Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Δαυΐδ Ἡλιοδρόμος (David Solway).

Πρόκειται περὶ ἑνὸς εὐφυεστάτου Ἑβραιοκαναδοῦ, ὁ ὁποῖος ἠνάλωσε χρόνον ἰκανὸν καὶ χρῆμα περιηγούμενος τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου.
Εἶναι ἔξοχος ποιητής, ἐκ τῆς μεγίστης ἐκείνης ἐμπνευστικῆς φλεβός, ἥτις ἔδωκεν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν Μουσῶν, ἄνδρας ὡς ὁ Θ. Στ. Ἔλιοτ, ὁ Ἔσδρας Πάουντ καὶ ὁ Γαβριὴλ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Πολλοὶ τὸν γνωρίζουν ἐκ μιᾶς γοητευτικωτάτης λογοτεχνικῆς του ἀπάτης, ὡς δημιουργὸν δηλαδὴ τοῦ «νεοέλληνος Ὁμήρου», ἑνὸς φανταστικοῦ προσώπου, τοῦ (δῆθεν) Ἀνδρέα Καράβη, ποιητοῦ κατοικοῦντος εἰς τοὺς Λειψούς καὶ τυχόντος ὡς ὑπερεκπερισσοῦ φήμην μεγαλυτέραν ἐκείνης πολλῶν ...ὑπαρκτῶν Ἑλλήνων ποιητῶν! (http://en.wikipedia.org/wiki/Andreas_Karavis).
Ὁ Δαυΐδ Ἡλιοδρόμος εἶναι συνάμα ἕνας ἀφοσιωμένος Ἑβραῖος ἐθνικιστής, λατρεύων τὴν κοιτίδα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι κάθε καλὸς ποιητὴς ἔναντι τῆς πατρίδος, ἐνῷ συνάμα διὰ τοῦ ἔργου του βαδίζει τὴν πλατείαν ἀτραπὸν τῆς οἰκουμενικότητος.
Τὰ ποιήματά του εἶναι μικρὰ κοσμήματα ἰσχυροῦ λόγου καὶ βαθείας ἀνατομικῆς ἀξίας.
Ἐτολμήσαμε, φίλε ἀναγνῶστα, νὰ ἀποδώσωμεν ἑλληνιστί τὸ γοητευτικὸν του ποίημα 
«The Ruins of Phylakopi».

Stretch before us:
strewn plinths in the shattered hewn Megáron,
chopped-up marble herms,intricate reticulations
          of lopped stone
          uttered by the cutting Word
— no traction
 
on these peeled surfaces
          to cling to,
these runic shales and chalks.
 
The wind brawls untranslatably
 
among the lettered pediments.

Or these toppling walls 
terraced in by chicken wire,
 
razed, rebuilt, erased
by fire and time, 
by an aimless Cycladic ferocity 
yielding to Mycenaean purpose 

written on this metal plaque
          as Level IV
          of the abandoned dig
(at our feet, commas of obsidian
          chipped from the core,
cylinders scattered like type).

Now, in the absolute present
          of Phylakopi
with its hard
          code of shards,
          the alphabetic bric-a-brac  we move between, note, 

as we do, scrambling
          over grammars
          of littered sediments —
seashells rolling underheel 
in a drift of ash 
(rumors of another speech) — 

how scale abolishes noise.
Leica-clear, no trick
          of the dyslexic sense, 
a dung beetle crawls its dusty track 
among strawflowers and saltblast.
          Mica.   Pumice.   Lime.
Milos, 1990


Φρεάντλου ἐκδοχή:

«Ἐν τῷ Ἐρειπιῶνι τῆς Φυλακωπῆς».

 (Ἀφιεροῦται τῷ φιλτάτῳ ἀδ. ἀρχαιολόγῳ 
Σ.Ο., τῷ μὴ σιτιζομένῳ 
ἐκ τοῦ κρατικοῦ ἡμῶν μπεζαχτᾶ)
Στὰ πόδια μας ἁπλώνονται:
Τ᾿ ἀλλοτινοῦ  Μεγάρου σκόρπια τὰ λαξευτὰ τὰ βάθρα.
Κομματιασμένες κι οἱ μαρμάρινες Ἑρμές.
Ἔξομπλες σαγῆνες τεμμαχισμένων λίθων,
μαρτυρημένων μὲ Λόγο κοφτερό.
-Ἀσύνδετες αὐτὲς οἱ μαδημένες πλάκες,  
κι αὐτοὶ οἱ ῥουνικοὶ σχιστόλιθοι κι αὐτὲς οἱ κιμωλίες.
Πῶς νὰ ᾿ξηγήσῃς τ᾿  ἀνέμου τούτου τὸ ψιθύρισμα,
καταμεσῆς τῶν στορημένων ἀετωμάτων.
Καὶ κειῶν τῶν πεσμένων ντουβαργιῶν,
ζωσμένων μὲ κοτόσυρμα,  
ξεθέμελων, 
ξαναστημένων, 
μηδενισμένων, 
διὰ Πυρὸς καὶ Χρόνου;
Μὲ μιὰν ἀνήλεη  Κυκλαδικὴν ἀγριοσύνη, 
λογοπατώντας  σ᾿ αἰτία Μυκηναίικη, 
πάνω σὲ τούτη τὴν ταμπέλα, 
ποὺ γράφει:  
«Ἐπίπεδον IV» 
ἀνασκαφῆς ματαιωμένης;
(παραπόδας μας, 
ὀψιδιανοῦ σπαράγματα
πελεκημένα ἐξ ἐγκάτων, 
σπαρμένοι κύλινδροι γραμματοστοιχειωμένοι).

Τώρα, μέσα στὸ Τώρα τὸ ἀπόλυτο, 
τοῦτο τῆς Φυλακωπῆς,
μὲ τραχὺ κώδικα δικὸν του λιθαριῶν μπουκουνιασμένων, 
σὰν ἀλφαβήτας ἄθυρμα, 
δολιχοδρόμως ῥοβολοῦμε πέρα –δῶθε,  
στορῶντας,  
σὰν ξηγητὲς κουκουβισμένοι, 
ἐπὶ γραμματικῶν  κυλιομένων ἰζημάτων - ὀστράκων  κριτσανιστῶν κατ᾿ ἀπ᾿ τὰ πόδια μας,
σὲ ῥιπτασμὸν σποδοῦ (μουρμουρητὸ μιᾶς ἄλλης ῥητορείας) μαρτυρικῆς τοῦ πῶς ἡ τάξις τὸν θόρυβο φιμώνει.
Ξεκάθαρη εἰκόνα, 
χωρὶς ματιοῦ μπαγαποντιὲς καὶ τῶν αἰσθήσεων ἀνημπόριες , 
μ᾿  ἕνα σκαθάρι  ὀμπρὸς μας, 
νὰ ἱστορῇ χωμάτινη γραμμή, 
ἐν μέσῳ ἀχυρανθῶν καὶ ἁλισάχνης.
Μαρμαρυγίας!
Σαντορινόπετρα!
Ἀσβέστης!
Μῆλος, 1990