Ὁ κ. Φίλιππος Δρακονταειδὴς, εἰς τοὺς πολλοὺς εἶναι γνωστὸς ὡς λογοτέχνης. Εὐφάνταστος πεζογράφος, τοῦ ὁποίου τὸ εὖρος τῆς θεματολογίας φθάνει μέχρι τὸ ἀστυνομικὸν μυθιστόρημα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ εὕρῃ κάποια στοιχειώδη βιογραφικὰ του εἰς διαφόρους ἱστοτόπους, ὡς ἐπὶ παραδείγματι ἐν τῷ http://el.wikipedia.org/.
Ὁπλισμένος μὲ μίαν πολιτισμένην, ποτὲ προσβλητικὴν εἰρωνείαν, πορεύεται εἰς τὸ πληθωριστικὸν πλέον δάσος τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, ὄχι ὡς Κοκκινοσκουφίτσα, ἀλλ᾿ ὡς Ῥομπὲν τῶν Δασῶν. Ὁπλισμένος μὲ ἀπαισιοδοξίαν τόσην, ὅση δὲν ἐμποδίζει τὴν στερρᾶν πεποίθησίν του περὶ τῆς τελικῆς ἐπανακάμψεως τοῦ βασιλέως Ῥιχάρδου τοῦ Λεοντοκάρδου καὶ τῆς κατισχύσεως τῆς νομιμότητος καὶ τῆς ἠθικῆς. Μία βεβαιότης ἠ ὁποία τὸν προβάλλει ὡς μορφὴν τῶν χρυσῶν διαφωτιστικῶν χρόνων τοῦ ιη΄ αἰῶνος.
Εἶχον τὴν χαρὰν καὶ τὴν τιμὴν νὰ συστεγασθῶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐργασιακῶς κάποιους δυσκόλους διὰ τὴν χώραν μου μήνας τοῦ προηγουμένου ἔτους.
Ἂν καὶ οἱ δρόμοι μας ἐχώρισαν, διετηρήθη μεταξὺ μας μία ξεκαρδιστικὴ διαδικτυακὴ ἀλληλογραφία, τῆς ὁποίας οἱ στοιχειώδεις κανόνες ἀλληλογραφικοῦ πολιτισμοῦ δὲν ἐπιτρέπουν ἐπ᾿ οὐδενὶ τὴν δημοσίευσιν. Ὅμως ὁ δαιμόνιος Κεφαλλήν, ὁ «ἱππότης» ὡς τὸν παρονομάζαμεν ἐν τῷ γραφείῳ, ἐν ἀγνοίᾳ του -καὶ εἶναι ...Ἱππότης τοῦ Τάγματος τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν Τεχνῶν τῆς Γαλλίας-, διαθέτει καὶ ὀξύτατον ἀνατόμον ὀφθαλμὸν καὶ γραφίδα περὶ τὴν Πολιτικὴν ἐν τῇ πλατωνικῇ αὐτῆς ἀντιλήψει.
Οὕτω, εἶχον τὴν τιμὴν, γνωστοποιήσας αὐτῷ τὸ βερμπαλιστικὸν μου τεμμάχιον περὶ τοῦ «Ἐν κράτει κράτους», τοῦ νὰ λάβω ὐπό τύπον ἀπαντήσεως μέρος εὑρυτέρου δοκιμίου του ὑπὸ τὸν ἀρκούντως σχετλιαστικὸν τίτλον «Ἐρείπιο 1: Κράτος;».
Κατόπιν σχετικῆς ἀδείας του, τὸ δημοσιεύω.
Σημειωτέον ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ ἀπότμημα εὑρυτέρας μελέτης 240 σελίδων τοῦ κ. Δρακονταειδῆ, διὰ τὴν ὁποίαν ἀναζητεῖ ἐκδότην. Μάλιστα ὠς γνησίως «ἀντίκ» χαρακτήρ, ὁραματίζεται τὸν μετὰ ἀπὸ ἔνα περίπου αἰῶνα σιγῆς, τύπον τῆς συνδρομητικῆς ἐκδόσεως τοῦ δοκιμίου. Τὶ πιὸ ὠραῖον νὰ ἐπανείδωμεν ἐν τῇ ἀπροσώπῳ ἐποχῇ μας, νὰ ἐκδίδωνται βιβλία συνδρομητῶν. Νὰ βλέπωμε τὰ ὀνόματά μας εἰς τὰς πίσω σελίδας, ὠς μαικήνων, ὠς χορηγῶν τοῦ συγγραφέως... Ὄνειρα; Ἀνοησίαι;...
Παρακαλῶ ὅπως, πέραν τοῦ ἐξόχου τεκμηριώσεως κειμένου, προσεχθῇ καὶ ὁ πλούσιος ὑπομνηματισμός.
Ερείπιο 1: Κράτος;
Κράτος υπάρχει, επειδή υπάρχει λαός, όσο υπάρχει λαός. Κράτος σημαίνει επικράτεια. Λαός σημαίνει συγκροτημένο ανθρώπινο σύνολο εντός της επικράτειας (γηγενείς, φυλή, populus, αλλά και άλλοι/”ξένοι”). Συγκροτημένο, επειδή τελεί υπό το κράτος του κράτους.
Επειδή κράτος και λαός “σημαίνουν”, υπάρχουν. “Σημαίνουν” πάει να πει ότι εκπέμπουν σήμα, επιδεικνύουν την κυριότητα της επικράτειας και το έχειν (consolidated property holdings) του λαού: δηλώνουν έτσι τη σημαίνουσα παρουσία τους, υπάρχουν επειδή δηλώνουν νομή, χρήση και ιδιοκτησία. Και αυτό είναι. Η ιδιοκτησία μπορεί να είναι κλοπή (la propriété c’est le vol), όπως υποστήριξε ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν (1806-1865), δεν υπάρχει ωστόσο κράτος δίχως ιδιοκτησία, όπως διόρθωσε τον αφορισμό του ο ίδιος ο Προυντόν (ὑποσ. 1.). Έτσι και αλλιώς, κανένα κράτος δεν είναι προϊόν λόγου, κανένας λαός δεν είναι προϊόν λόγου. Ο μόνος λόγος είναι το έχειν. Κράτος και λαός κάνουν χρήση λόγου, έτσι ώστε να μην υπάρχουν άνευ λόγου, αφού έτσι και αλλιώς υπάρχουν εξ αποχρώντος λόγου, που δεν είναι άλλος από το έχειν. Κάνουν χρήση λόγου (ως τεχνάσματος μάλλον, artifice) προς εξασφάλιση της κυριότητας και της περιουσίας, του συνόλου του έχειν. Κομίζοντας τον λόγο ως λόγο= ratio, επιδεικνύουν το δίκιο τους (ως δικαιοποίηση), από το οποίο προκύπτει το δίκαιο (η νομιμοποίηση) της ύπαρξής τους. (ὑποσ. 2.).
Αδάμαστη επανάληψη αυτής της πραγματικότητας, αντιληπτής ως γενετικής ακολουθίας, είναι η δικαιοποιητική, δηλαδή φαντασιακή απονομή του τίτλου του “εκλεκτού” ή του “ανώτερου” στον λαό για την περιουσία του, απονομή που διαχέεται και στο κράτος προς θωράκιση της επικράτειας. Η εκλογίκευση αυτών των βημάτων είναι άσκηση ματαιότητας, που καταφέρνει να λέγεται “πολίτευμα” με τις κατά περίπτωση συνέπειες, η συχνότερη των οποίων είναι η επίδειξη (exhibition) της ματαιότητας και η επικράτηση του θεάματός της.
Προϊόν λόγου είναι το δημιούργημα του σκέπτεσθαι, που εφαρμόζεται ως πράττειν και ισχύει ως κατάκτηση. Αν αυτό ίσχυε για το κράτος και τον λαό του, τότε κράτος και λαός θα ήταν έργα τέχνης. Η Πολιτεία, η Πολιτεία του Θεού, η Ουτοπία, το Μοναστήρι του Θελήματος, τα Φαλανστέρια είναι έργα τέχνης μεταξύ πολλών άλλων, που αποδεικνύουν την αγωνία της καρδιακής, νεφρικής και πνευματικής κληρονομικής ανεπάρκειας κράτους και λαού.
Με άλλα λόγια, αναζήτηση ίασης. (ὑποσ. 3.). Φαίνεται πως στον κόσμο της Δύσης υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του υπάρχοντος= του επανευρεθέντος (retrouvé) και του αναζητούμενου (à la recherche).
Φαλανστέριον, τὸ ἰδεῶδες οὐτοπικὸν ἐνδιαίτημα τοῦ Φουριέ.
Κράτος δίχως λαό δεν υπάρχει. Το γεγονός ότι υπάρχουν λαοί δίχως κράτος (διασπορά), δεν αναιρεί τον κανόνα πως δεν νοείται κράτος δίχως λαό. Ούτε αναιρεί την πιθανότητα προσεχούς δημιουργίας κράτους από λαούς δίχως κράτος. Η μη ύπαρξη κράτους δεν σημαίνει μη ύπαρξη λαού. Σημαίνει την μέχρι τέλους παρουσία μιας εκκρεμότητας λαού προς απόκτηση του κράτους του. Η εμπειρία λέει πως τέτοια εκκρεμότητα λύεται μέχρι τέλους δια του τέλους: ή κράτος φτιάχνεται ή λαός χάνεται. Ένα κράτος φτιάχνεται όχι επειδή το θέλει ο λαός του, αλλά επειδή το θέλουν άλλοι, ώστε να φτιαχτεί από το λαό του. Αυτή η τακτοποίηση είναι συνήθης και βαφτίζεται εποποιία και ηρωισμός. Προς απόκρυψη του κόστους οικοδόμησης του κράτους, το οποίο δεν καταβάλουν οι άλλοι, αλλά εξ ολοκλήρου ο λαός.
Λαός είναι το ανθρώπινο σύνολο εντός της επικράτειας, το οποίο ανήκει/ υπάγεται στην επικράτεια (έχει ταυτότητα, είναι υπήκοος= sujet) και έχει διαμορφωθεί και επιβεβαιώνεται από το έχειν του, δηλαδή την έγγραφη, προφορική, μνημειακή, συμβολική αποδοχή (ή μάλλον επιβολή) κανονιστικών παραμέτρων γλώσσας, δογμάτων, συμπεριφορών, θεσμών προστασίας, ειρήνης και εχθρότητας. Γιατί δεν υπάρχει κράτος δίχως επιβολή. Και η επιβολή είναι λογική, επειδή, για κάθε κράτος, υπάρχουν φίλοι και εχθροί, οι επίβουλοι. Διαχωρισμός ασαφής, αλλά αυτό αρκεί και γοητεύει. (ὑποσ. 4.). Δημιουργεί έρωτες, μίση και πάθη, σε ένα τόσο σύνθετο μύθο (legende, κατά τον ορισμό του Καρλ Σμιτ) επιβολής/επιβουλής. Στο κάτω-κάτω, η επιβολή δεν κοιτάζει τις λεπτομέρειες: επιβάλλεται. Και αυτή η επιβολή λέγεται πατρίδα. Και η αποδοχή (ή μάλλον η επιβολή) του κράτους ορίζει την θυσία υπέρ της πατρίδας. Ουσιαστικά, δεν νοείται πατρίδα δίχως θυσία.
Λαός εκτός της επικράτειας είναι το ανθρώπινο σύνολο που περιστοιχίζεται από γλώσσα, δόγματα, συμπεριφορές και θεσμούς άλλης επικράτειας (και άλλου λαού), στους οποίους δεν ανήκει, αλλά τους υπακούει, έστω και αν τους αντιμάχεται ευθέως ή πλαγίως, επειδή δεν είναι δικοί του. Λαός εκτός της επικράτειας είναι μια ατυχία για το λαό, μια εξαίρεση, στην καλύτερη περίπτωση. Τέτοιες ατυχίες δεν είναι εκκρεμότητες. Είναι αφορμές: βλέπε τους όρους διασπορά, ξενιτεμένοι, αλύτρωτοι, υπόδουλοι, αδελφοί, ομόφυλοι, ομογενείς, ομοεθνείς, κοινότητες. Αυτοί οι όροι μεταφέρουν οσμή ιστορικής αδικίας, αλλά και υποχρέωσης για την τακτοποίηση χρονίζοντος ελαττώματος.
Χωρίς τέτοιες αφορμές, τα απελευθερωτικά κινήματα, οι απελευθερωτικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις δεν θα είχαν κινητοποιήσει τις μάζες (multitude), τροφοδότη της διαρκούς επικαιρότητας της αφορμής της θέλησης, αυτού του καθοδηγητή. (ὑποσ. 5.).
Αυτό σημαίνει πως δίχως τις μάζες, οι ατυχίες παραμένουν αθεράπευτες. Το ζήτημα είναι πως οι μάζες δεν είναι απαραιτήτως ο λαός. Το βέβαιο είναι πως οι μάζες είναι μικρές ή μεγάλες αγέλες, χωρίς τις οποίες ο λαός δεν αξίζει (λαός δίχως τις μάζες του δεν είναι λαός). Και αυτή η διάκριση ξεχωρίζει επιπλέον τους νικητές από τους ηττημένους.
Κατά κανόνα, οι μάζες είναι οι νικητές. Αλλά αν ηττηθούν, έχουν το προνόμιο να επιμένουν πως αυτό που επεδίωκαν θα γίνει: η ήττα τους είναι στιγμιαία και για αυτή ευθύνεται ο λαός, που αξίζει τιμωρίας. Μιας τιμωρίας που αν δεν επιβάλλεται, ωστόσο επικρέμεται και μπορεί να ανασυρθεί υπό καταστάσεις εξαίρεσης. (ὑποσ. 6.).
Η επιτυχία των μαζών είναι ο μύθος της ισχύος τους. Και η ισχύς τους είναι τόση ώστε μπορούμε να υποθέσουμε ένα κράτος δίχως λαό, ποτέ όμως ένα κράτος δίχως μάζες. Ένα κράτος έχει ανάγκη την κατώτατη υποστάθμη, ώστε να νίπτει τας χείρας του. Και ο λαός νίπτει τας χείρας του: καθαρίζει την επικράτεια, όχι επειδή εχθρεύεται, αλλά επειδή πάντα κάποιος άλλος φταίει και τέτοιο άδικο (injustice) δεν είναι ανεκτό. Το σύνηθες είναι ότι ο λαός αντιλαμβάνεται την εκκαθάριση αργοπορημένα, αφού το κράτος την έχει επιλέξει ως “τελική λύση”. Τότε όμως ενθουσιάζεται και την προσκυνά.
Κράτος με λαό είναι εικόνα σύμπνοιας και απόδειξη συνέχειας. Σύμπνοια προς διαφύλαξη του ελάχιστου κοινού παρανομαστή, αυτής της δύναμης αδράνειας (συνοχή), προς επιβεβαίωση του ψίθυρου “και όμως κινείται” (η επικράτεια, το έχειν). Αποδεκτή επιβεβαίωση, επειδή χωρίς αυτήν δεν αιτιολογείται το περίεργο αρραγές της συνέχειας. Εξάλλου, για κάθε γεγονός δυσάρεστο που αφορά το κράτος με το λαό, ένας παράγοντας ήττας και απειλής ερειπιώνα είναι πάντα η έλλειψη σύμπνοιας. Σύμπνοια και συνέχεια δεν είναι ανταμοιβή μακροζωίας: κράτος και λαός συνυπάρχουν, συζούν (υπό ζυγόν= sous le joug) δια βίου. Αμφότερα τα μέρη καταρρέουν, το ένα σπρώχνοντας το άλλο στην ανυπαρξία.
Λαός δίχως κράτος είναι λαός υπό προθεσμία: οι Εβραίοι (πριν από το κράτος του Ισραήλ) είναι το δεδομένο. Και το “Ολοκαύτωμα” δεν είναι περίεργο: οι αιώνες το προετοίμαζαν, επειδή η προθεσμία έχει τη λήξη της. Λαός εντός κράτους ως μειονότητα είναι λαός υπό εξαφάνιση: οι Αρμένιοι είναι το δεδομένο. Και η γενοκτονία τους είναι κατανοητή: δεν υπάρχει κράτος (πολύ περισσότερο όταν τελεί υπό ίδρυση, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες τότε και η Νέα Τουρκία αργότερα) δίχως αποδιοπομπαίους τράγους, εξιλαστήρια θύματα και άλλα τέτοια. Η ωριμότητα της εμβάπτισης του λαού σε αυτή την κολυμπήθρα προκαλεί, για τους θεατές, την εντύπωση του ολοκληρωτικού εγκλήματος, που όλο και συχνότερα φέρει το στίγμα (circumlocution) του “εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας”. Για τον λαό του κράτους είναι τεκμήριο αθωότητας: θυσία για την πατρίδα. Λαός εντός κράτους ως κοινότητα τελεί υπό εκκαθάριση, ανταλλαγή, απέλαση: οι Έλληνες και οι Τούρκοι είναι το δεδομένο. Η ενηλικίωση, όπως και η αξιοπρέπεια ενός κράτους δεν νοούνται δίχως την καθαρότητα του λαού του (της φυλής του), δηλαδή δίχως τον περιορισμό της παρουσίας αλλοεθνών, ξένων, παρασίτων, ανώμαλων και εν γένει ακάθαρτων. Τότε οι μάζες είναι απαραίτητες: καθαρίζουν και στιλβώνουν το χώρο. Τον ευπρεπίζουν υπέρ του κράτους και του λαού, τέτοια επιταγή μεταχρονολογημένη. Και αυτό είναι καλό, ας καταδικάζεται ως κακό. Και ισχύει η ρήση “ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω”. Γιατί κάθε κοινότητα τελεί υπό προθεσμία, κυρίως όταν ευημερεί εντός του κράτους. Στην καλύτερη περίπτωση απορροφάται, ευκολότερο είναι να συντρίβεται.
