Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Τὸ Μηδὲν

Ὅταν οἱ Ἰνδοὶ μαθηματικοὶ πρὸ ἑκατοντάδων ἐτῶν «ἀνεκάλυψαν» τὴν μαθηματικὴν ὑπόστασιν (absurdum ἔ;) τοῦ ΜΗΔΕΝΟΣ, πολλὰ πράγματα ἀπέκτησαν μιὰ τεραστίαν ἀξίαν.
Μιὰν ἀξίαν ἐξηρτημένην ἐκ μιᾶς ἐνοχλητικῆς πραγματικότητος.
Αὐτῆς ποὺ ἐπιβάλλει πρὸ τοῦ ΜΗΔΕΝΟΣ νὰ ὑπάρχῃ πάντοτε ἡ ΜΟΝΑΣ καὶ τὰ ὑπόλοιπα ὀκτῶ «παιδιὰ» της.
Αὐτὲς τὶς μέρες κάποιοι τὸ συνειδητοποιοῦμε καὶ χωρὶς τὰ μαθηματικά.
Ἐπειδὴ ἡ ΜΟΝΑΣ λέγεται ΥΓΙΕΙΑ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὅλα τὰ μηδενικὰ ἔχουν ἀξίαν. Χωρὶς αὐτήν, δὲν μποροῦν νὰ εἶναι κάτι ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ ΜΗΔΕΝ.
Ἡ εἰκών: Χαρακτικὸν τοῦ 17ου αἰῶνος τοῦ T. Galle. Ἡ Ὑγιεία (Sanitas) κρατούσα τὸν πεντάκτινον, σύμβολον τῶν Πυθαγορείων διὰ τὴν ὑγιείαν καὶ τὴν ὀφιοῦχον ῥάβδον τοῦ Ἀσκληπιοῦ (Sanitas. Intortus baculo serpens Epidaurius, impar, Et quinquangulus hic, signa salutis habent).

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Φαλκονέρα 1978

Μάγος νύχτ᾿ ἀξημέρωτη μὲ τ᾿ ἄστρα τὰ κρυμένα.
Στὸν ἱταμὸ τὸν ἀσβεστόλιθο ποὺ στὸ σκοτάδι ξεπροβάλλει.
Μικρὰ ταχύτατα κουνέλια πέρα δῶθε,
(Κάτοικοι μιᾶς γονίμου ταπεινότητος).
Καὶ τὸ φανάρι πέρα δῶθε τριγυρίζει.
Φαντάσματα ψάχνοντας πνιγμένων.
Μ᾿ ἕνα μικρὸ τρατζιστοράκι νὰ σκεπάζῃ,
Μέλπον ῥυθμοὺς παλιᾶς κοπῆς.
ὅλο θρηνώντας, ἀγάπες προδομένες.
Σκεπάζει τὸ γουργούρισμα μιᾶς χύτρας,
-πάνω σὲ φρύγαν᾿ ἀναμμένα ἡ γέρικη κακάβα-,
Τοὺς μπακαλιάρους ζεματάει μὲ στοργή.
Μες᾿ σὲ νερὸ γλυφό, φερμένο ἀπ᾿ τὴν Ὑδρα,
-ἔχει κι αὐτὸ τὴ νοστιμιὰ του-,
ἔτσι ἡ ζώὴ παρῆλθε σὲ μιὰ νύχτα,
μὲ ἀφηγήσεις –κυρίως γιὰ νεκρούς-,
σὰν νεκροδείπνου τελετή, μ᾿ ἕνα κρασὶ ξυδιά, μπορνιόκο.
«Ἐν τῇ παρούσῃ συγκυρίᾳ», οἶνος φαλέρνος γιὰ τραπέζια  πατρικίων.
Ὦ, Φαλκονέρα φτωχικιά, μὲ τὰ ξυλάκια τῶν ἀκτῶν σου τὰ ὀθνεῖα.
Πόσο ἡμερέψανε ἀπόψε τὰ νερὰ σου, καθὼς χαϊδεύουν ἁπαλὰ
Τὴ γάστρα τῆς μηχανότρατας «Προκόπης».
Ἀπόψε, ὦ Πεντηκοστή, τὰ πελαγίσια μάγια σου τὰ θεῖα,
Δωρίζεις τα μὲ λάμψεις μύριες, ἱερές.
Λάμψεις φωσφόρες τοῦ πελάγιου πλαγκτοῦ,
Στέφουν τοῦ Μύρτου τὸ ὑδάτινο τὸ μνῆμα.
Ὦ, Φαλκονέρα, βράχε τρομερέ!
Πάγε φιλόσοφε, σὲ εἶδα τὸ ξημέρωμ᾿ ἀνθισμένη.
Σὰν μιᾶς Κυμαίας Σίβυλλας χρησμός,
Προφήτεψες ἐκεῖνο τὸ πρωί,
Μιᾶς ἀπολείπουσας ζωῆς τοὺς στεναγμούς,
Πόθων κι ἐρώτων πνιγμένων σερπαντίνα,
Σ᾿  ἀβύσσους τῆς ζωῆς μου, λιπομάκαρ.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Χαρτομάντηλα στὸ λιθόστρωτο.


Σὲ μιὰ πορεία δύσκολη,
Ἐπάνω σὲ λιθόστρωτα παλιά, ὀλισθηρά,
Μὲ ξῦλα βαρειὰ στὴν πλάτη φορτωμένοι,
Δὲν συλλογιόμαστε προδότες κι ἀρνητές.

Τὰ μάτια μας χάμου καρφωμένα,
Μετροῦνε χαρτομάντηλα ῥιγμένα.
Μετροῦνε χαρτομάντηλα ποὺ σκούπισαν γιὰ μᾶς,
Χέρια ποὺ πλύθηκαν κάπως βιαστικά,
Χέρια ὡραῖα, καθαρά,
βρεγμένα πάλι καὶ πάλι στεγνωμένα.

Κι ὅπως στεγνώνουνε τὰ χέρια κεῖνα τ᾿ ἁπαλά,
Στεγνώνουν καὶ τὰ δάκρυα σὲ μάτι᾿ ἀμάθητα νὰ κλαῖνε.
Σὲ μάτια ψεύτικα, σχεδὸν θὰ τἄλεγες νεκρά.

Μάτια νεκρὰ ὅταν τὰ βλέπῃς ζωντανά,
Πῶς ζωντανεύουν, Δές!
Στῆς ψεύτικης ζωῆς τὰ εἰκονοστάσια,
Σὲ δόλια κάτοπτρα ποζάρουνε στημένα,
Μ᾿ αυτὸ ποὺ βλέπουνε μπροστὰ τους μαγεμένα.