Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Il martello degli eretici ἤ, ἡ σφῦρα τῶν ξεστρατημένων.

Γνωρίζομεν ὅλοι τὸν Ἀντώνιον τὸν Μέγαν, ἐκεῖνον τὸν ἐνάρετον ἀναχωρητὴν ἀλλὰ καὶ κοινοβιάρχην (τοῦ ὁποίου τὰ ὁράματα πάντοτε τὰ ἐζήλευα…)!
https://filonoi.gr/wp-content/uploads/2014/01/e1bc94cf84ceb7-cf80cebfcebbcebbe1bdb0-cf84cebfe1bf96cf82-cf86ceb9cebbcf84ceaccf84cebfceb9cf82-cebaceb1e1bdb6-cf86ceb9cebbcf84ceaccf84.jpg
Ἡ σκέψις μου ὅμως τώρα στρέφεται εἰς ἕναν ἄλλον ἅγιον Ἀντώνιον. Ὄχι δικὸν μας. Ἕνα «φράγκον» Ἀντώνιον καὶ μάλιστα θερινῶς ἑορτάζοντα..
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος «ὁ ἐκ Παδούης», κάτι σὰν τὸν δικὸνε μας τὸν Ἄη Φανούρην, φανερώνει πράματα χαμένα καὶ πρόσωπα «θαμμένα».
Ἦτο λαμπρὸς ἱεροκῆρυξ τοῦ Θείου Λόγου καὶ οἱ συγκαιρνοὶ του ἐκρέμουνταν ἀπ᾿ τὰ χείλη τοῦ Πορτογάλου ἐκείνου εὐγενοῦς, ποὺ παράτησε τὰ πλούτη του καὶ τὰ μάταια φαυλώνυμα μπερεκέτια τοῦ κόσμου τούτου, διὰ νὰ ἐνδυθῇ τὸ ἔνδοξον ὅσον καὶ μαρτυρικὸν ῥάσον τῶν Φραγκισκανῶν.
Διατὶ μ᾿ ἀρέσει αὐτὸς ὁ ἅγιος τῶν Φράγκωνε;
Διότι κάποιαν ἡμέραν, κάτι τὸν ἔπιασε. Κάτι μυστικὸν κι᾿ ἀλλοπαρμένον.
Καὶ μιὰ καὶ δυό, παρατάει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ «κρέμουνταν ἀπ᾿ τὰ χείλη» του καὶ πάει σὲ μιὰν ἀκροποταμιάν.
Καὶ κεῖ ἀρχίζει τὸ κήρυγμα εἰς τοὺς …ἰχθύας!
Αὐτὸ τὸ τελευταῖον μὲ κάμει νὰ ἀγαπῶ πολὺ τὸν Ἄγι᾿ Ἀντώνην τὸν Παντουβάνον. 

Αὐτό, καὶ ἕνα τραγουδάκι ποὺ τοῦ ἔγραψεν ὁ Γουσταῦος Μάλερ, μ᾿ ἀπαισιόδοξον ὅμως κατάληξιν, καθ᾿ ὅτι κατὰ τοὺς στίχους τὰ γοητευμένα ψάρια, μόλις τὸ μελίρρυτον κήρυγμα ἐπερατώθη, ἐπέστρεψαν εἰς τὰς συνήθεις ἀσχολίας των.
«Die Predigt hat g’fallen
sie bleiben wie Allen, 