Ο λαός συγκροτεί το κράτος του, αν και δεν αποκλείεται το κράτος να συγκροτεί τον λαό του, με πρόσχημα την εθνική ολοκλήρωση, τη γεωγραφική συμπλήρωση, την ενότητα. Η επινόηση ενός κράτους από τον λαό του δημιουργεί το κράτος και το συγκροτεί με την πάροδο του χρόνου μέσα από λογιών διαδρομές, όπου οι ταραχές και οι πόλεμοι είναι οδοδείκτες προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης της επικράτειας και του έχειν. Η επινόηση των κανονιστικών παραμέτρων και η επινόηση (η φαντασία), η οποία ως αλήθεια τις περιβάλει και τις ισχυροποιεί, είναι τα σημεία αναφοράς και διαρκούς αναδρομής του λαού, ώστε να αποδεικνύεται και επιδεικνύεται το τίμημα που έχει καταβληθεί και καταβάλλεται για την επικράτεια και το έχειν. Έτσι, γίνεται λόγος περί γένους ή περί έθνους, υπογραμμίζοντας το κοινό παρελθόν, τις κοινές αρχές και παραδόσεις, τη δικαίωση κοινών αγώνων και προσπαθειών, τέτοιες αποδείξεις καταβολής τιμήματος. Όσο περισσότερο επιβάλλεται το γένος ή το έθνος, τόσο πιο ισχυρή είναι η επινόηση της τρέχουσας αξίας του, αλλά και η μυθολογία του παρελθόντος του. Και αυτή η μυθολογία είναι το έσχατο στήριγμα, το τέλος του δράματος, πάει να πει η τύφλωση του Οιδίποδα με τα ίδια του τα χέρια.
Κανένας λαός δεν συγκροτεί κράτος με το παρόν του, αλλά με το παρελθόν του, που αποτελεί το αποδεικτικό της συνέχειας. Έτσι, ισχύει η αυταπάτη του μέλλοντος του κράτους και του λαού του. Έτσι, ισχύει η αυταπάτη της μακράς διάρκειας προς κάρπωση του τιμήματος. Σαν να πρόκειται για αξία αξιολογημένη και λογαριασμένη στην τράπεζα του κόσμου.
Η Ευρώπη, στο σύνολό της σχεδόν, ανήκει στην περίπτωση της συγκρότησης κράτους από τον λαό. Πρόκειται για μια συστημική αποτελεσματικότητα συγκλίσεων από κάτω προς τα πάνω (bottom up), από τη βάση προς την κορυφή, όπου η βάση (ο λαός) “χτίζει” την κορυφή, που είναι το κράτος. Η διαδικασία του “χτισίματος” γίνεται εσωτερικά, δηλαδή εντός του κράτους χάρη στο λαό (και πολύ περισσότερο, χάρη στις μάζες) υπό ηγέτη καίσαρα, υπό εθνάρχη, υπό τοπάρχες (caciques). Αυτή η διαδικασία έχει ένα προϊόν που λέγεται “ιστορία”, όπως την αντιλήφθηκε ο Ηρόδοτος. Έχει και μια βακτηρία που λέγεται εποποιία. Δεν υπάρχει κράτος δίχως αυτά τα χρώματα. Δεν υπάρχει λαός δίχως τέτοιο επίχρυσο. Δίχως τέτοια λάβαρα.
Στην άλλη πλευρά, η επινόηση της κοινής συμβίωσης και της αμοιβαίας αποδοχής εντός ενός κράτους έχει ως προϋπόθεση τη δημιουργία ενός λαού, πρώτης, δεύτερης, τρίτης και (το πολύ) τέταρτης γενιάς εγκατεστημένων σε αυτό. Το εύκολο δεδομένο αναφοράς της Δύσης σε τέτοια περίπτωση είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ). Η έκφραση ότι οι ΗΠΑ είναι ένα χωνευτήρι επιβεβαιώνει κατά προτεραιότητα αυτό το γνώρισμα (αυτή την αποκλειστικότητα). Στις ΗΠΑ “χωνεύονται” παρόντα, αρχές και παραδόσεις, που κομίζονται από τους αφικνούμενους και εγγράφονται από τους εγκατεστημένους, υπό τον όρο ιδεώδη, στην περιουσία του λαού και στην επικράτεια του κράτους. Πρόκειται για μια συστημική επεξεργασία και συγχώνευση, η οποία, ως υπόβαθρο (foundation) αξιώματος (axiom, principle) δημιουργεί σύγκλιση από πάνω προς τα κάτω (top down), από την κορυφή (από τους founding fathers) προς τη βάση, όπου η κορυφή (το κράτος) “απλώνεται” στο λαό του. Το “χώνεμα” γίνεται εντός του λαού χάρη στο κράτος του. Αυτή η διαδικασία δεν έχει τέλος: λέγεται “παρακαταθήκη”, επιδέχεται βελτιώσεις μέχρι κορεσμού και επιβάλλεται με κάθε τρόπο ή καταναγκασμό. Έχει όλες τις αποχρώσεις του χρέους. Έχει όλες τις αποχρώσεις του καθήκοντος, της διακονίας, της Αποκάλυψης. Γιατί η σύγκλιση από πάνω προς τα κάτω εξυπηρετείται από τον φόβο και το δέος, αλλιώς δεν χωνεύεται. Να ένας λόγος που στηρίζει την νόμιμη οπλοφορία. Να ένας άλλος λόγος που διαμορφώνει τη θρησκειοποίηση και στιβαρές τελετουργίες, όπως αυτή του λυντσαρίσματος, της ομαδικής αυτοκτονίας, της παρουσίας θεατών κατά τη θανατική εκτέλεση στην ηλεκτρική καρέκλα.
Δεν υπάρχει κράτος, το οποίο να μην αντιμετωπίζει κίνδυνο. Εκτός του κινδύνου της διάρκειάς του, ο οποίος περιγράφεται υπό τη μορφή της κόπωσης, της γήρανσης και της φαρμακείας (κίνδυνος που δεν ομολογείται και δεν αντιμετωπίζεται σωστικά, αλλά περιστασιακά, επειδή δεν αποσοβείται), το κράτος τελεί διαρκώς υπό τον κίνδυνο απώλειας ή απειλής απώλειας (εδαφικής ακεραιότητας, καταστατικής ανατροπής, κατάκτησης- κατοχής- επικυριαρχίας). Αυτός ο κίνδυνος δεν είναι αμελητέος, δεδομένου ότι ο χρόνος της “επινόησης” (φαντασίας) (ὑποσ. 7.). παραμένει αμετακίνητος, ενώ ο χρόνος του χρόνου μετακινείται. Το αμετακίνητο οφείλεται στην διάσταση της συνέχειας: δεν υπάρχει κράτος δίχως συνέχεια ή καλύτερα δίχως “αθανασία”. Η εμμονή στην “αθανασία” είναι κατάσταση άμυνας, επειδή εκφράζεται ως υποστήριξη ιδεωδών, δηλαδή επιβεβαίωση των επινοήσεων, δηλαδή της μνήμης, η οποία κλωσάει και ανατρέφει τα κοράκια της, δείχνοντας τον Προμηθέα της.
Κατάσταση άμυνας, που υπό συνθήκες πανικού όσο και μεγαλείου, μεταβάλλεται σε επιθετικότητα, προς απομάκρυνση (ή καθυστέρηση) του κινδύνου: οι ευρωπαϊκές “αυτοκρατορίες”, καθώς και η παντοδυναμία των ΗΠΑ ισχυροποιούν αυτό το επιχείρημα της επιθετικότητας. Μια επιτρεπτή γενίκευση είναι πως η επιθετικότητα εγγράφεται στα γονίδια της Δύσης. Η διαρκής μετάβαση από τους λίγους (τους εκλεκτούς) προς τους πολλούς (τους ίσους μεταξύ τους), προς τις μάζες (την πλειοψηφία), δίνει χαρακτήρα αυθεντικότητας στην επιθετικότητα (ως απόδειξη της ανωτερότητας) και στη διάκριση μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων (με δεδομένη την ανωτερότητα των πολιτισμένων, δίχως να είναι σαφής ο ορισμός του πολιτισμού), μεταξύ “εμείς” και “αυτοί”. Η επίκληση της ανοχής, της απάλειψης ή τουλάχιστον του περιορισμού αυτής της διάκρισης είναι μια γενικευμένη αυταπάτη: δεν υπάρχει οργανισμός που να μην υπόκειται στις παραμέτρους των γονιδίων του. (ὑποσ. 8.).
Αν, για το κράτος, ο κίνδυνος της διάρκειας ανάγεται σε φυσικά αίτια γέννησης- ενηλικίωσης- γήρανσης- θανάτου, τα οποία έχουν τη νομοτέλεια του τέλους/ έσχατου, το κράτος έχει ταυτόχρονα εις βάρος του μεταφυσικά αίτια, που είναι οι υπό διαρκή ερμηνεία των κανονιστικών παραγόντων εκδοχές, ως προσαρμογές στα προκύπτοντα δεδομένα, των οποίων η ρευστότητα δεν αμφισβητείται, όχι ως φαινόμενο, αλλά ως έκπληξη (accident). Αυτό σημαίνει πως η “αθανασία” βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη με το ρεύμα που την παρασύρει. Και αντιστέκεται.
Οι προσαρμογές, που πάντα συσκευάζονται ως “βελτιώσεις” ή “διορθώσεις”, επειδή εμφανίζονται ότι αποτελούν αποτέλεσμα της ανάγκης, απομονώνουν ένα “λάθος”, που αναγνωρίστηκε και παύει λογικά να ισχύει η “αλήθεια” του. Στη θέση του έρχεται ένα “σωστό”, που ισοδυναμεί με μιαν άλλη (μια νέα) αλήθεια, η οποία παίρνει τη θέση της αλήθειας που καταργήθηκε, ώσπου να καταργηθεί και αυτή ως λάθος από το επόμενο “σωστό”. Δεν υπάρχει κράτος, όπως δεν υπάρχει λαός, που να μην περνάει ακατάπαυστα από το λάθος στο σωστό και τανάπαλι. Αυτός ο κυματισμός λέγεται ιστορία, όπως την αντιλήφθηκε ο Θουκυδίδης.
Φυσικά αίτια και μεταφυσικά αίτια, δηλαδή αίτια εκ του κράτους, δια του κράτους και εντός αυτού, αίτια που διασαλεύουν τη φαντασία ή την επινόηση, είναι εχθροί του κράτους. Και εχθρός είναι εκείνος που δηλώνει (ή υποτίθεται ότι δηλώνει) μιαν άλλη θέληση από την κρατούσα κοινή (όσο μπορεί να είναι κοινή) θέληση εντός του κράτους. Είναι μία θέληση αντίθετη προς μιαν άλλη θέληση. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος βρίσκεται αντιμέτωπο κάθε στιγμή προς κινδύνους εχθροτήτων εχθρών. Και αυτές δεν είναι παρά λόγω και έργω συμβάντα εκ του λαού, δια του λαού και εντός του λαού κατά του κράτους (με κανένα τρόπο υπέρ), έστω και αν το κράτος βοά ότι πρόκειται για πράξεις κατά του λαού του, συνεπώς για απειλή.
Εδώ οι μάζες είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση του εχθρού: έχουν το καλό ότι συμπαρασύρουν τον λαό στο σύνολό του σχεδόν. Ο κίνδυνος δια του εχθρού είναι η επιβολή μιας επιβολής κράτους, ξένης ή τουλάχιστον διαφορετικής, από την κρατούσα επιβολή του κράτους. Οι μάζες μπορούν να καταλάβουν αυτόν τον κίνδυνο: οι μάζες τρέφονται από την κρατούσα επιβολή και δεν διακινδυνεύουν άλλη επιβολή, που θα στηριχθεί κατ’ ανάγκη στις δικές της μάζες, έστω και αν είναι οι ίδιες. Η άλλη επιβολή έρχεται και τις βρίσκει με τρόπο που τους αφήνει το περιθώριο να λένε ότι τη βρήκαν: ποτέ δεν παύουν να είναι απαραίτητες οι μάζες.
Το παράδοξο λοιπόν είναι ότι ο εχθρός υπάρχει εντός του κράτους (αν και η υποψία ότι το κράτος απολαμβάνει τον εχθρό του παραμένει στο προσκήνιο). Αυτό το παράδοξο καθορίζει τη δυναμική του κράτους, δηλαδή τον βαθμό αντοχής του, όπως επηρεάζει τη δυναμική του λαού, δηλαδή τον βαθμό αντίδρασης στον εχθρό ή συμπόρευσης με τον εχθρό. Δεν γίνεται λόγος για την υπόδειξη του εχθρού από το κράτος, δηλαδή για αυτό το παιχνίδι, που ανοίγει βαλβίδες εξόδου του ατμού, ο οποίος πιέζει, ισχυρά από καιρού εις καιρόν, τις δικαιοποιημένες και νομιμοποιημένες διαστάσεις του κράτους. Αυτό το παιχνίδι κοινολογεί εχθρούς, δίχως να προσδιορίζει τους εχθρούς, δείχνει προς μια κατεύθυνση, ενώ εννοεί μιαν άλλη. Είναι περισσότερο κάλεσμα προς συμπόρευση παρά απειλή.
Δεν υπάρχει κράτος που να μην παίζει αυτό το παιχνίδι, επειδή ο σημερινός εχθρός μπορεί να είναι αυριανός φίλος, επειδή όσοι δεν είναι με εμάς δεν είναι κατ’ ανάγκη εναντίον μας, επειδή η ανυπαρξία εχθρού οδηγεί στην ανυπαρξία του κράτους και, θέλοντας και μη, στην ανυπαρξία του λαού του. Δεν υπάρχει κράτος που να μην προσφεύγει στην Ιερά του Εξέταση, δηλαδή σε εκείνη τη δομημένη και, συχνότερα, αδόμητη, αλλά εξίσου αποτελεσματική θεολογία του (διάκριση των μακάρων-bienaventurados από τους εχθρούς). Αυτή είναι η μόνη μορφή δικαίου. Γιατί αυτή είναι η εξουσία (power/ might, αλλά και potestas): κυρίαρχη, επειδή αυτή αποφασίζει. Και αποφασίζει το δίκαιο (τη νομιμοποίηση), επειδή έχει δίκιο (τη δικαιοποίηση) και το χτίζει.
Το απαράβατο είναι πως η εξαφάνιση του εχθρού είναι αδύνατη. Γιατί, είτε το κράτος αναλάβει τέτοια πρωτοβουλία, είτε οι μάζες και ο λαός κληθούν από το κράτος να την αναλάβουν (υπό την παραπομπή στη “θυσία”), είτε ο λαός αυτοβούλως (αν υπάρχει τέτοια περίπτωση) την αναλάβει, το κράτος χάνει τις συνιστώσες της ειρήνης, προστασίας και ασφάλειας, οι οποίες είναι το είναι του για τον λαό του. Χάνοντας αυτές τις συνιστώσες, χάνει και τον λαό του. Και επειδή δεν μπορεί να υπάρχει κράτος δίχως λαό, το κράτος δέχεται άλλο λαό από εκείνον που είχε. Αν πάλι ο λαός, παραμερίζοντας την ειρήνη, την προστασία και την ασφάλεια δεν κάνει άλλο από την ατέρμονη προσπάθεια εξαφάνισης του εχθρού, τότε ο λαός ανατρέπει το κράτος. Και επειδή δεν μπορεί να υπάρχει λαός δίχως κράτος, ο λαός στεγάζεται συμβατικά σε άλλο κράτος. Εντέλει, το κράτος (κανένα κράτος) δεν είναι άξιο του λαού του και ο λαός (κανένας λαός) δεν είναι άξιος του κράτους του. Η αμοιβαία αναξιότητα (επιεικέστερα μη-αξιότητα) καθιστά το κράτος και το λαό αλληλέγγυους. Και αυτό είναι το θεμέλιο του δικαίου τους, δηλαδή του συμφωνητικού τους: να μην είναι κανένας από τους δύο κυρίαρχος, επίβουλος όμως ο ένας για τον άλλο. Αυτό το τήρα-μόλα κράτους και λαού επιχρωματίζεται από τις μάζες και γίνεται επίκλησή του ως “πατριωτισμού“.
Η αναζήτηση της εξαίρεσης είναι η προετοιμασία της κυριαρχίας. Και η κυριαρχία, όπως και να γίνει, δεν είναι άλλη από την απόφαση. Και η απόφαση, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι κυρίαρχη όταν αποφασίζει ο λαός. Ταράζει απλώς τα νερά, ύστερα δοκιμάζεται ώστε να παραμελείται ή να υποκύπτει σε όποιον αποφασίζει. Ας υπενθυμίσουμε ότι ο κανόνας πως ανατροπές, επαναστάσεις, στάσεις, εξεγέρσεις και άλλοι τέτοιοι παράδρομοι λειτουργούν υπέρ της τάξης, δεν έχει καμία εξαίρεση.
Ο κίνδυνος ή η απειλή απώλειας, που προέρχεται έξω από το κράτος, εξαιτίας προστατευτισμού, επιβουλής, εκβιασμού και μεθόδευσης εκμετάλλευσης ή συνάφειας ποικίλων τέτοιων παραγόντων αντιμετωπίζεται άτακτα (τις περισσότερες φορές) ή συντεταγμένα (σπανίως). Η αταξία προέρχεται από τα μη προβλέψιμα, επειδή καμία τέτοια περίπτωση δεν είναι ορατή, ούτε αντιληπτή, σε όλο της το μέγεθος και τη ρευστότητά της: είναι μια έκπληξη. Απέναντι σε τέτοια περίπτωση, το κράτος επεμβαίνει, με την απαντοχή ότι έτσι θα τιμωρήσει τον επίβουλο και θα ανοίξει πεδίο θριάμβου στον παίκτη. Γιατί πάντα αναζητείται ο παίκτης, ενώ ο επίβουλος είναι πάντα και εκ προοιμίου παρών ως συμπαίκτης, δηλαδή ως αντίπαλος. Αυτή η επιδεξιότητα της παρουσίας του παίκτη είναι κιόλας θρίαμβος ηγέτη.
Κατά κανόνα ο παίκτης ηττάται, επειδή έχει κερδίσει κατ’ επανάληψη, το σπουδαίο ωστόσο είναι ότι αφήνει πίσω του ίχνος. Και απομιμήσεις. Ο Ναπολέων, ο Χίτλερ, ο Στάλιν και πλήθος άλλων ανάλογου διαμετρήματος ανήκουν στην κατηγορία των παικτών. Και οι απομιμήσεις τους δεν οφείλουν να αποτελούν επιχείρημα για την αέναη καταδίκη τους: οι παίκτες έχουν το πλεονέκτημα ότι έπαιξαν. Και ως την τελευταία στιγμή, δεν σηκώθηκαν από το τραπέζι του τζόγου, εκεί πάνω άφησαν τα κέρδη και τις ζημίες τους. Δεν είναι θέμα θαυμασμού, είναι απλώς ζήτημα σκέψης, επειδή παίκτες γενιούνται, πάει να πει πως γίνονται παίκτες, επειδή φτιάχνονται από τους κόπους τους και από τους συμπαίκτες αντιπάλους τους, που τόσο θα ήθελαν να τους μοιάσουν και πολύ προσπάθησαν να τους μοιάσουν.
