Εἶν᾿ ἕνας ἄνεμος, μακριά, στὴ Σιβηρία.
Χιονώδης, χωρίς σκόνες τὸ χειμῶνα,
παγώνει τῶν Σαρματῶν τὰ ἕρημα πεδία.
Καὶ εἶναι τόσο παγερὸς ὡσσὰν τὴν ἀπιστία.
Καυτός τὸ καλοκαίρι,
τὴν ἄμμο στροβιλίζει,
στὰ μάτια μπαίνει, φέρνει πόνο,
ὅλα τὰ ξεραίνει ὡσσὰν τὴν δυσπιστία.
Τὸ χιόνι λειώνει, γίνεται νερό,
τὰ πάντα ζοῦν ξανά,
καὶ σβήνει ἡ ἀπιστία.
Μὰ ὅπου πέρασε ὁ θερινὸς Μπουράν,
γιά πάντα βασιλεύει ἡ δυσπιστία.
Χιονώδης, χωρίς σκόνες τὸ χειμῶνα,
παγώνει τῶν Σαρματῶν τὰ ἕρημα πεδία.
Καὶ εἶναι τόσο παγερὸς ὡσσὰν τὴν ἀπιστία.
Καυτός τὸ καλοκαίρι,
τὴν ἄμμο στροβιλίζει,
στὰ μάτια μπαίνει, φέρνει πόνο,
ὅλα τὰ ξεραίνει ὡσσὰν τὴν δυσπιστία.
Τὸ χιόνι λειώνει, γίνεται νερό,
τὰ πάντα ζοῦν ξανά,
καὶ σβήνει ἡ ἀπιστία.
Μὰ ὅπου πέρασε ὁ θερινὸς Μπουράν,
γιά πάντα βασιλεύει ἡ δυσπιστία.