Τὰ κάστρα τῆς ζωῆς μας.
Οἱ πιὸ πολλοὶ γεννιώμαστε σὰν κάστρα ἰσχυρά.
Σειρὲς ὁλόκληρες τειχῶν οἱ συγγενεῖς μας στέκουν.
Μᾶς ζώνουνε μὲ σιγουριὰ κι' ἀσφάλειαν ἀπ' ἔξω.
Καὶ ὁ τρομερός μας ὁ ἐχθρὸς, πόσο μακρυὰ μας στέκει...
Τὸ κάστρο μας εἶναι γερὸ, τὰ τείχη του καινούργια.
Καὶ μεῖς μεσ' στὴν Ἀκρόπολη γεροὶ κι' ἀσφαλισμένοι.
Στὰ τείχη τὰ 'ξωτερικὰ, στοὺς ἔξω προμαχῶνες,
οἱ πρόγονοί μας στέκουνε καὶ δέχονται τὰ βόλια.
Παπποὺς, γιαγιά καὶ γονικὰ,
τὴ μάχη θὲ νὰ δώσουνε ἀπέναντι στὸν Ἄδη.
Καὶ σὰν στραγίσει ἡ ζωὴ κι' ἡ δύναμὴ τους ὅλη,
θὰ πέσουν τότε σύγκορμοι στοῦ λάκκου τὴ μαυρίλα.
Κι' ὅμως...
Τὰ ἔξω τείχη ἄν πέσουνε, μικρ' εἶν' ἡ στεναχώρια.
Φαντάζει ἀπόμακρος ὁ ἐχθρὸς κι ἡ Ἀκρόπολη δικὴ μας...
Ἔχουμ' ἀκόμα τὸν καιρὸ γερὰ ν' ἀντισταθοῦμε.
Κι' ὅμως, ἀλοὶ καὶ τρισαλοί!
Τὰ μέσα τείχη τὰ στερνὰ, ποὖν' ἡ καρδιὰ τοῦ κάστρου,
κι' αὐτὰ θὰ πέσουν μονομιᾶς, ἤ ...ἀργὰ, λίθος-λιθάρι.
Τότε τοῦ κάστρου ἡ καρδιά, γυμνὴ θὲ νὰ προβάλῃ.
Καὶ ὁλομόναχος μαθὲς, ὁ ἔσχατος ὁ πύργος,
θὰ δοκιμάσῃ νὰ σταθῇ μπρὸς στοῦ ἐχθροῦ τὰ ὅπλα.
Κι' ἄλλοι θὰ σκύψουν ταπεινὰ τὸ κάτασπρο κεφάλι,
μὲ θλίψη καὶ παραίτηση στ' ἀφεύγατο δρεπάνι.
Ἄλλοι, ποὺ εἶν' πιὸ τραγικοὶ μὲσ' στὸν ἀγῶνα τοῦτο,
θ' ἀντισταθοῦνε δείχνοντας αὐτὰ ποὺ πιὰ δὲν ἔχουν.
Ψιμμύθια καὶ καλωπισμοὶ, ψευδαίσθηση τῶν νιάτων,
γλῶσσα καὶ τρόποι σύγχρονοι, καμώματα ἐφήβων,
δὲν ξεγελοῦν κανένανε, μήτε καὶ τὸ δρεπάνι...
Μόνο στοὺς ἴδιους δίνουνε μιὰ ψεύτικην ἐλπίδα,
μήπως καὶ ξεγελάσουνε τὸν ἄριστο τοξότη.
«Ἄς πέσαν τὰ ὄξω ὀχυρὰ καὶ τὰ μακρὰ τὰ τείχη,
ὁ πύργος τοῦτος ὁ στερνὸς, καλὰ ἀκόμα στέκει...».
Δὲν ξέρουν οἱ ἀνόητοι πὼς ὁ ἐχτρὸς ἐτοῦτος,
ἔχει ὅπλα ἀκατανίκητα, ἀπόμακρα κανόνια.
Χτυποῦνε μέσα στὴν καρδιά, γκρεμοῦν τὲς ἀκροπόλεις.
Σὰν θέλει ἀφήνει ἀπείραχτους τοὺς ἔξω προμαχῶνες
καὶ τὴν Ἀκρόπολη χτυπᾶ γερὰ καὶ μανιασμένα...
Στέκουν βουβὰ καὶ ὄρθια, ἀκέρια 'ραχνιασμένα,
τὰ ἔξω τείχη τὰ παλιά, τ' ἀγεροχτυπημένα.
Σὰ νὰ θρηνοῦν ἀμήχανα, πῶς ἡ καρδιὰ ἐχάθη,
τὶ προστατεύουν ἄραγε κι' οἱ πύλες ποιὸν φυλοῦνε;
Κισσοὶ τυλίγονται ἐκεῖ καὶ θρώσκουν κυπαρίσσια.
Ἐκεῖ ποὺ ἔβραζ' ἡ ζωὴ κι' ἡ νιότη ἀλυχτοῦσε,
τώρα φυτρώνουν νηπενθῆ καὶ τίποτα δὲ μένει.
Εἶναι βουβὰ τὰ κάστρα μας καὶ μόνον ὁ ἀγέρας,
ψέλνει ἀσταμάτητα τρελλὰ, τὴν ἐπωδὸν ἐκείνη,
ποὖναι τὸ μόνο σίγουρο, ποὖναι ἡ μόνη ἀλήθεια·
debemur morti…
debemur morti…
nos, nostraque…
Εἰς τὴν μνήμην ἑνὸς καλοῦ καὶ εὐθύμου ἀνθρώπου, τοῦ Β. Λ.
Vt siluae foliis pronos mutantur in annos,
prima cadunt, ita uerborum uetus interit aetas,
et iuuenum ritu florent modo nata uigentque.
Debemur morti nos nostraque. Siue receptus
terra Neptunus classes Aquilonibus arcet,
regis opus, sterilisue diu palus aptaque remis
uicinas urbes alit et graue sentit aratrum,
seu cursum mutauit iniquom frugibus amnis,
doctus iter melius, mortalia facta peribunt,
nedum sermonem stet honos et gratia uiuax.
Ὁράτιος, Ars Poetica 63.
Οἱ πιὸ πολλοὶ γεννιώμαστε σὰν κάστρα ἰσχυρά.
Σειρὲς ὁλόκληρες τειχῶν οἱ συγγενεῖς μας στέκουν.
Μᾶς ζώνουνε μὲ σιγουριὰ κι' ἀσφάλειαν ἀπ' ἔξω.
Καὶ ὁ τρομερός μας ὁ ἐχθρὸς, πόσο μακρυὰ μας στέκει...
Τὸ κάστρο μας εἶναι γερὸ, τὰ τείχη του καινούργια.
Καὶ μεῖς μεσ' στὴν Ἀκρόπολη γεροὶ κι' ἀσφαλισμένοι.
Στὰ τείχη τὰ 'ξωτερικὰ, στοὺς ἔξω προμαχῶνες,
οἱ πρόγονοί μας στέκουνε καὶ δέχονται τὰ βόλια.
Παπποὺς, γιαγιά καὶ γονικὰ,
τὴ μάχη θὲ νὰ δώσουνε ἀπέναντι στὸν Ἄδη.
Καὶ σὰν στραγίσει ἡ ζωὴ κι' ἡ δύναμὴ τους ὅλη,
θὰ πέσουν τότε σύγκορμοι στοῦ λάκκου τὴ μαυρίλα.
Κι' ὅμως...
Τὰ ἔξω τείχη ἄν πέσουνε, μικρ' εἶν' ἡ στεναχώρια.
Φαντάζει ἀπόμακρος ὁ ἐχθρὸς κι ἡ Ἀκρόπολη δικὴ μας...