Εντός, ο εχθρός. Εκτός, οι πολέμιοι. Ο εχθρός εντός του κράτους διεκδικεί την κυριαρχία από το κράτος και τον λαό. Διεκδικεί την υπάρχουσα εξουσία υπό απόχρωση του μανδύα της, δηλαδή την περιγράφει υπό τη μορφή εγχειριδίου άλωσης. Τέτοια περιγραφή δεν θα ισχύει εν τοις πράγμασι, επειδή άλλο είναι να περιγράφω την πατάτα και άλλο είναι να την έχω στα χέρια μου, ακόμα και κρύα. Ο κίνδυνος που προέρχεται έξω από το κράτος είναι επιβουλή, η οποία διεκδικεί το κράτος ως εξουσία επί λαού και ως επικράτεια. Πρόκειται για νέα εξουσία, η οποία επαναπροσδιορίζει την εξουσία. Έχει τους θαυμαστές της εντός του κράτους, αυτόκλητους σωτήρες της πατρίδας υπό το αιτιολογικό του “πατριωτισμού”, αυτής της αμφίστομης μάχαιρας.
Ο κίνδυνος που προέρχεται έξω από το κράτος μπορεί να είναι συνεχής, όχι όμως διαρκώς παρών, όπως ο εσωτερικός κίνδυνος, ο οποίος μπορεί να είναι παρών, όχι όμως συνεχής. Σε κάθε περίπτωση, ο εξωτερικός κίνδυνος είναι ένα πλεονέκτημα προς όφελος του κράτους και του λαού του: η αναφορά σε αυτόν, η σιωπή για τον διακριτό ή μη εξωτερικό κίνδυνο, είναι η αιτιολογία της αναίρεσης της αναξιοπιστίας του κράτους και του λαού του. Εδώ η σύμπνοια, η θυσία, η προσφορά, είναι οι σπόροι που πέφτουν στο κράτος από τα χέρια κάθε λογής σπορέων. Εδώ η καλλιέργεια μιας ευτυχίας μάχης κατά του επίβουλου. Εδώ η διαφορά μεταξύ εχθρού (εσωτερικού) και πολέμιου (εξωτερικού). Εδώ το εθνικό μεγαλείο, που διογκώνει τη μυθολογία, τη φαντασία, την επινόηση.
Το κράτος, προς γνώση των εξωτερικών κινδύνων και προς προστασία του από αυτούς, συνάπτει συμμαχίες, συμμετέχει σε οργανισμούς ειρήνης, σε πολεμικές προετοιμασίες και αποστολές. Πρόκειται για σειρά αυτοματισμών, οι οποίοι, ως προκύπτοντες από τα “φυσικά” και “μεταφυσικά” αίτια, είναι ανακουφιστικοί. Υποχρεωτικοί όμως είναι εκείνοι που σχετίζονται με αμφικτιονίες, δηλαδή με κοινό με τους γείτονες του κράτους, τους περίοικους, τους περιοικούντες, με μία λέξη τους συμπαθούντες. Τέτοιες συμπράξεις υπόσχονται την αμοιβαία εμπιστοσύνη, την αμοιβαία υποστήριξη και άλλα τέτοια. Αυτή η έξωθεν καλή μαρτυρία δεν σημαίνει την έσωθεν αποδοχή και ενεργοποίησή της όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Οι μονάδες που συμμετέχουν στην αμφικτιονία δεν αποτελούν σύνολο: παραμένοντας μονάδες, συγκροτούν ομάδες, οι οποίες βρίσκουν λόγους να ιδρύονται, να συνεργάζονται, να μεταβάλλονται, να αξιοποιούν τρέχουσες ευκαιρίες, να υπακούουν, να επιβάλουν τις απαιτήσεις τους, να απολαμβάνουν προνόμια εξουσίας, αναγνώρισης, αρχηγίας (αυτά τουλάχιστον). Το κοινό έχει λοιπόν αυτό το κοινό γνώρισμα. Και εντέλει, καμία αμφικτιονία δεν επέζησε: εξωτερικοί επίβουλοι και πολέμιοι, αυτοτελώς ή με την υποστήριξη των εσωτερικών εχθρών, αλλά και εσωτερικοί εχθροί αυτοτελώς ή με τη στήριξη εξωτερικών επίβουλων και πολέμιων, έδωσαν πάντα το τελικό χτύπημα, χωρίς πολλές απώλειες: επειδή τα προνόμια έχουν ανάγκη διάσωσης και επανεμφάνισης υπό νέο και αδιάφθορο πρόσωπο. Καμία αμφικτιονία δεν υπάρχει δίχως προνόμια, μέχρις αποδείξεως της υπερβολής τους. Τότε, η αμφικτιονία βρίσκει το τέλος της, ώστε τα προνόμια να μεταναστεύσουν: όπου γη και πατρίς.
Η δημιουργία μιας αμφικτιονίας και η συμμετοχή στο κοινό της είναι αποδοχή αδυναμίας διατήρησης εκτός του κοινού, σε βαθμό που η μόνη δύναμη είναι η είσοδος στο κοινό, στο σύνολο των αδυναμιών, το οποίο, όπως συμβαίνει με όλα τα σύνολα, είναι μεγαλύτερο από το σύνολο των μονάδων του, πράγμα που το καθιστά ελκυστικό, επειδή πιστεύεται ότι το υπερβάλλον μοιράζεται, ενώ πάντα πηγαίνει στον ισχυρότερο της αμφικτιονίας ή μοιράζεται μεταξύ των ισχυρότερων της αμφικτιονίας με κριτήριο την ισχύ εκάστου και μόνο. Κατά κανόνα, οι αμφικτιονίες, όπως και οι συμπολιτείες ανθίζουν σε περιόδους παρακμής των κρατών. Αυτό μαρτυρείται ως τις μέρες μας.
Οι συμπολιτείες έχουν το ίδιο πεπρωμένο: τη βραχύτητα του βίου και τη μακρότητα του θανάτου τους. Ίσως επειδή η συμπολιτεία, όπως και η αμφικτιονία, είναι τεχνουργήματα (artifacts), τεχνάσματα (artifice) και όχι τέχνη, αν τέχνη είναι το απρόσμενο της δημιουργίας εκ του χάους, με αποτέλεσμα διαφορετικό ή μεγαλύτερο από το αρχικώς υποψιαζόμενο. Ίσως λοιπόν επειδή δεν πρόκειται για τέχνη, ισχύει ο κανόνας, που δεν έχει διαψευστεί ως τις μέρες μας, ότι ο βίος βραχύς, η τέχνη μακρά.
Η συμμετοχή σε αμφικτιονία, είτε αυτή εμφανίζεται ως κοινή αγορά, είτε ως ένωση, ομοσπονδία, πολιτιστική κληρονομιά, δεν είναι σωτηρία του κράτους. Γιατί κράτος και αμφικτιονία είναι δύο διαφορετικά πράγματα Το κράτος έχει τον λαό του και την επικράτειά του, έχει κυρίως την φαντασία που το τρέφει και την επινόηση που το εξυπηρετεί, έχει τις μάζες του για να παίζει. Η αμφικτιονία δεν έχει τέτοια σημεία αναφοράς. Έχει μόνο την επαγγελία της συγγένειας, που ενισχύεται με τον εμπλουτισμό της από την αναφορά σε ένα παρελθόν, το οποίο, ενώ είχε αποτελέσει επί αιώνες πεδίο αντιπαράθεσης, εμφανίζεται τώρα ως ευδιάκριτο πεδίο συνεργασίας. Προπάτορες και προφήτες αυτής της συνεργασίας ανασύρονται από τις μικρόγραφες υποσημειώσεις της επινόησης και τιμώνται ως οραματιστές, που δεν πρόλαβαν την πραγματοποίηση του ονείρου τους. Πρόσωπα που αν τα είχαμε γνωρίσει, δεν θα είχαμε θελήσει να τα συναναστρεφόμαστε, όχι για τις ιδέες τους, αλλά για τις αρνήσεις τους: οι ιδέες της “ενοποίησης” προς άρνηση του πολέμου είναι πόλεμος προς άρνηση όποιας ενοποίησης μη χειραγωγήσιμης.
Η συμμετοχή κράτους σε αμφικτιονία είναι παράταση για το κράτος. Και αυτή η παράταση εξυπηρετείται από την εκ νέου γραφή της ιστορίας από κάθε Αλέξανδρο Δουμά και επιφυλλιδογράφους “νέγρους”. (ὑποσ. 9.). Εξάλλου, δεν είναι βέβαιο πως αν ζούσαν οι προπάτορες της αμφικτιονίας θα ήθελαν να μας συναναστραφούν: μας κληρονόμησαν την αφέλεια του οράματός τους, το οποίο έχει υποκύψει στην ρέουσα πραγματικότητα. Πάντα βγαίνουμε στην αγορά, ποτέ δεν ερχόμαστε από το σημείο της αγοράς που είχαμε λογαριάσει. Όλο και κάποια διαφορά υπάρχει. (ὑποσ. 10.).
Η αμφικτιονία δεν είναι πραγματικότητα, δεν έχει θεμέλιο, επειδή ταλαιπωρείται από την απροσδιοριστία του εχθρού (κάθε μέλος της αμφικτιονίας έχει αντίληψη του δικού του εχθρού) και από την διάχυση των πολεμίων (ο πολέμιος ενός μέλους δεν είναι πολέμιος άλλου μέλους, πλην εξαιρέσεων). Η αμφικτιονία είναι το πέρας δίχως ελπίδα αρχής.
Το κράτος είναι, όπως αναφέρθηκε, μια πατρίδα, όπου η θυσία “υπέρ βωμών και εστιών” (pro aris et focis) επιβεβαιώνει τη διάρκεια και αξία της. Η αμφικτιονία δεν είναι πατρίδα και δεν μπορεί να επικαλείται τη θυσία. Μπορεί να φέρει σε πέρας την τιθάσευση των εχθρών, δεν μπορεί όμως με κανένα τρόπο να πολεμήσει τους επίβουλους. Ποιος θα θυσιαστεί για ένα κοινό, που δεν είναι πατρίδα του; Και ακόμα περισσότερο: η διπλή υπαγωγή (appartenance/ apartness) του κράτους στον εαυτό του και στην αμφικτιονία υποχρεώνει το κράτος να παραδίδει, διαρκώς και χωρίς ανάσα, τον εαυτό του στην αμφικτιονία. Γιατί το κράτος είναι μέσα πια (επαρχία της έκτασης της αμφικτιονίας) και δεν είναι έξω (επικράτεια μεταξύ επικρατειών). Κοντολογίς, από αυτή τη φάκα, το κράτος δεν βγαίνει. Έχει ωστόσο την παρηγορία ότι η φάκα το προστατεύει. Και αυτό δεν είναι λίγο, δεδομένου ότι η έννοια της προστατευτικής φύλαξης έχει πέραση και εφαρμογή.
Ποιος ο λόγος που το κράτος επιλέγει το κοινό; Το κράτος δεν είναι πολιτεία, είναι κοινωνία, είναι status, ομνύει στο όνομα της raison d’état, έχει την απεριόριστη δυνατότητα να αναφέρεται στους πατέρες του (στον Ρισελιέ, ας πούμε, στη συνθήκη της Βεστφαλίας κ.λπ.), καθώς και στους στοχαστές του (τον Λοκ και τον Χομπς, ας πούμε, αλλά και τον Άνταμ Σμιθ, τον Χέγκελ, καθώς και τους Ένγκελς και Μαρξ κ.λπ.). Θα ήταν πολιτεία αν πραγματευόταν το ερώτημα ει διδακτέον η αρετή, το οποίο απασχολεί τον Σωκράτη και τον Πρωταγόρα στον διάλογο του Πλάτωνα Πρωταγόρας, επειδή η αρετή είναι το ζητούμενο της πολιτείας. Όπως είναι γνωστό, ο διάλογος του Πλάτωνα κλείνει δίχως να έχει δοθεί απάντηση σε αυτή την απορία, χωρίς καν να έχει αποσαφηνιστεί το νόημα των λέξεων που την προσδιορίζουν. Ωστόσο, η έλλειψη απάντησης (και η εκ τούτου αιώρηση) θεραπεύεται με τον “αγώνα” μεταξύ του Σωκράτη και του Πρωταγόρα να πείσει ο ένας τον άλλον για τις προσπάθειές του να απαντήσει στο ερώτημα. Δείγμα ότι η πολιτεία είναι πειθώ μέχρι θανάτου.
Το κράτος ωστόσο, ασπαζόμενο την ρωμαϊκή virtus (που εύκολα αποδίδεται ως αρετή) και ενσωματώνοντας στις καταστατικές του αρχές τον όρο vertu (ο οποίος στη γλώσσα του Ρακίνα αποδίδεται εξίσου εύκολα ως αρετή), έχει διαπράξει ένα λάθος, που δεν διορθώνεται: η ρωμαϊκή virtus ετυμολογείται (λανθασμένα), από τον Κικέρωνα, ως προερχόμενη από τη λέξη vir (άνδρας), συνώνυμο της ανδρείας και της ισχύος. Η Δύση ωστόσο, που σε κάθε ευκαιρία έχρισε τον εαυτό της “Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία”, δεν έπαψε να ταυτίζει το κράτος με την επίδειξη δύναμης ανδρός (male might). Και αυτό το γνώρισμα είναι τόσο σπουδαίο, ώστε δεν είμαστε σε θέση να σκεφτούμε την ύπαρξη κράτους δίχως να την ταυτίζουμε με την ανδρός δύναμή του. Αυτή εξάλλου, του δίνει το πλεονέκτημα της βίας. Η πειθώ είναι μια άγνωστη διαδικασία. Γνωστή είναι η πειθώ δια της βίας μέχρις εξολόθρευσης.
Το κράτος που βρίσκεται προ των οφθαλμών μας είναι το δημιούργημα της επινόησης του έθνους και του γένους, προσκλητήριο για τον άνθρωπο και τον πολίτη (στο όνομα των οποίων είναι η Χάρτα των Δικαιωμάτων, κάτι σαν τις Δέκα Εντολές που παρέλαβε ο Μωυσής από τον Θεό στο όρος Σινά), θέατρο παρεξηγήσεων, όπως η πάλη των τάξεων, σκοπευτήριο ανατροπών υπό τις λυσσαλέες κραυγές των επαναστάσεων και των πρωτοποριών, το κράτος είναι προ πολλού (από τον Διαφωτισμό και τα απελευθερωτικά κινήματα μάλλον) μια επαναλαμβανόμενη αυτοχειρία. Απλούστερα: μια διαρκής κλίση προς την απλούστευση, πάει να πει από τον πολίτη στον καταναλωτή, από την ουτοπία στο εφήμερό της, από τη γλώσσα προς το ιδίωμα, από τη συστολή στην επίδειξη, από το γνώριμο στην κολακευτική αποχαύνωση που κομίζει το “νέο” και ούτω καθεξής.
Το κράτος που βρίσκεται προ των οφθαλμών μας έγινε μια κατάσταση, η οποία, ξεκινώντας με αγαθές προθέσεις, όπως τα δικαιώματα, η προστασία από την αυθαιρεσία, η υπεράσπιση της έκφρασης, η εγκυρότητα των θεσμών, η κοινωνική καταξίωση, η πίστη σε αρχές, η προβολή της δημιουργικότητας, η πειθαρχία των σκέψεων και των πράξεων, η αναγωγή σε κατηγορήματα ικανά να αποτελούν κανόνα για όλους, η αναγνώριση του μεγαλείου του έναστρου στερεώματος, η ιερότητα της ζωής, η παντοδυναμία και το μεγαλείο της Φύσης, η αναφορά στο σκέπτεσθαι ως προϋπόθεση του πράττειν, ο κατάλογος είναι ενδεικτικός. Ωστόσο, από την ώρα όπου η προτίμηση προς αυτά και κάθε άλλο συγγενές προς αυτά στοιχείο κρίθηκε ότι έβρισκε εμπόδια στα στηρίγματα της φεουδαρχίας, της αριστοκρατίας, της μοναρχίας, του απολυταρχισμού, της διάκρισης, της στυγνότητας και βαρβαρότητας, της θρησκείας και άλλων οπίων των λαών, εμπόδια που είχε ορίσει, όπως τεκμαίρεται, το “Παλαιό Καθεστώς”, η εξάπλωση του καλέσματος της ανατροπής τους με τη μορφή συνθημάτων, του είδους “ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα”, διατάραξε την έννοια, την ύπαρξη, τη λειτουργία του κράτους.
Αυτή η διαταραχή κατέστη διαρκής ανάδευση ερωτημάτων και απαντήσεων, οι οποίες, ακριβείς, πολύτιμες, διορατικές, δεν πρόλαβαν πάντως το πένθος των κρατών: τα θεμέλια του οικοδομήματος, καμωμένα στο όνομα μιας ομάδας ατόμων (αυτό που λέμε σήμερα “ελίτ”) ανήγειραν ορόφους με το εχέγγυο των μαζών, απλουστεύοντας, μέσω της εκπροσώπησης, της καθοδηγούμενης με τη μορφή της συμμετοχής, της συναίνεσης και άλλων τέτοιων, την πολυπλοκότητα των ερωτημάτων δια της επιπολαιότητας των απαντητικών αληθειών. Υπό την επίκληση του δικαίου και του δίκιου (εξ ου και τα δικαιώματα), πέτυχαν να αιχμαλωτίσουν τη ζωή στο δίκαιο, μέχρι του σημείου η τρομοκρατία να είναι συνταγματική (πάει να πει θεμελιώδης) απόδοση δικαίου.
Τα κράτη (και ο λόγος παραμένει περί των κρατών της Δύσης) είναι δημιουργήματα του “Παλαιού Καθεστώτος”, ακόμα και εκείνα, που με επαναστάσεις και αλλοιώσεις των αυτοκρατοριών της Τουρκίας, της Αυστροουγγαρίας, της τσαρικής Ρωσίας, πρόλαβαν τον ρόγχο των αυτοκρατοριών και οικοδομήθηκαν (η Ελλάδα είναι παράδειγμα) ή συγκολλήθηκαν (η Ιταλία και η Γερμανία είναι παράδειγμα) κατά τον 19ο αιώνα και ως τις αρχές του 20ου. Η ταχύτητα της εμφάνισης νέων κρατών, η εξίσου ταχεία διάλυση των αυτοκρατοριών, είναι παράγοντες της ανισορροπίας των δυνάμεων που οδήγησαν σε πολέμους μεταξύ παλαιών και νέων κρατών, μεταξύ νέων κρατών και παλαιών κυρίων τους: εκείνες οι συρράξεις ήταν τα προεόρτια μεγαλύτερων πολέμων, που χαρακτηρίστηκαν “παγκόσμιοι”.
