Μάγος νύχτ᾿ ἀξημέρωτη μὲ τ᾿ ἄστρα τὰ κρυμένα.
Στὸν ἱταμὸ τὸν ἀσβεστόλιθο ποὺ στὸ σκοτάδι ξεπροβάλλει.
Μικρὰ ταχύτατα κουνέλια πέρα δῶθε,
(Κάτοικοι μιᾶς γονίμου ταπεινότητος).
Καὶ τὸ φανάρι πέρα δῶθε τριγυρίζει.
Φαντάσματα ψάχνοντας πνιγμένων.
Μ᾿ ἕνα μικρὸ τρατζιστοράκι νὰ σκεπάζῃ,
Μέλπον ῥυθμοὺς παλιᾶς κοπῆς.
ὅλο θρηνώντας, ἀγάπες προδομένες.
Σκεπάζει τὸ γουργούρισμα μιᾶς χύτρας,
-πάνω σὲ φρύγαν᾿ ἀναμμένα ἡ γέρικη κακάβα-,
Τοὺς μπακαλιάρους ζεματάει μὲ στοργή.
Μες᾿ σὲ νερὸ γλυφό, φερμένο ἀπ᾿ τὴν Ὑδρα,
-ἔχει κι αὐτὸ τὴ νοστιμιὰ του-,
ἔτσι ἡ ζώὴ παρῆλθε σὲ μιὰ νύχτα,
μὲ ἀφηγήσεις –κυρίως γιὰ νεκρούς-,
σὰν νεκροδείπνου τελετή, μ᾿ ἕνα κρασὶ ξυδιά, μπορνιόκο.
«Ἐν τῇ παρούσῃ συγκυρίᾳ», οἶνος φαλέρνος γιὰ τραπέζια πατρικίων.
Ὦ, Φαλκονέρα φτωχικιά, μὲ τὰ ξυλάκια τῶν ἀκτῶν σου τὰ ὀθνεῖα.
Πόσο ἡμερέψανε ἀπόψε τὰ νερὰ σου, καθὼς χαϊδεύουν ἁπαλὰ
Τὴ γάστρα τῆς μηχανότρατας «Προκόπης».
Ἀπόψε, ὦ Πεντηκοστή, τὰ πελαγίσια μάγια σου τὰ θεῖα,
Δωρίζεις τα μὲ λάμψεις μύριες, ἱερές.
Λάμψεις φωσφόρες τοῦ πελάγιου πλαγκτοῦ,
Στέφουν τοῦ Μύρτου τὸ ὑδάτινο τὸ μνῆμα.
Ὦ, Φαλκονέρα, βράχε τρομερέ!
Πάγε φιλόσοφε, σὲ εἶδα τὸ ξημέρωμ᾿ ἀνθισμένη.
Σὰν μιᾶς Κυμαίας Σίβυλλας χρησμός,
Προφήτεψες ἐκεῖνο τὸ πρωί,
Μιᾶς ἀπολείπουσας ζωῆς τοὺς στεναγμούς,
Πόθων κι ἐρώτων πνιγμένων σερπαντίνα,
Σ᾿ ἀβύσσους τῆς ζωῆς μου, λιπομάκαρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου