«αἱ ψυχαὶ ὀσμῶνται καθ᾽ Ἅιδην».
(Fragm. B 98)
Ὁ μοχθηρὸς Ἐφέσιος, δὲν ἀρκεῖται εἰς τὸ νὰ κουρελιάζῃ πᾶσαν βεβαιότητά μας, μὲ τόσον κόπον κτηθεῖσαν ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν. Βεβαιότητες περὶ τὴν σπουδαιότητα τῶν αἰσθήσεών μας, περὶ τὴν ἀξίαν τῶν διαφόρων «πνευματικῶν» καθοδηγητῶν, ἱερατείων, «μυσταγωγῶν», μάντεων (ἀλλοτινῶν μὲ χλαμύδα καὶ σανδάλια καὶ τωρινῶν μὲ κοστοῦμι ἀρμάνι καὶ 500πύρηνον Η/Υ).
Ὅλα πᾶνε ἄκλαυτα.
Ἀλλὰ καταστρέφει καὶ ἕνα ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων «ἀφηγημάτων» μας!
Ἐκείνην τὴν βεβαιότητα παντὸς καλοῦ πνευματοδόξου ἀνθρώπου, ἀκόμη καὶ ἑνὸς κινουμένου εἰς τὰς παρυφὰς τοῦ ὑλισμοῦ, γενικῶς ὅλων ἐκείνων ποὺ τρέμουν μὴ καὶ πάθει τίποτε ἡ περιβόητος «ἀτομικότης» των.
Ἡ ψυχὴ σου -λέγει ὁ στριγγλόγερος-, ἄμα τὰ τινάξῃς, δὲν ἔχει οὔτε σεπαρέ, οὔτε ντεπαρτμάν, οὔτε τίποτε! Ξεχάστε καὶ τὰς Κολάσεις καὶ τὰ Πουργατόρια καὶ τοὺς Παραδείσους.
Ὅλα καθίστανται ΕΝ. «Ὀσμῶνται», παθαίνουν ὄσμωσιν δηλαδή! Ἀλληλοπεριχωροῦν -ποὺ λένε κι οἱ νεορθόδοξοι-.
Ὁ Ἅμλετ στὸν λάκκον τοῦ τζουτζὲ Γιόρικ τὸ «ἐσακκουλεύθη» κάπως ἐν τῷ μονολόγῳ του, ὁμιλῶν βεβαίως περὶ τῶν γηίνων καταλοίπων μας.
Ὁ Ἡράκλειτος ὅμως τὸ τερματίζει. Πιάνει εἰς τὸ στόμα του τὴν ψυχήν! Τὸ ἱερὸν ταμποῦ ὅλων.
Αἱ ψυχαὶ μετὰ θάνατον γίνονται κάτι σὰν μανιταρόσουπα βελουτέ.
(Τὸ χειρότερον ἄνευ κρουτόν).
ΠΟΝΗΡΑ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Μήπως τὸ πάει ἕνα βῆμα παρακεῖθε; Μήπως ὁμιλεῖ διὰ τὴν κατάστασιν τῆς ψυχῆς μετὰ τὴν ἐσχάτην ψυχοστασίαν; (Ἔτσι τὸ «σώζομεν» κάπως καὶ μποροῦμε -κατὰ τὰ βιβλικὰ πρότυπα- νὰ βγάλωμε ΚΑΙ τὸν Ἡράκλειτον ὡς «προάγγελον», «θύραθεν λαλήσαντα» καὶ τὰ συναφῆ μασκαριλίκια).