die Predigt hat g’fallen, hat g’fallen!»
Ἡ γεροντικὴ παράδοσις ἀναφέρει καὶ μιὰν ἄλλην παραλλαγήν τοῦ μύθου. Ὁ ἀγαθὸς Ἀντώνιος ἀντιμετώπιζε πολλὰ προβλήματα μὲ τοπικὰς αἰρετικὰς ὁμάδας. 
Κάποτε, κατὰ τὴ διάρκειαν τοῦ κηρύγματός του, τὸ δυσσεβὲς πλῆθος θέλησε νὰ τὸν φουντάρῃ, καὶ φωνάζοντάς του «Πήγαινε νὰ τὰ πεῖς στὰ ψάρια» τὸν ἔφεραν μέχρι τὴν θάλασσαν, ὅπου ὁ φιλόχριστος ἀββᾶς ἀνέκραξε:
– Ἀδέλφια μου, ψάρια, δοξολογῆστε τὸν Πλάστη σας!
Τὰ ψάρια μαζεύτηκαν καὶ ἔβγαλαν τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὸ νερό, παραμένοντας ἀκίνητα, μέχρι ποὺ ὁ Ἀντώνιος τοὺς ἐπέτρεψε νὰ γυρίσουν εἰς τὸ φυσικόν τους στοιχεῖον. Ὁ πεπλανημένος ὄχλος πανικοβλήθηκε -ἐσκιάχτη ποὺ λένε- καὶ ὁ Ἀντώνιος ἐγλύτωσε.

Μὲ τὰ τοῦτα καὶ τὰ κεῖνα, ἦτο ποὺ τὸν ἀπεκάλεσαν ἔκτοτε «ἡ σφύρα τῶν αἱρετικῶν» (il martello degli eretici).

https://www.youtube.com/watch?v=QdhY0s3GOtw

St. Anthony arrives for his Sermon
and finds the church empty.
He goes to the rivers
to preach to the fishes;

They flick their tails,
which glisten in the sunshine.

The carp with roe
have all come here,
their mouths wide open,
listening attentively.

No sermon ever
pleased the carp so.

Sharp-mouthed pike
that are always fighting,
have come here, swimming hurriedly
to hear this pious one;

No sermon ever
pleased the pike so.

Also, those fantastic creatures
that are always fasting –
the stockfish, I mean –
they also appeared for the sermon;

No sermon ever
pleased the stockfish so.

Good eels and sturgens,
that banquet so elegantly –
even they took the trouble
to hear the sermon:

No sermon ever
pleased the eels so.

Crabs too, and turtles,
usually such slowpokes,
rise quickly from the bottom,
to hear this voice.

No sermon ever
pleased the crabs so.

Big fish, little fish,
noble fish, common fish,
all lift their heads
like sentient creatures:

At God’s behest
they listen to the sermon.

The sermon having ended,
each turns himself around;
the pikes remain thieves,
the eels, great lovers.

The sermon has pleased them,
but they remain the same as before.

The crabs still walk backwards,
the stockfish stay rotund,
the carps still stuff themselves,
the sermon is forgotten!

The sermon has pleased them,
but they remain the same as before.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

THE MOUNTAIN TOMB. William Butler Yeats 1914




Pour wine and dance if Manhood still have pride,

Bring roses if the rose be yet in bloom;

The cataract smokes upon the mountain side,

Our Father Rosicross is in his tomb.

Pull down the blinds, bring fiddle and clarionet

That there be no foot silent in the room

Nor mouth from kissing, nor from wine unwet;

Our Father Rosicross is in his tomb.

In vain, in vain; the cataract still cries

The everlasting taper lights the gloom;

All wisdom shut into his onyx eyes
Our Father Rosicross sleeps in his tomb. 


Σπονδὲς ἄς γίνουνε κρασιοῦ, χορὸς νὰ ξεκινήσῃ,

Τ᾿ Ἀνθρώπου ἡ ῥάτσα ἄν ἔχει ἀκόμα λίγη περηφάνεια.
Φέρτε ῥόδα  ἀφοῦ τὸ Ῥόδο ἔχει ἀνθίσῃ.
Ξαχνίζει στὴν βουνοπλαγιὰ  ὁ καταρράκτης.
Πατέρα μας Ῥοδόσταυρε ποὺ ἐτάφης.

Κλεῖστε τὰ βῆλα! Φέρτε σουραύλια καὶ βιολιά!
Μὴ μείνει πόδι σιωπηλό στὴν κάμαρην ἐτούτη.
Στόμα στεγνὸ μὴ μείνει! Χωρὶς κρασί, χωρὶς φιλιά!
Πατέρα μας Ῥοδόσταυρε σέ τάφου ἀγκαλιά.

Μάταια! Μάταια!, ὁ κλαυθμὸς τοῦ καταρράκτη.
Ἀείφωτη λουσέρνα φωτίζει τὴ σκοτία.
Ὅλ᾿  ἡ Σοφία στὰ πέτρινά του μάτια, νάτη!
Πατέρα μας Ῥοδόσταυρε, κοιμήσου στὸ μνῆμα μ᾿ ἡσυχία. 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Ἐκ τῶν «Generalia Alchemyca» μου


The wind bloweth where it listeth, 
and thou hearest the sound thereof, 
but canst not tell whence it cometh 
and whither it goeth; 
so is every one that is born of the spirit.
W.B. Yeats
''The Body of the Father Christian Rosencrux’'. Essay of 1895

Ὅτε ἡ Ὕλη πνευματοῦται, δύναται ἀφόβως νὰ λατρευθῇ ἐν πνευματικότητι, αἰκίας τινὸς δίχα.
Πᾶσα πιθανὴ ἐκτροπὴ δυναμένη νὰ προκύψῃ ἔκ τινος ὑπερβαλούσης θερμάνσεως τοῦ λατρευτικοῦ κλιβάνου τῆς Πνευματώσεως, καθίσταται εὐήκεστος ἄν διατηρήσωμεν ἐμπίστως τὸ ἀρχικὸν Πνεῦμα, ἀποφεύγοντες τὴν ἀπηλπισμένην τακτικὴν τῶν χυδαίων, οἵτινες κακοφρονοῦντες ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ των, στρέφονται εἰς ἄλλας, ἀδοκίμους πηγὰς πνευματώσεως, δίκην μιᾶς ἀσκόπου καὶ μάγου ἀδολεσχίας.
Οὕτω, δυνάμεθα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ προοιμιακὸς λόγος τοῦ Κ.Η.Ι.Χ. ἐν τῇ «Κυριακῇ Προσευχῇ», καθ᾿ ᾦ «...Προσευχόμενοι δὲ μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί, δοκοῦσιν γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται...», συνιστᾷ καὶ κατευθυντήριον ἀτραπὸν σταθερότητος ἐπὶ τὰ ὁλίγα καὶ δὴ τὸ Ἕν, ὅτε πειρώμεθα μίαν Πνευμάτωσιν ὕλης.
Φρεάντλης, ΜΜΧΙ Α.D.

W.B.Yeats: εισαγωγικοί στίχοι στις Responsibilities & Other Poems (1916)

https://themermaidtavern.gr/w-b-yeats-eisagogikoi-stixoi-stis-responsibilities-amp-other-poems-1916/

Σ’γχωρέσ’τε, πατέρες παλαιοί, ἂν ἐμείνατε ἐγγύς
ἀκόμη ὥστε νἀκούσετε τῆς ἱστορίας τὸ τέλος,
δουβλινέζε ἔμπορε παλαιέ «ἐλεύθερε τελῶν»
ἢ σὺ ποὺ σὲ Galway καὶ Ἱβηρική κατήλλασσες·
παλαιὲ λόγιε τῆς ἐξοχῆς φίλε τοῦ Robert Emmet
σὲ μνημονεύουν  ἐκατό χρόνια τώρα οἱ πτωχοί·
ἐλλόγιμε καὶ ἔμπορε σεῖς οἱ ὁποίοι μἀφήσατε αἷμα
τέτοιο ποὺ δὲν μολεύθηκε σὲ λαγόνες καπήλου,
καὶ ποὺ στρατιώτες ἔδωσε, ὅστις κύβος ἐρρίφθη:
ἕναν Butler ἢ κάποιον Armstrong ποὺ ἀντεστάθη
παρὰ τὰ γλυφὰ νάματα τοῦ Boyne, στὸν Ἱάκωβο
μὲ τὸ ἰρλανδικὸ ἀσκέρι του, κ’ὁ Βαταβὸς τὸν διήλθε·
σὺ παλαιὲ ναύκληρε ἔμπορε ποὺ στὸν βισκαϊκό κόλπο
ἐπήδησες στὴν θάλασσα κατόπιν ῥάκου πίλου,
σὺ πλέον ὅλων, σιωπηλέ καὶ περήφανε γέρον,
γιατί τὸ καθημερινό θέαμα ποὺ μοῦ ἐκίνει
τὴν φαντασία, ἔβαλε νὰ ποῦν τὰ παιδικά μου χείλη
«οἱ σπάταλες μόνο ἀρετές ἔχουν τὸν ἥλιο κέρδος»·
σ’γχωρέσατε τ’ὅτι χάριν ἑνὸς ἀγόνου πάθους,
παρότι τὰ σαρανταεννιά ἐγγίζω, ἀπόγονο
δὲν ἔχω, τίποτε, ἀλλ’ἔνα βιβλίο, τίποτ’ἐξόν
τοῦτο γιὰ νἀποδείξω τὸ αἷμα σας καὶ το δικό μου.

