«Χριστούγεννα, καρδιὰ τοῦ χειμῶνος, Φῶτα, Ἄης Βασίλης...», ὅπως ξεκινᾶ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα διηγήματά του ὁ κυρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πόσον ἄνοστα ἔχουν γίνει ὅλα! Καταπίνουμε κουραμπιέδες καὶ μελομακάρονα ἐν μέσῳ τῆς λησμονημένης τεσσαρακοστῆς, πρὸ τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου.Ἑκατομμύρια σινικὰ λαμπιόνια, ἀντικαθιστοῦν τὸ πανάρχαιον ἐκεῖνον ἤπιον φῶς, τὸ μελιχρόν, τὸ φιλίμερον, τὸ φῶς μικρῶν κηρίων φωτοδοτουμένων δι᾿ ὁλίγα μόνον λεπτά πρὸ τῆς παταγώδους εἰσελεύσεως τοῦ νέου ἔτους.
Πόση προσμονή, πόση ἀδημονία διὰ τὰ μικρὰ ἐκεῖνα κεράκια, τὰ δαγκωμένα μὲ τὰς μικρὰς των τσιμπιδοειδεῖς βάσεις εἰς τὰ κλαδάκια τοῦ χριστουγεννιάτικου δένδρου. Πόσον ἐπικινδύνως, πόσον ἀπειλητικῶς ἐτρεμόσβυναν ἀσπαίροντα, ὅταν ἠνοίγετο τὸ παράθυρον διὰ «νὰ μπῇ», μαζὶ μὲ τὸ κρύον τῆς ἐσχάτης νυκτὸς τοῦ ἔτους καὶ ὁ νέος χρόνος.
«Προσοχὴ τὶς κουρτίνες», «ἄντε σβῦστε τα τώρα! Καὶ τοῦ χρόνου», «ἅστα καημένη λίγο ἀκόμη, νὰ χαροῦν τὰ παιδιά».
Τώρα τὰ λαμπιόνια ἀναβοσβύνουν φρενιτιωδῶς, συνοδευόμενα ὑπὸ ἐκνευριστικοτάτης «χριστουγεννιάτικης» μουσικῆς. Θυμίζουσι μεγαλούπολιν ἀφ᾿ ὕψους ὁρωμένην καὶ τὰ λαμπιόνια δὲν εἶναι πιὰ ἡ μίμησις τῶν ἀσπαιρόντων ἐν τῷ ταπεινῷ μυστηριακῷ φωτὶ τῆς νυκτὸς κρυστάλλων. Εἶναι τὰ χιλιάδες αὐτοκίνητα τῆς πόλεως ταύτης, τὰ συνήθως ἀσκόπως περιφερόμενα εἰς τὰς λεωφόρους. Ἡ ἰδία «μουσική», ἡ ἀκουομένη ἐν τῇ συγχρόνῳ φάτνῃ τοῦ πολιτισμοῦ (;) μας. Εἰς τὸ σοῦπερ μάρκετ. Εἰς τὰ πολυκαταστήματα. Πωληταὶ καὶ ταμίαι εἰς τὰ πρόθυρα νευρικῆς κρίσεως, προσβληθέντες ὑπὸ τῆς τριακοστῆς ἑννάτης ἀνακρούσεως τοῦ χριστουγεννιάτικου ἐμβατηρίου «τζίνγκλ μπέλς» εἰς ὅλας τὰ ἐκδοχὰς καὶ τὰς τεχνοτροπίας. Συμφωνικαὶ ὀρχήστραι, μπὶγκ μπάντς, φυσαρμόνικαι, ὀκαρίναι, ξυλόφωνα, συνθετηταί, συνθλίβουν, ἐξαφανίζουν τὸ πτωχὸν καὶ ἰθαγενὲς μας «Χριστὸς γεννᾶται σήμερον».Ἡ παγκοσμιοποίησις, ἡ «μηχανὴ τοῦ κιμᾶ», ὡς ἔλεγε κάποιος συχωρεμένος, κατισχύει καὶ νικᾶ. Ἑκατομμύρια καλικάντζαροι χοροπηδοῦν ἀσυμμάζευτοι, γνωρίζοντες ὅτι «τὰ Φῶτα» δὲν πρόκειται οὐδόλως νὰ τοὺς συμμαζεύσουν,...ὡς ἄλλοτε.
Ἡ τηλοψία! Δι᾿ αὐτῆς θέλει ἐκτονωθῇ καὶ ὁ τελευταῖος σπινθὴρ παραδοσιακῆς θρησκευτικότητος καὶ πατρογονικῆς εὐλαβείας.Ἐκεῖ θὰ ἀκουσθῇ τὸ «Ὀρατόριον τῶν Χριστουγέννων», ἐκεῖ θὰ παρουσιασθῇ κατανυκτικὸν δοκυμανταὶρ περὶ τὸν ἀστέρα τῆς Βηθλεέμ. Θὰ ἐρευνηθοῦν καὶ θὰ ἐκλογικευθοῦν ὅλα. Θὰ ἐξετασθῇ ἐπιστημονικῶς τὸ ταξείδιον τῶν Μάγων. Θὰ πιστοποιηθῇ ἡ Σφαγὴ τῶν Ἀθώων Νηπίων. Θὰ ἐκπεμφθοῦν τὰ μηνύματα τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν ἀρχηγῶν. Ἀκολούθως θὰ ἐπιλέξωμεν, ἢ τὴν μεγάλην συναυλίαν τῆς Φιλαρμονικῆς τῆς Βιέννης, ἢ τὰ σανκυλότ μπαλέτα τοῦ Μουλαὶν Ῥούζ.Εἶσθε ἰκανοποιημένοι; Ταῦτα πάντα διασκεδάζουν ἐπαρκῶς φίλοι μου καὶ διακόπτουν αἰσίως τὴν τύρβην τῆς δυσοιώνου καθημερινότητος; Πραγματώνουν τὸ ὡραῖον ἐκεῖνον τοῦ Χρυσοστόμου ῥῆμα, «βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος»;
Καὶ ὁ «Ἄης Βασίλης»; Ἐξετοπίσθη ὑπὸ χαζοβιόλη «σνόουμαν», μετὰ ταράνδων. Δὲν «βαστάει εἰκόνα καὶ χαρτί». Χασκογελᾶ «Χό, χό, χό» σὰν τὸν Λόνγκ Τζὼν Σίλβερ...
Ἐγὼ σκέπτομαι ἐφέτος νὰ ἐπαναστατήσω κι᾿ ἂς μὲ βάλουν οἱ νεοταξικοὶ παρατηρηταὶ εἰς τὰ κατάστιχα τῶν δικαίων.
Πρῶτον, σκέπτομαι ν᾿ ἀφήσω ὄρνιθας, χοίρους, κονίκλους, ταράνδους, ἀμνοὺς καὶ ἀλιγάτορας, μακρὰν τοῦ στομάχου μου μέχρις τῆς Ἁγίας Νυκτός. Ὁμοίως καὶ διὰ τὰς δίπλας, τὰ φοινίκια, τὰ μελομακάρονα καὶ τοὺς κουραμπιέδες.
Δεύτερον, 25η Δεκεμβρίου ὥρα 05.30 τὸ πρωί, σκέπτομαι νὰ ὑπάγῳ εἰς ἐκκλησίαν τινα, κατὰ προτίμησιν ὑπηρετουμένην ὑπὸ κακοφώνων ψαλτῶν, ὥστε νὰ ἀποφευχθῇ ἡ συμπροσευχὴ μετὰ διαφόρων «ἐστέτ» ποὺ «τόσο τοὺς ἀρέσει ἡ βυζαντνὴ μουσική» καὶ ἐναβρύνονται ὑπεράγαν κατὰ τὰς ἁγίας ἡμέρας (λὲς καὶ ὑπάρχουν καὶ ἀνόσιοι ἡμέραι), μεταβαίνοντες μειλιχίως ἔως καὶ χυδευλαβῶς εἰς τοὺς ναούς.
Τρίτον, σκέπτομαι νὰ πῶ τὰ κάλαντα καὶ τὰ «Χριστούγεννα-Πρωτούγεννα» στὸν ἑαυτὸν μου. Καὶ τὸ «Χριστὸς γεννᾶται σήμερον». Νὰ ἀπολαύσω τὴν ὑπέροχον ποικιλότητα τῆς ἑλληνικῆς μας γλώσσης. Τὴν νοσταλγικὴν καθαρεύουσαν τοῦ «ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει» καὶ τὴν θερμὴν δημοτικὴν τοῦ «σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι ποὔρθαμε».
Σκέπτομαι κι᾿ ἄλλα καλοὶ μου φίλοι, ἀλλὰ μὴ σᾶς κουράζω.
Μπορεῖ κάποιαν ἄλλην στιγμήν...
Ἂς κινηθῇ κι᾿ ἡ ἀγορά, ἀλλὰ πρωτίστως, Καλὰ Ἑλληνικὰ Χριστούγεννα!
Ὁ γέρων Φρεάντλης ὁ ὀνηλατούμενος.