὁ φιλόχριστος ἀββᾶς ἀνέκραξε:
– Ἀδέλφια μου, ψάρια, δοξολογῆστε τὸν Πλάστη σας!
Τὰ ψάρια μαζεύτηκαν καὶ ἔβγαλαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὸ νερό, παραμένοντας ἀκίνητα, μέχρι ποὺ ὁ Ἀντώνιος τοὺς ἐπέτρεψε νὰ γυρίσουν εἰς τὸ φυσικόν τους στοιχεῖον. Ὁ πεπλανημένος ὄχλος πανικοβλήθηκε -ἐσκιάχτη ποὺ λένε- καὶ ὁ Ἀντώνιος ἐγλύτωσε.
Μὲ τὰ τοῦτα καὶ τὰ κεῖνα, ἦτο ποὺ τὸν ἀπεκάλεσαν ἔκτοτε «ἡ σφύρα τῶν αἱρετικῶν» (il martello degli eretici).
https://www.youtube.com/watch?v=QdhY0s3GOtw
St. Anthony arrives for his Sermon
and finds the church empty.
He goes to the rivers
to preach to the fishes;
They flick their tails,
which glisten in the sunshine.
The carp with roe
have all come here,
their mouths wide open,
listening attentively.
No sermon ever
pleased the carp so.
Sharp-mouthed pike
that are always fighting,
have come here, swimming hurriedly
to hear this pious one;
No sermon ever
pleased the pike so.
Also, those fantastic creatures
that are always fasting –
the stockfish, I mean –
they also appeared for the sermon;
No sermon ever
pleased the stockfish so.
Good eels and sturgens,
that banquet so elegantly –
even they took the trouble
to hear the sermon:
No sermon ever
pleased the eels so.
Crabs too, and turtles,
usually such slowpokes,
rise quickly from the bottom,
to hear this voice.
No sermon ever
pleased the crabs so.
Big fish, little fish,
noble fish, common fish,
all lift their heads
like sentient creatures:
At God’s behest
they listen to the sermon.
The sermon having ended,
each turns himself around;
the pikes remain thieves,
the eels, great lovers.
The sermon has pleased them,
but they remain the same as before.
The crabs still walk backwards,
the stockfish stay rotund,
the carps still stuff themselves,
the sermon is forgotten!
The sermon has pleased them,
but they remain the same as before.
Ἡ σκέψις μου ὅμως τώρα στρέφεται εἰς ἕναν ἄλλον ἅγιον Ἀντώνιον. Ὄχι δικὸν μας. Ἕνα «φράγκον» Ἀντώνιον καὶ μάλιστα θερινῶς ἑορτάζοντα..
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος «ὁ ἐκ Παδούης», κάτι σὰν τὸν δικὸνε μας τὸν Ἄη Φανούρην, φανερώνει πράματα χαμένα καὶ πρόσωπα «θαμμένα».
Ἦτο λαμπρὸς ἱεροκῆρυξ τοῦ Θείου Λόγου καὶ οἱ συγκαιρνοὶ του ἐκρέμουνταν ἀπ᾿ τὰ χείλη τοῦ Πορτογάλου ἐκείνου εὐγενοῦς, ποὺ παράτησε τὰ πλούτη του καὶ τὰ μάταια φαυλώνυμα μπερεκέτια τοῦ κόσμου τούτου, διὰ νὰ ἐνδυθῇ τὸ ἔνδοξον ὅσον καὶ μαρτυρικὸν ῥάσον τῶν Φραγκισκανῶν.
Διατὶ μ᾿ ἀρέσει αὐτὸς ὁ ἅγιος τῶν Φράγκωνε;
Διότι κάποιαν ἡμέραν, κάτι τὸν ἔπιασε. Κάτι μυστικὸν κι᾿ ἀλλοπαρμένον.
Καὶ μιὰ καὶ δυό, παρατάει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ «κρέμουνταν ἀπ᾿ τὰ χείλη» του καὶ πάει σὲ μιὰν ἀκροποταμιάν.