Ἔχουμ' ἀκόμα τὸν καιρὸ γερὰ ν' ἀντισταθοῦμε.
Κι' ὅμως, ἀλοὶ καὶ τρισαλοί!
Τὰ μέσα τείχη τὰ στερνὰ, ποὖν' ἡ καρδιὰ τοῦ κάστρου,
κι' αὐτὰ θὰ πέσουν μονομιᾶς, ἤ ...ἀργὰ, λίθος-λιθάρι.
Τότε τοῦ κάστρου ἡ καρδιά, γυμνὴ θὲ νὰ προβάλῃ.
Καὶ ὁλομόναχος μαθὲς, ὁ ἔσχατος ὁ πύργος,
θὰ δοκιμάσῃ νὰ σταθῇ μπρὸς στοῦ ἐχθροῦ τὰ ὅπλα.
Κι' ἄλλοι θὰ σκύψουν ταπεινὰ τὸ κάτασπρο κεφάλι,
μὲ θλίψη καὶ παραίτηση στ' ἀφεύγατο δρεπάνι.
Ἄλλοι, ποὺ εἶν' πιὸ τραγικοὶ μὲσ' στὸν ἀγῶνα τοῦτο,
θ' ἀντισταθοῦνε δείχνοντας αὐτὰ ποὺ πιὰ δὲν ἔχουν.
Ψιμμύθια καὶ καλωπισμοὶ, ψευδαίσθηση τῶν νιάτων,
γλῶσσα καὶ τρόποι σύγχρονοι, καμώματα ἐφήβων,
δὲν ξεγελοῦν κανένανε, μήτε καὶ τὸ δρεπάνι...
Μόνο στοὺς ἴδιους δίνουνε μιὰ ψεύτικην ἐλπίδα,
μήπως καὶ ξεγελάσουνε τὸν ἄριστο τοξότη.
«Ἄς πέσαν τὰ ὄξω ὀχυρὰ καὶ τὰ μακρὰ τὰ τείχη,
ὁ πύργος τοῦτος ὁ στερνὸς, καλὰ ἀκόμα στέκει...».
Δὲν ξέρουν οἱ ἀνόητοι πὼς ὁ ἐχτρὸς ἐτοῦτος,
ἔχει ὅπλα ἀκατανίκητα, ἀπόμακρα κανόνια.
Χτυποῦνε μέσα στὴν καρδιά, γκρεμοῦν τὲς ἀκροπόλεις.
Σὰν θέλει ἀφήνει ἀπείραχτους τοὺς ἔξω προμαχῶνες
καὶ τὴν Ἀκρόπολη χτυπᾶ γερὰ καὶ μανιασμένα...
Στέκουν βουβὰ καὶ ὄρθια, ἀκέρια 'ραχνιασμένα,
τὰ ἔξω τείχη τὰ παλιά, τ' ἀγεροχτυπημένα.
Σὰ νὰ θρηνοῦν ἀμήχανα, πῶς ἡ καρδιὰ ἐχάθη,
τὶ προστατεύουν ἄραγε κι' οἱ πύλες ποιὸν φυλοῦνε;
Κισσοὶ τυλίγονται ἐκεῖ καὶ θρώσκουν κυπαρίσσια.
Ἐκεῖ ποὺ ἔβραζ' ἡ ζωὴ κι' ἡ νιότη ἀλυχτοῦσε,
τώρα φυτρώνουν νηπενθῆ καὶ τίποτα δὲ μένει.
Εἶναι βουβὰ τὰ κάστρα μας καὶ μόνον ὁ ἀγέρας,
ψέλνει ἀσταμάτητα τρελλὰ, τὴν ἐπωδὸν ἐκείνη,
ποὖναι τὸ μόνο σίγουρο, ποὖναι ἡ μόνη ἀλήθεια·
debemur morti…
debemur morti…
nos, nostraque…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου