Ἕνα βασικὸν στοιχεῖον τοῦ εὐρωπαϊκοῦ εἰκαστικοῦ μανιερισμοῦ, μέχρι τὸν ιστ΄ αἰῶνα εἶναι, ἡ ἀπεικόνισις ζωσῶν προσωπικοτήτων εἰς στάσιν πλαγίαν (προφίλ). Μέχρι νὰ ἱστορηθῇ ἡ προκειμένη προσωπογραφία, κατὰ μέτωπον (ἀνφάς) ἀπεικονίζοντο μόνον τὰ ἱερὰ πρόσωπα.
Ὁ δόγης Λεονάρδος Λορεντάν, γόνος μιᾶς ἐκ τῶν περιφανεστέρων ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τῆς Ἑνετίας, ἐγεννήθη εἰς τὰς 16 Νοεμβρίου 1436 καὶ ἀπεβίωσε κατέχων αὐτὸ τὸ ὕπατον ἀξίωμα ἐπὶ εἴκοσιν ἔτη, τὴν 21ην Ἰουνίου 1521.
Ἡ οἰκογένειά του, μὲ πρῶτον αὐτόν, ἔμελε νὰ παράσχῃ τῇ Γαληνοτάτῃ τρεῖς δόγας καὶ δεκάδας ἀνωτέρων ὑπαλλήλων καὶ στρατιωτικῶν, κατὰ τὰ 1100 περίπου ἔτη τῆς ἱστορίας της ὡς κράτους.
Τὸ οἰκόσημον τῶν Loredan. |
Ὁ δόγης κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς 85ετοῦς ζωῆς του, ἔζησε συγκλονιστικὰς ἐμπειρίας. Εἶδε τὴν Βασιλεύουσαν νὰ πίπτῃ εἰς χείρας βαρβάρων καὶ τὸ ἄνθος τῆς ἑνετικῆς ἀριστοκρατίας νὰ σφαγιάζεται μαχόμενον εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ τελευταίου Ῥωμαίου αὐτοκράτορός της. Εἶδεν ἀπηλπισμένους Ἕλληνας φυγάδας ζητοῦντας δικαίαν ἐκδίκησιν τῶν δεινῶν των. Εἶχε τὴν τιμὴν ἐκεῖνος πρῶτος νὰ ὡπλίσῃ ἑλληνικὰς χείρας κατὰ τοῦ ἀπίστου ἀγαρηνοῦ κυνός. Ἔζησε τοὺς δύο καταστρεπτικοὺς Ἑνετοτουρκικοὺς Πολέμους, οἱ ὁποῖοι ἐστέρησαν τὴν Δημοκρατίαν ἀπὸ πολλὰς κτήσεις της.
Ἀκόμη ἔζησε καὶ συμμετέσχε εἰς τὰς φοβερὰς ἐνδοχριστιανικὰς συρράξεις τοῦ Πολέμου τῆς Ἑνώσεως τοῦ Καμπραί, ὅταν ἡ Ἑνετία προδομένη ἀπὸ τὸν Γενουήσιον Πάπαν Ἰούλιον τὸν β΄, γνωστὸν καὶ ὡς «Πάπαν Πολεμιστήν», εὑρέθη μαχομένη πέραν τῶν παραδοσιακῶν της ἐχθρῶν Τούρκων καὶ κατὰ τῆς Ἁγίας Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Γερμανίας), τοῦ βασιλείου τῆς Ἀραγῶνος, τῆς Γαλλίας καὶ πολλῶν ἰταλικῶν πόλεων.
Σημειωτέον ὅτι, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς μεγάλης αὐτῆς περιπετείας, ἡ ὁποία παρολίγον νὰ τερματίσῃ τὴν ἔνδοξον πορείαν τῆς Ἑνετίας, ὁ παπικὸς ἀφορισμὸς ἐναντίον ὅλων τῶν Ἑνετῶν (!), ἐστέρησε πᾶν χριστιανικὸν θρησκευτικὸν δικαίωμα τῶν πολιτῶν της.
Ὁ σπουδαῖος δόγης ἀντιμετώπισεν ἀξιοπρεπῶς τὰς προκλήσεις, ἀξιοποιήσας κάθε μέσον τὸ ὁποῖον ἡ ἀστείρευτος φαντασία του καὶ ἡ ὀξυδέρκειά του ἐνέπνευσαν.
Στρατιωτικῶς, ἀντιμετώπισε τὸ πάντοτε ἰσχυρὸν πρόβλημα τῆς λειψανδρίας, μισθώσας εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Γαληνοτάτης τὰ πολεμοχαρῆ ὑπολείμματα τῆς Ῥωμαϊκῆς (βυζαντινῆς) Αὐτοκρατορίας, τοὺς τρομεροὺς Ἕλληνας, Ἀρβανίτας καὶ Κροάτας stradioti, οἱ ὁποῖοι κατ᾿ ἐπανάληψιν κατετρόπωσαν τοὺς Ἱσπανούς, Ἑλβετούς, Γερμανούς, Γάλλους κλπ. ἀντιπάλους των.
Ἐμπροσθόφυλον τῶν ἀπομνημονευμάτων τοῦ τρανοῦ Ναυπλιέως «Stradioti» Μανώλη Μπλέσση. |
Ἡ πορεία τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων, ὡς ἀνεμένετο ὑπῆρξε καταστροφική.
Ὁλίγαι νίκαι καὶ πολλαὶ ἧτται. Ἀποκορύφωσις ἡ ἀπώλεια τῆς Παδούης, τοῦ ἰσχυροτέρου χερσαίου προπυργίου τῆς Δημοκρατίας.
Τότε ἐμφανίζεται ὁ μέγας διπλωμάτης Λορεδάν!
Μὲ εἰλικρινὴ λόγον πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Δήμου, τὸ «Ἀρέγκο», σὰν ἄλλος Σόλων, ἐξορκίζει τοὺς πολίτας εἰς τελειωτικὸν ἀγῶνα ζωῆς ἢ θανάτου. Ἡ Πάδουα ἀνακτᾶται. Παρασκηνιακῶς ἐπιτυγχάνει τὸ θαῦμα. Συμπράττει πρὸς τὸν Πάπαν, ὁ ὁποῖος τώρα ἔχει στραφεῖ κατὰ τῶν Γάλλων καὶ κερδίζει μίαν ἀνάσαν. Οἱ Ἑνετοὶ δὲν εἶναι πλέον ἀπομονωμένοι. Κυρίως δύνανται νὰ θάπτουν πάλιν τοὺς νεκροὺς των ...χριστιανικῶς!
Ὅμως τὸ μίσος τοῦ Πάπα εἶναι ἀτέρμον. Ἐγκαίρως ὁ Λορεδὰν διὰ ἐκπληκτικῶν δολοπλοκιῶν, κατασκοπείας, ἐρωτικῶν δολωμάτων, χρηματισμῶν, ὑφαρπάζει τὴν Γαλλίαν τοῦ Λουδοβίκου τοῦ ιβ΄, ἐκ τοῦ Συνασπισμοῦ καὶ τὴν στρέφει κατὰ τῶν ἀντιπάλων του. Ὁ Πάπας αἰφνιδιάζεται.
Ἡ Ἑνετία ἀνακτᾶ καὶ πάλιν ὅ,τι εἶχεν ἀπολέσει. Τὸ πλέον δὲ ἐντυπωσιακόν! Ὁ Πάπας ὑποχρεοῦται νὰ καταβάλῃ πρὸς τὴν ...οἰκογένειαν Λορεδάν, τὸ πρωτοφανὲς διὰ τὴν ἐποχὴν (καὶ σήμερον ἀκόμη) ποσόν, τῶν 500.000 δουκάτων!
Ὁ γηραιὸς δόγης ἔχει νικήσει, δύναται δὲ νὰ παραδώσῃ μαζὶ μὲ τὸ ὑπέροχον πνεῦμα του πρὸς τὸν Κύριον τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός καὶ εἰς τὸν διάδοχόν του Ἀντώνιον Γριμάνην ἕν ἰσχυρὸν κράτος, μίαν αὐτοκρατορίαν, ἀξίαν νὰ συνεχίσῃ τὴν σχεδὸν μοναχικὴν ἀγωνιστικὴν πορείαν της, κατὰ τοῦ προαιωνίου ἐχθροῦ της, τοῦ ἀπίστου Ὀθωμανοῦ.
Εἰς τὸ πορτραῖτον τοῦ Μπελλίνι (ἐκλατινισμένως φέρεται ὡς Ioannes Bellinus εἰς τὴν «καρτολίναν» του), ὁ δόγης εἰκονίζεται ἁγαλματώδης καὶ πλήρως στυλιζαρισμένος.
Μέσα ἀπὸ τὴν δύσκαμπτον, ἀτσαλάκωτον, ὁλοσηρικὴν, λευκὴν μπροκάρ βέσταν του μὲ τὰ περίτεχνα κομβία, ξεπροβάλλει ἡ μορφὴ του.
Μόνον πρόσωπον. Πρόσωπον «γαληνότατον», ἀτάραχον. Ὄχι ἡ ἀταραξία τοῦ ἀνοήτου, τοῦ μπονόμ. Ἡ ἀταραξία τοῦ κυβερνήτου.
Τὸ βλέμμα του διαπερᾶ τὸ ἄπειρον. Δύο ἀποκλίνοντες ὁπτικοὶ ἄξονες διαπορεύονται εἰς ἀνυπολόγιστον βάθος. Τὸ ἀριστερὸν τοῦ προσώπου του ἔχει μίαν αἴσθησιν πικροῦ χιοῦμορ, μίαν μειλιχιότητα συγκεκρατημένης εὐθυμίας, μιᾶς στωικότητος ἐπίσης.
Τὸ δεξιὸν εἶναι αὐστηρόν. Τὸ στόμα εἶναι δύσκολον νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς μειδιάζον. Μᾶλλον ἀποπνέει ἐκείνην τὴν δυσοίωνον ῥωμαϊκὴν ἔκφρασιν τῶν γλυπτῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς περιόδου τοῦ Αὐγούστου, τὴν ἔλξιν τῶν μυῶν ὑπὸ τὴν ῥῖνα κατὰ τρόπον δεικνύοντα ἀνάμεικτα συναισθήματα καρτερίας, ἀποδοκιμασίας καὶ συγκρατήσεως τῶν ἀκαίρων λόγων.
Οἱ ῥώθωνες διεσταλμένοι ὡς νὰ ὀσμίζωνται διαρκῶς. Ὁσμίζονται ὄχι μόνον τὰ πανάκριβα ἑνετικὰ ἀρώματα. Ὀσμίζονται τὴν δυσωδίαν τῶν καναλιῶν. Τὰς ἡρωικὰς ὀσμὰς τῆς πυρίτιδος, τῶν ἱδρωμένων ἵππων, τῶν ἱδρωμένων κατεργάρηδων τῆς γαλέρας, ἀλλὰ καὶ τὴν φρικώδη ὀσμὴν τοῦ πικραμυγδάλου, δηλαδὴ τῶν περιφήμων ἑνετικῶν κυανυούχων τοξικῶν παρασκευασμάτων, τοῦ σουμπλιμέ, τοῦ βιτριολίου, τοῦ κριεζότου...
Τὰ φρύδια ἀνύπαρκτα, ἐξυρισμένα κατὰ τὰ εἰωθότα, ἐντείνουν περαιτέρω τὴν ἀγαλματώδη παρουσίαν τοῦ προσώπου καὶ ἀφαιροῦν κάθε δυνατότητα ἀποτυπώσεως περισσοτέρων ψυχογραφικῶν στοιχείων τοῦ δόγη.
«Ὡς ἐκεῖ» μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ τὸν προσεγγίσωμε. Μετὰ ἂς ὑποτεθῇ ὅ,τι θέλομε.
Ἂς προσπαθήσωμε νὰ ἀποκρυπτογραφήσωμε τὰς πέντε διαμήκεις ῥυτίδας τοῦ μετώπου του. Ἂς φιλοσοφήσωμε καὶ ὁλίγον ἐπὶ τῆς ἕκτης, ἀριστερᾶς ἐποφθαλμίου ῥυτίδος, γνωστῆς καὶ ὡς ῥυτίδος τῆς ὑπεροψίας (ἂν ὄχι τῆς ὑπεροχῆς)!
Τὸ ὑπέροχον μέτωπον τοῦ δυναμικοῦ γέροντος, τελειώνει μέσα εἰς ἕνα λινὸν κεφαλόδεσμον, προστατευτικὸν τοῦ -προφανῶς ἐξυρισμένου- κρανίου του, διὰ νὰ μὴν πληγώνεται ἐκ τοῦ βαρέος «κορνέτου», τοῦ χαρακτηριστικοῦ δογικοῦ σκούφου.
Τὰ ὦτα του δὲν θὰ τὰ μάθωμε ποτέ. Κρυμμένα, διὰ νὰ μὴν ἀκούουν ἄραγε τὰς ματαίας φυσικὰς φωνάς; Φωνὰς πληγωμένων πολεμιστῶν; Ἀπειλητικὰς φωνὰς βαρβάρων τουρκικῶν φθόγγων; Ἐκλεπτυσμένας ὑπούλους φωνὰς φερεφώνων κληρικῶν καὶ τραγουδιστικῆς δολιότητος Γάλλων διπλωματῶν; Τὶς οἶδε;
Ἀντ᾿ αὐτῶν θὰ ἀρκεσθῶμεν εἰς τὰς δύο ἐλευθέρως πιπτούσας ἑκατέρωθεν τοῦ προσώπου «ἀκοάς»- δάνεια ἐκ τῆς ῥωμαϊκῆς (βυζαντινῆς) εἰκονογραφίας.
Ὅπου «ἀκοαὶ» λέγονται τὰ κορδόνια ἢ ψελλία ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα συμβολίζουν ὄχι τὴν φυσικὴν ἀκοήν, ἀλλὰ τὴν πνευματικήν, ἐκείνην τῶν ἀγγέλων. Δι᾿ αὐτῆς ἀκούουν τὰς ἐσωτέρας ἐκείνας φωνὰς τῶν ἀνθρώπων, ὅταν χάριν τοῦ Ὑψίστου «ἐτάζουν νεφροὺς καὶ καρδίαν»...