Η παράλληλη επαναστατικότητα, η οποία κατασκεύαζε πολιτικά θεωρήματα και όριζε το σπάσιμο όλο και περισσότερων δεσμών στο όνομα μιας προόδου, η οποία λάβαινε προσδιορισμούς του είδους καθολικό δικαίωμα ψήφου, κοινοβουλευτισμός, φιλελευθερισμός, κοινωνισμός (πρόδρομος του σοσιαλισμού), κομμουνισμός, μοντερνισμός και άλλα τέτοια, δεν έπαψε να εισφέρει τη σαγήνη, δηλαδή την τυραννία (αλλά και προδοσία) νέων ιδεών, απέναντι στις οποίες το κράτος στεκόταν ως υπόλογος και κατηγορούμενος. Η αναντιστοιχία μεταξύ κρατών που είχαν ανατείλει υπό ένα εξοβελιστέο καθεστώς, το “Παλαιό” (το οποίο έφερε στους ώμους του μια χιλιετία πολιτικής και οργάνωσης, από την εποχή δηλαδή του Καρλομάγνου) και μιας επαναστατικότητας (η οποία δεν είχε άλλο στήριγμα από το θράσος του επιστητού της και που, χάριν του ευκολίας, θα αποκαλέσουμε διαφωτισμό και διανόηση και εκκοσμίκευση και εκδημοκρατισμό και πρωτοπορία και πρόοδο και ανάπτυξη) μετέβαλε τη σύσταση και ουσία των κρατών. Η ταυτόχρονη εμφάνιση στο προσκήνιο του νέου και διαρκώς ισχυρότερου κράτους των ΗΠΑ, που, όπως αναφέραμε, έφτιαχνε τον λαό του και συνεπώς δεν είχε το βάρος κάποιου παλαιού καθεστώτος, ούτε τη βδέλλα της επαναστατικότητας, αλλά το παιδαριώδες “ο ουρανός είναι το όριο” (sky is the limit), είναι ένα ακόμα δεδομένο, που συνέπεσε για τα κράτη της Δύσης, την περίοδο που έχαναν το βάρος τους, καθώς η επίπονη προσπάθεια της απορρόφησης της συγκυρίας δεν άφηνε περιθώρια ωρίμασης στις αντιδράσεις τους.
Η επαναστατικότητα με καρπό της την επανάσταση δεν είναι άλλο από την βιαιοπραγία σε βάρος της πραγματικότητας με σκοπό την επιτάχυνση της επιβολής του συμβάντος της ανατροπής και διάλυσης της ισχύουσας πραγματικότητας. Και η επαναστατικότητα με καρπό την επανάσταση δεν πετυχαίνει παρά επειδή η κρατούσα πραγματικότητα είναι ήδη διαλυμένη ή παραπαίει ή νοσεί βαθύτατα: είναι χάλασμα. Έτσι εξηγείται το περίεργο της Γαλλικής Επανάστασης, που ξέσπασε την ώρα όπου οι επαγγελίες της έβρισκαν ευήκοον ους και έμπαιναν σε φάση διαπραγμάτευσης. Έτσι εξηγείται το περίεργο της Ρωσικής Επανάστασης, που ξέσπασε την ώρα όπου το τσαρικό καθεστώς προχωρούσε σε μεταρρυθμίσεις κοινωνικού περιεχομένου, έστω και αν ήταν ακόμα υποτυπώδεις. Έτσι εξηγείται και το παράπονο του Λένιν ότι δεν θα έβλεπε στη διάρκεια της ζωής του να ξεσπάει η επανάσταση, την οποία ο Μαρξ, πολύ λογικά σε σχέση με τα μελετήματά του, ανέμενε στην Αγγλία, όπου το προλεταριάτο είχε σχήμα, υφή και γνώμη. (ὑποσ. 11.).
Ας υποψιαστούμε πως η επαναστατικότητα είναι μία διαδικασία, ενώ η επανάσταση είναι ένα αναπάντεχο (unforeseen), πάντα δυσεξήγητο και, ως εκ τούτου, προσφιλές σε όσους διακρίνουν μέσα του έναν ντετερμινισμό, που πρεσβεύουν ότι επαναλαμβάνεται και δικαιώνει.
Η επαναστατικότητα με καρπό της την επανάσταση δεν είναι λοιπόν άλλο από τη βιασύνη να γίνουν εκείνα που έχουν λάβει την οδό της υλοποίησής τους. Γι’ αυτό και όταν έχει διανυθεί ένα διάστημα θριάμβου αλλαγών, εκκαθαρίσεων, πειραματισμών και λεηλασίας του λόγου, η επανάσταση μεταβάλλεται σε τάξη ή ανατρέπεται για να επανέλθει η τάξη. Πρόσφατο δεδομένο βιασύνης είναι τα γεγονότα του Μαΐου 1968 στη Γαλλία, τα οποία (αν συγκροτούν επανάσταση, όπως λέγεται) επιτάχυναν το πέρασμα στην κοινωνία της κατανάλωσης. Πρόσφατο δεδομένο είναι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ρωσίας και των δορυφόρων της, μια κατάρρευση που έγινε αναίμακτα και επανέφερε ταχύτατα τις χώρες του λεγόμενου σοσιαλισμού στις αγκάλες της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, εναντίον της οποίας εκατομμύρια πολίτες είχαν δώσει τη ζωή τους στο όνομα του σοσιαλισμού. Καθημερινό σχεδόν δεδομένο επαναστατικότητας είναι οι διαδηλώσεις με έκτροπα, οι επιθέσεις εναντίον των προτύπων της εκμετάλλευσης, οι αψιμαχίες μεταξύ αντίθετων επαναστατούντων θυλάκων, οι επιχειρήσεις κατά της αστυνομίας με θύματα, δεδομένα που οι επαναστατούντες απολαμβάνουν σιτιζόμενοι στο πρυτανείο της τάξης την οποία επιθυμούν να ανατρέψουν και που, αν την ανατρέψουν, δεν θα είναι σε θέση να καταναλώσουν τον όγκο που η τάξη αφήνει απλόχερα (προς κέρδος της και όφελός της) να απολαμβάνουν. Γιατί η επαναστατικότητα είναι το κακούργημα των χορτασμένων, είτε από φαγητό είτε από “ιδέες”. (ὑποσ. 12.).
Με άλλα λόγια, η επαναστατικότητα με καρπό της την επανάσταση είχε την ώρα (και την aura) της αλήθειας της στη στροφή όπου ο κόσμος του “Παλαιού Καθεστώτος” ήταν ερείπια και ο κόσμος των “Νεότερων Χρόνων” έπαιρνε σχήμα, χρησιμοποιώντας παλαιά και νεότερα υλικά ερειπίων. Ας πούμε, ως ένδειξη τιμής προς την επαναστατικότητα και την επανάσταση, πως είχαν την περίοδο του ηρωισμού και της αφέλειάς τους, πως ο εκκωφαντικός κρότος της φωνής τους ήταν συσσώρευση εγκλημάτων, που καταπλάκωσαν και παραμόρφωσαν τις καλές τους προθέσεις. Βέβαια, εκείνοι οι βάρβαροι ήταν μια κάποια λύση. Τι θα κάνουμε λοιπόν δίχως αυτούς; Δεν έχουμε να κάνουμε κάτι: όπου τα πράγματα τελειώνουν, δεν υπάρχει ανάσταση, η πλάκα του μνημείου δεν μετακινείται. Και το ερείπιο της επανάστασης είναι ένα κακόγουστο μαυσωλείο. Ποτέ δεν θα καταλάβουμε για ποιο λόγο αναγέρθηκε και για ποιο λόγο το προσκυνήσαμε. (ὑποσ. 13.).
Αν υποθέταμε πως υπάρχει ανάσταση, αυτή λαβαίνει χώρα μια φορά και μόνο, ακόμα και όταν πρόκειται για τον Λάζαρο ή τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Στα κράτη, η ανάσταση είναι αναπηδήματα ως την ύστατη πνοή. Αναπήδημα υπήρξε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, αφού ξεκίνησε με γνώμονα κάθε μεγαλείο του παρελθόντος και κατέληξε να είναι ο τελευταίος μεταξύ κρατών. Μπορεί οι Γάλλοι στρατιώτες να έλεγαν πως ήταν “ο τελευταίος των τελευταίων πολέμων” (la der des ders στο ιδίωμά τους), πιστεύοντας ότι θα έδινε τη θέση του σε διαρκή ειρήνη, ίσως όμως αυτή η έκφραση απέδιδε υποσυνείδητα ότι τα κράτη δεν θα πολεμούσαν στο μέλλον ως κράτη το ένα το άλλο. Η δημιουργία κιόλας της Κοινωνίας των Εθνών υπογράμμιζε πως τα κράτη ανήκαν πια σε μια “κοινωνία”, ήταν δηλαδή μέλη και μέρη μιας ευρείας ενότητας, η οποία τα περιείχε. Η κατάρρευση της Κοινωνίας των Εθνών δεν υπήρξε το δείγμα της ανάκαμψης των κρατών, αλλά το επιθανάτιο λάκτισμα του λεονταρισμού τους.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, με την ταχύτητα των επιχειρήσεων, την ανάπτυξη των οπλικών συστημάτων και της αποτελεσματικότητάς τους, τη χρήση νέων όπλων και της ατομικής βόμβας, την κοινή εντέλει διοίκηση υπό τους Αμερικανούς, συνεπικουρούμενους βέβαια από τις φθίνουσες αυτοκρατορίες της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, υπήρξε ένας πόλεμος συμμάχων, έκαστος των οποίων ενήργησε ως επαρχία μιας επικράτειας που εκτεινόταν πια σε όλες τις ηπείρους. Χωρίς αυτή την ασαφή, αλλά ορατή εντοπιότητα εντός του κοινού της συμμαχίας, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν θα είχε λήξει με μια σειρά συμφωνιών διανομής του κόσμου μεταξύ των νικητών. Εξάλλου, η ήττα του Άξονα οφείλεται στη διατύπωση του μύθου του έθνους και της καθαρότητας του αίματος και της φυλής, στην περιχαράκωση του κράτους, την ώρα που κάθε κράτος δεν είχε πια περιθώρια τέτοιου μύθου ούτε τέτοιας φαντασίας.
