Ἔλαβον διαδικτυακῶς, προερχόμενον ἐξ ἀρκετῶν φίλων, τὸ κάτωθι κείμενον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἀναπτύσσεται συλλογισμὸς σχετικὸς, μεταξὺ ἄλλων καὶ πρὸς τὴν προέλευσιν τῆς λέξεως ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ, ἐρειδόμενος ἐπὶ σχετικοῦ βιβλίου τοῦ κ. Βερέττα.
Τσικνοπέμπτη…. Βωμολοχίες ….. Καρναβάλι
...Αυτές ήταν οι πρώτες καρναβαλικές γιορτές, άλλα και μια πρώιμη μορφή του θεάτρου. Ήταν οι γιορτές για την έλευση της Άνοιξης.
Για την προέλευση της λέξης καρναβάλι, ο συγγραφέας Μάριος Βερέττας αναφέρει:
Καρναβάλι λοιπόν… Ή «Κάρνα» – «βάλι». Προφανώς είναι μια σύνθετη λέξη. Ποιά είναι όμως η προέλευση των δύο αυτών συνθετικών;
Ας ανοίξουμε τον Όμηρο. Σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος».
Ας ανοίξουμε τον Όμηρο. Σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος».
Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» παράγεται στον πληθυντικό η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια», η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο σε όλες τις δωρικές πόλεις προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος. Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί»!
Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης «Καρναβάλι».
Κατ’ αρχήν το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε» και «μακάρι». Έπειτα, μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον σημασίες του ρήματος «βάλλω» έχουν την έννοια του «στρέφω», «σείομαι πέρα δώθε», «ελαύνω», «φορώ», «προκαλώ», «ρίπτομαι» αλλά και… «φωτίζω».
Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα «βαλλίζω» που σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός».
Κατ’ αρχήν το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε» και «μακάρι». Έπειτα, μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον σημασίες του ρήματος «βάλλω» έχουν την έννοια του «στρέφω», «σείομαι πέρα δώθε», «ελαύνω», «φορώ», «προκαλώ», «ρίπτομαι» αλλά και… «φωτίζω».
Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα «βαλλίζω» που σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός».
Με βάση τα προηγούμενα θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι:
Μια έκφραση του τύπου «καρνάβαλε», θα μπορούσε να σημαίνει «είθε Θεέ Κάρνε» να εκπληρώσει τις γονικοποιητικές μας προσδοκίες για την αύξηση των γεννημάτων μας.
Μια έκφραση του τύπου «καρνάβαλε», θα μπορούσε να σημαίνει «είθε Θεέ Κάρνε» να εκπληρώσει τις γονικοποιητικές μας προσδοκίες για την αύξηση των γεννημάτων μας.
Μια έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» θα μπορούσε να σημαίνει «στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, πρός τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα. Μια έκφραση του τύπου «καρναβαλίζω» θα μπορούσε να σημαίνει ότι «χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, τα κριόμορφα φορώντας κέρατα του Θεού ή το προσωπείο του. Το παραπάνω κείμενο είναι επιλογή αποσπασμάτων από τo βιβλίο του Μάριου Βερέττα: Καρναβάλι, η αρχαιότερη Ελληνική γιορτή.
Τὰ πάντα βεβαίως δύνανται νὰ ἐξηγηθοῦν ἐπαρκῶς καὶ ἀδιαμφισβητήτως, ἂν καταδεχθῶμεν ὅτι παρὰ τῷ πλευρῷ τῆς ὑπερόχου καὶ ἐξαιρέτου ἀρχαίας γλώσσης μας, ἵσταται καὶ ἡ καημένη, ἡ πτωχὴ λατινική.
Γνωστέον τὸ ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι, εἴτε υἰοθέτησαν πολλὰς ἐκ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἑορτῶν, εἴτε προσήρμοσαν αὐτὰς εἰς τὰς ἰδικὰς των.
Κατὰ τῷ Ἀνθεστηριῶνι Ἀττικῷ μηνί, τῷ καθ᾿ ἡμᾶς Φεβρουαρίῳ, ἐτελεῖτο πανδήμως ὁμάς τις ἑορτῶν καλουμένη Ἀνθεστήρια. Ἡ ἔναρξις τῶν ἑορτῶν αὐτῶν ἐλάμβανε χώραν ἐν τῇ 13ῃ αὐτοῦ ἡμέρᾳ, τῇ καλουμένῃ Πιθοίγια. Πιθοίγια ἐκ τῆς ἀνοίξεως τῶν πίθων τοῦ νέου οἴνου.