(Ιανουάριος 1914)
(απόδοση: Γ.Α. Σιβρίδης)

στ. 3: Jervis Yeats (†1712), o πρώτος Yeats που ήλθε στην Ιρλανδία, ὀθονιοπώλης (έμπορος λινού) που ήταν ελεύθερος από τους δασμούς στο λινό 6% και 10%.
στ. 5: John Yeats (1774-1846) εφημέριος του Drumcliff
στ. 10: Στρατιώτης που πολέμησε στην πλευρά του Γουλλιέλμου της Οράγγης   στη μάχη του Boyne την 1η Ιουλίου 1690 προς τον Ιάκωβο Β’ Stuart. Αρχικά ο Yeats νόμισε ότι ήταν στο στρατόπεδο του Ιακώβου και έτσι αρχικά οι στίχοι πήγαιναν ως εξής:
σ’γχωρέσατε, καὶ σεῖς ποὺ δὲν ζυγίσατε ζημία, ὅταν, παλαιοὶ Butlers, ἐστάθητε πά στά φαριά παρὰ τὰ γλυφὰ νάματα τοῦ Boyne, μέχρις ὅτου ὁ ἄθλιος αὐθέντης σας ἐχλόμιασε καὶ ἐχάθησαν τὰ πάντα·
στ.12: ὁ Βαταβός: ο Γουλλιέλμος της Ορράγης
στ.13: William Middleton (1770-1832), ο προπάππος του από την πλευρά της μητέρας του Susan Mary Pollexfen, τον αναφέρει και ως λαθρέμπορο.
στ.15: William Pollexfen (1811-92), ο παππούς του  τον οποίο θαύμαζε και εφοβείτο όταν ως παιδί ζούσε στο σπίτι της μητέρας του στο Sligo.

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Ἕνα πρωινὸ ὄνειρο τοῦ Βαλτάσαρ.


Rembrandt-Belsazar.jpg

Εἶδα τοὺς νικημένους ἐχθροὺς μου στὴν κόλαση.
Εἶδα καὶ τοὺς προδότες μου ἐκεῖ.

Κάθονταν σὲ τραπέζι στρογγυλό.
Κανένας τους δὲν ἔτρωγε,
μήτ᾿ ἔπινε.

Οἱ μουσικοὶ κουρντίζαν τὰ βιολιὰ τους.
Οἱ σερβιτόροι, στραμμένοι στὴν πόρτα χαμηλόφωνα μιλοῦσαν.
Ἦσαν ὅλοι ἀναμένοντες.
Στὸν τοῖχο τρεμόπαιζαν τρεῖς πύρινες λέξεις.
«ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ ΦΙΛΕ».

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

«Σύνταγμα», «Ὁμόνοια».

Αἱ δύο καιρίας σημασίας καὶ συμβολικῆς βαρύτητος Πλατεῖαι μας. Ὡς τὸ ταλαίπωρον Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, τὸ «Σύνταγμα» ἔχει «βελτιωθῇ» ἀπείρους φοράς, εἰς δόξαν καὶ κονόμαν τῶν διαχρονικῶν ἐργολάβων καὶ τῶν λογῆς «ἀναμορφωτῶν» τοῦ Δαιμονίου Πτολιέθρου μας. 
Ἡ Ὁμόνοια τὸ ἴδιον, μέχρι νὰ καταλήξῃ εἰς τὴν σημερινὴν της ὑπέροχον μορφήν, (ὡς ἔμπεδον ἀσκήσεων ἀκριβείας πυκνῆς τάξεως τῆς ...Ἑλληνικῆς Λεγεῶνος τῶν Ξένων), διὰ τῶν ἐπίσης τακτικοτάτων μεταμορφώσεών της, συμβολίζει τὴν ἀδιαμφισβητήτου σταθερότητος ὁμόνοιαν τῶν Ἑλλήνων...

Τὸ χιοῦμορ.

Τὸ χιοῦμορ. Ὅπως συμβαίνῃ καὶ μὲ τὸν ῥουχισμόν, δὲν ὑφίσταται χιοῦμορ γενικῆς ἀποδοχῆς. Τὸ πρόσωπον ποὺ ἐπιλέγει τὴν χιουμοριστικὴν ὁδὸν ἐπικοινωνίας, δὲν ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ τὸ πράττῃ μέσῳ κάποιου ΜΜΕ. 
Τὸ γενικευμένον χιοῦμορ λέγεται «καλαμπούρι». 
Ὅταν βρεθῶ μὲ τοὺς ἰσραηλίτας φίλους μου καὶ ἀνοίξω στὸ τραπέζι ἕνα πακέτο μὲ μυρωδάτο χοιρινόν σαλάμι, αὐτοὶ ἐπειδὴ ΜΕ ΞΕΡΟΥΝ, θὰ ξεκαρδιστοῦν στὰ γέλια. 
Τὸ αὐτὸ θὰ συμβῇ καὶ μὲ κάποιους ἀριστεροὺς φίλους, ἂν βγάλω μιὰν κονσέρβαν κορνμπήφ καὶ τοὺς πῶ μὲ σημασίαν: -Ἀνοῖξτε τὴν ἐσεῖς. Ἔχετε πείραν... 
Αὐτὸ ποὺ δι᾿ ἐμὲ ἔχει σημασίαν εἶναι τὸ νὰ ξεκινήσῃ ἐπὶ τέλους ἕνα κίνημα κατὰ τοῦ Κορρεκτισμοῦ καὶ τῆς μανιοφοβικῆς αὐτολογοκρισίας, μὴ καὶ θιγεῖ ὁ «ἄλλος». Ἡ ἀθλία καὶ ὑποκριτικωτάτη κοινωνία μας, ἀνατριχιάζει μὲ μιὰν στιγμὴν «ἀπρεποῦς» χιοῦμορ, ἀνεχομένη παραλλήλως νὰ «μπανίζῃ» τὰς προσωπικὰς στιγμὰς πολλῶν πολιτῶν, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτοί, ἐξ οἰκονομικῆς ἀνάγκης παρέχουν τὸν κατ᾿ ἰδίαν βίον των εἰς τὸ Κολοσσαῖον τῆς ὀφθαλμολαγνείας τῶν πολλῶν. 


Η ΕΙΚΩΝ:

«Ὁ συνταξιοῦχος μπάτλερ», τοῦ Βασιλείου Βερεστσάγκιν. Ἄσχετον ἴσως μὲ τὴν ἀνάρτησιν, ἀλλὰ κατ᾿ ἐμέ, τόσον ὁ ῥεαλιστὴς μαίτρ τοῦ χρωστῆρος, ὅσον καὶ τὸ μοδέλον, πρέπει νὰ διέθεταν χιοῦμορ.