Καὶ κεῖ ἀρχίζει τὸ κήρυγμα εἰς τοὺς …ἰχθύας!
Αὐτὸ τὸ τελευταῖον μὲ κάμει νὰ ἀγαπῶ πολὺ τὸν Ἄγι᾿ Ἀντώνην τὸν Παντουβάνον.
Αὐτό, καὶ ἕνα τραγουδάκι ποὺ τοῦ ἔγραψεν ὁ Γουσταῦος Μάλερ, μ᾿ ἀπαισιόδοξον ὅμως κατάληξιν, καθ᾿ ὅτι κατὰ τοὺς στίχους τὰ γοητευμένα ψάρια, μόλις τὸ μελίρρυτον κήρυγμα ἐπερατώθη, ἐπέστρεψαν εἰς τὰς συνήθεις ἀσχολίας των.
«Die Predigt hat g’fallen
sie bleiben wie Allen,
die Predigt hat g’fallen, hat g’fallen!»
Ἡ γεροντικὴ παράδοσις ἀναφέρει καὶ μιὰν ἄλλην παραλλαγήν τοῦ μύθου. Ὁ ἀγαθὸς Ἀντώνιος ἀντιμετώπιζε πολλὰ προβλήματα μὲ τοπικὰς αἰρετικὰς ὁμάδας.
Κάποτε, κατὰ τὴ διάρκειαν τοῦ κηρύγματός του, τὸ δυσσεβὲς πλῆθος θέλησε νὰ τὸν φουντάρῃ, καὶ φωνάζοντάς του «Πήγαινε νὰ τὰ πεῖς στὰ ψάρια» τὸν ἔφεραν μέχρι τὴν θάλασσαν, ὅπου ὁ φιλόχριστος ἀββᾶς ἀνέκραξε:
– Ἀδέλφια μου, ψάρια, δοξολογῆστε τὸν Πλάστη σας!
Τὰ ψάρια μαζεύτηκαν καὶ ἔβγαλαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὸ νερό, παραμένοντας ἀκίνητα, μέχρι ποὺ ὁ Ἀντώνιος τοὺς ἐπέτρεψε νὰ γυρίσουν εἰς τὸ φυσικόν τους στοιχεῖον. Ὁ πεπλανημένος ὄχλος πανικοβλήθηκε -ἐσκιάχτη ποὺ λένε- καὶ ὁ Ἀντώνιος ἐγλύτωσε.
Μὲ τὰ τοῦτα καὶ τὰ κεῖνα, ἦτο ποὺ τὸν ἀπεκάλεσαν ἔκτοτε «ἡ σφύρα τῶν αἱρετικῶν» (il martello degli eretici).
https://www.youtube.com/watch?v=QdhY0s3GOtw
St. Anthony arrives for his Sermon
and finds the church empty.
He goes to the rivers
to preach to the fishes;
They flick their tails,
which glisten in the sunshine.
The carp with roe
have all come here,
their mouths wide open,
listening attentively.
No sermon ever
pleased the carp so.
Sharp-mouthed pike
that are always fighting,
have come here, swimming hurriedly
to hear this pious one;
No sermon ever
pleased the pike so.
Also, those fantastic creatures
that are always fasting –
the stockfish, I mean –
they also appeared for the sermon;
No sermon ever
pleased the stockfish so.
Good eels and sturgens,
that banquet so elegantly –
even they took the trouble
to hear the sermon:
No sermon ever
pleased the eels so.
Crabs too, and turtles,
usually such slowpokes,
rise quickly from the bottom,
to hear this voice.
No sermon ever
pleased the crabs so.
Big fish, little fish,
noble fish, common fish,
all lift their heads
like sentient creatures:
At God’s behest
they listen to the sermon.
The sermon having ended,
each turns himself around;
the pikes remain thieves,
the eels, great lovers.
The sermon has pleased them,
but they remain the same as before.
The crabs still walk backwards,
the stockfish stay rotund,
the carps still stuff themselves,
the sermon is forgotten!
The sermon has pleased them,
but they remain the same as before.