Ἐν τῇ αὐτῇ ἡμερομηνίᾳ συνεκροτεῖτο σατυρικὴ πομπή, ἐν ᾗ περιήγετο παράδοξον ἅρμα. Τὸ ἅρμα αὐτὸ παρίστανε πλοῖον κυλιόμενον ἐπὶ τροχῶν.
Ὡς γνωστὸν κεντρικὴ καὶ ἀποκλειστικὴ θεότης τῶν Ἀνθεστηρίων ἦτο ὁ Διόνυσος. Τοῦτο καθ᾿ ἡμᾶς διαρρυγνύει πᾶσαν σχέσιν, ὡς ἰσχυρίζεται ὁ κ. Β., τῶν Καρνείων ἑορτῶν τοῦ Ἀπόλλωνος πρὸς τὰς τῶν Ἀνθεστηρίων. Ἄλλωστε τὰ Κάρνεια ἦτο λακωνικὴ τετραετὴς ἑορτή, ἀρρήκτως συνδεδεμένη πρὸς τὴν λήξιν τοῦ τρυγητοῦ.
Λατινιστὶ τὸ ἅρμα, τὸ ἐν γένει τροχοφόρον λέγεται CARRUS, γεν. carri. Ἐξ οὗ καὶ τὸ ἡμέτερον νεοελληνικὸν κάρρον, ὡς ὀρθῶς ἐγράφετο ...ἐπὶ ἐποχῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, car ἀγγλιστί κλπ.
Ἐπίσης λατινιστί, ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸ πλοῖον, ὁ ναυτικὸς, λέγεται NAVALIS.
CARRUS NAVALIS λοιπὸν εἶπον οἱ Ῥωμαῖοι τὸ παράδοξον διονυσιακὸν ἅρμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἤρχιζαν τὰ Ἀνθεστήρια. ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ παρεφθέγξατο παρὰ τοῖς μεσαιωνικοῖς Ἕλλησιν καὶ μέχρι σήμερον περιάγονται ἅρματα ἐφ᾿ ὧν σύγχρονοι σάτυροι καὶ σειληνοὶ σατιρίζουν διονυσιαζόμενοι.
Πομπὴ Ἀνθεστηρίων ἐξ ἀρχαίου μελανομόρφου ἀγγείου. Τὸ τροχοφόρον πλοῖον. |
Διότι ὁ ἐκ Θράκης Διονύσου πλοῦς ἐδραματοποίει τότε καὶ τὰ διατρέξαντα περὶ τὸν πλοῦν αὐτὸν γεγονότα τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ θεοῦ.
Διονύσου Πλοῦς. (ὁ ἐξοργισθεὶς θεὸς μεταμορφώνει τοὺς ἀπαγωγεὶς του εἰς δελφίνας). Ἐκ ψηφιδωτοῦ ἐν Βορείῳ Ἀφρικῇ. |
Ἄρα CARRUS NAVALIS εἶναι τὸ ναυτικὸν ἅρμα, ἢ ἂν προτιμᾶτε, τὸ τροχήλατον πλοῖον. Ἡ λέξις ἢ καλύτερον φράσις CARRUS NAVALIS υἱοθετηθεῖσα ὑπὸ τῶν μεσαιωνικῶν Ἑλλήνων, ἐπέζησε μέχρις ἡμῶν ὡς ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ.
Τὸ ἴδιον θέμα. Νὰ προσεχθῇ ὁ προπορευὀμενος πελαργός, χαρακτηριστικὸν στοιχεῖον τῆς θρακικῆς πανίδος. |
Συχνάκις, ἐσχάτως, πολλοὶ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι, ἐν τῇ ὑπερβολικῇ των ἐπιθυμίᾳ, ὅπως ἑλληνοποιήσωσι τὰ πάντα, τρέπονται εἰς ἀδοκίμους καὶ ἀβασανίστους συμπερασματικὰς κρίσεις.
Ἐπὶ τοῦ προκειμένου, ἔχομεν ἓν ΚΑΘΑΡΩΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ, ἀκριβέστερον ἀθηναϊκὸν θρησκευτικὸν δρώμενον, φέρον ὅμως (εἴτε μᾶς ἀρέσκει, εἴτε ὄχι) ΛΑΤΙΝΙΚΩΤΑΤΗΝ ὀνομασίαν.