Υπό αυτή την έννοια, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ κρατών, που ήταν πια επαρχίες της μεγαλύτερης στην ανθρώπινη διαδρομή επικράτειας. Η ψευδαίσθηση ότι ναζισμός και φασισμός ήταν εχθροί της δημοκρατίας, η αυταπάτη ότι ο σοβιετικός σοσιαλισμός ήταν ένας απάνθρωπος ολοκληρωτισμός υπήρξαν επαρκείς διαφοροποιήσεις, ώστε κάθε επαρχία της επικράτειας να λάβει χρώμα. Είναι μάλλον ώρα να παρατηρήσουμε πως αυτά τα χρώματα, με όλες τις αποχρώσεις τους, βγήκαν από την ίδια μήτρα, πάει να πει από την πολυχρωμία της επαναστατικότητας της μυθολογίας, της φαντασίας και της επινόησης. Γιατί η επαναστατικότητα είναι η επιστροφή προς τα πίσω, η διόρθωση μιας κατάστασης ώστε να επιστρέψει σε εκείνο το παρελθόν από το οποίο έχει αποκοπεί, να μοιάσει στο τότε, επειδή το τώρα το έχει προδώσει. Και το γεγονός ότι δεν υπήρξε τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά γίνεται αποδεκτό ότι υπήρξε μακρά περίοδος Ψυχρού Πολέμου, οφείλεται στο ότι οι εκατέρωθεν σύμμαχες επαρχίες είχαν όλο το χρόνο μπροστά τους να αποδεικνύουν την ισχύ τους προκαλώντας πολέμους σε δυσδιάκριτες εσχατιές, επειδή δεν έβρισκαν πολέμιο μπροστά στα πόδια τους. Η μακρά περίοδος ειρήνης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη Δύση οφείλεται στην αδυναμία των κρατών να ονοματίσουν πολέμιους, αλλά και στον περιορισμό τους στο ύψος της επαρχίας, έτσι που μόνο εμφύλιος πόλεμος μπορεί να λάβει χώρα μεταξύ τέτοιων επαρχιών. Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας είναι ένα τέτοιο δεδομένο.
Σήμερα, όπου ο κόσμος είναι ένας κόσμος και όπου τα κράτη ανήκουν σε αμφικτιονίες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ο πόλεμος γίνεται από τις αμφικτιονίες στο όνομα του κοινού τους, που δεν είναι άλλο από την κενότητα των εννοιών. Γιατί ο ένας κόσμος δεν μπορεί να είναι ένας όταν υπάρχουν έννοιες, οι οποίες προκαλούν μοιραίες διαφοροποιήσεις. Ο ένας κόσμος πάσχει από αλαλία, άνοια και αυθυποβολή, αφού στον εαυτό του μιλάει και δεν υπάρχει κανείς να τον ακούσει, ούτε υπάρχει αντίλαλος να τον παρηγορεί, όσο και αν οι φωνές να συνέλθει είναι ευδιάκριτες. Ο κόσμος δεν παίζει ζάρια, παίζεται στα ζάρια.
Η αλαλία είναι μονότονη ηχητική απόλαυση. Αυτή η απόλαυση επιτρέπει στην αλαλία να πιστεύει ακράδαντα ότι έχει θεραπευτεί. Η απόλαυση των ήχων των λέξεων “παγκοσμιοποίηση”, “δημοκρατία”, “κοινωνία των πολιτών”, “rogue states”, “evil empires”, “πολυπολιτισμικότητα”, “φιλελευθεροποίηση”, “όψιμος καπιταλισμός”, αλλά και “καπιταλισμός καζίνο” και ούτω καθεξής, λέξεων που εκκόλαψε κατά συρροή ο κόσμος της Δύσης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, επιβάλει την ανεκτικότητά τους παρόλο που δεν υπάρχει τίποτα που να τις καθιστά ανεκτές, αφού αιωρούνται εντός των λαών των επαρχιών του κόσμου: είναι δηλαδή απαντήσεις, εκεί όπου το τι; παραμένει παρόν.
Στην ίδια συχνότητα, η άνοια είναι η επανάληψη κατήχησης που δεν έχει πια κατηχούμενους, αλλά κατηχητές, οι οποίοι διασχίζουν, υπό τους ήχους απόηχων φωνών πατέρων της κατήχησης, τις λεωφόρους του κόσμου, κομιστές μιας δύναμης αδράνειας. Σπουδαίοι στο λόγο, δημιουργούν την εντύπωση της σωτηρίας, που σε λίγο καιρό υποκύπτει στο αμείλικτο “και λοιπόν;” των υποψήφιων κατηχούμενων. Ο αριθμός τους είναι μεγάλος όσο και η δόξα τους. Ο θόρυβός τους είναι εκκωφαντικός: πυροτεχνήματα.
Η αλαλία και η άνοια έχουν ως αποτέλεσμα την αυθυποβολή: όλα επιδέχονται διόρθωση, τίποτα δεν χάνεται. Να λοιπόν η συνάθροιση λόγου, να η αδυναμία περατότητάς του.
Μπορεί να λογαριάσει κανείς πως το σπάσιμο του ενός κόσμου σε κομμάτια/ ερείπια αποτελεί πιθανώς θεραπεία τέτοιων συμβάντων/ κρουσμάτων. Σε ποια και σε πόσα κομμάτια όμως; Και αν υποθέσουμε ότι αυτό το ερώτημα έχει απάντηση, τότε αυτά τα κομμάτια θα είναι κράτη; Και αν σε αυτό το ερώτημα δοθεί θετική απάντηση, τότε τι κράτη θα είναι; Και αν σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι ένας λαός σε μία επικράτεια, τότε ποιος λαός και ποια επικράτεια; Τα ερωτήματα πληθαίνουν και οι απαντήσεις συσσωρεύουν υποθέσεις εργασίας. Και όσες περισσότερες οι απαντήσεις, τόσο ασταθέστερες οι υποθέσεις εργασίας. Με άλλα λόγια, οι ελαττώσεις πληθαίνουν, απονεννοημένα διαβήματα, αποχρώσες ενδείξεις. Και αρκεί κανείς να μαγαρίσει τις απαντήσεις, αν αποφανθεί πως ό,τι πεθαίνει, πεθαίνει. Και ό,τι γεννιέται, όποτε γεννιέται, έχει προγόνους, δεν είναι όμως αντίγραφό τους, δεν τους μοιάζει κιόλας όσο εκείνοι θα ήθελαν.
Πρώτος αναβαθμός
Είμαι εντός του κράτους εν αναμονή του αναμενόμενου, που δεν καθυστερεί. Τι θα είναι;
Τι θα έχει από αυτά που έγραψα;
“Αυτό που αναζητώ έχει παραμείνει ανέκφραστο. Συνεπώς, η προσπάθεια που κάνω αρθρώνεται γλωσσικά ως αγώνας ενάντια στη γλώσσα. Γυρεύω επομένως να συντάξω εκείνο που δεν γνωρίζω”. (ὑποσ. 14.).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. « Or, en 1840, j'ai nié carrément le droit de propriété... pour le groupe comme pour l'individu, pour la nation comme pour le citoyen… La propriété est la plus grande force révolutionnaire qui existe et qui se puisse opposer au pouvoir…[ et] servir de contre-poids à la puissance publique, balancer l'État, par ce moyen assurer la liberté individuelle ; telle sera donc, dans le système politique, la fonction principale de la propriété. » Pierre-Joseph Proudhon, Théorie de la propriété.
Pierre-Joseph Proudhon
2. Οι όροι “δικαιοποίηση”=légitimité και “νομιμοποίηση”=légalité σχηματοποιούν την εκλογίκευση του έχειν, την περιχαράκωσή του για την διαφύλαξη, σωτηρία και αύξησή του. Ο όρος “δίκιο” υπερβαίνει την εκλογίκευση και γεννάει επιχειρηματολογίες “δικαιοποιήσεων” με σκοπό την ισχυροποίηση κάθε “νομιμοποίησης”. Εδώ προκύπτει η προστιθέμενη αξία του έχειν. Δεν είναι λοιπόν το απτό της οικονομίας που πρωτεύει, αλλά το μη απτό (φαντασιακό/επινοητικό/μυθολογικό) της δήλωσης της περιουσίας, αναπαλλοτρίωτου και σημαίνοντος δια της “δικαιοποίησής” του.
3. Η ίαση αυτής της ανεπάρκειας επιτρέπει στην Τέχνη τον ρόλο της Ιστορίας. “I see art history as a frame within which world history, in all its breadth, is continually reflected back at us- rather than as a window which opens onto some independent aesthetic realm. I shall assume that the records of artistic change somehow relate to records of social, technological, political and religious change, however inverted or reconfigured these reflections prove”. Julian Bell, Mirror of the World, A New History of Art, Thames & Hudson, 2007.
4. Η ρητορική ανακοίνωση της εχθρότητας ασκεί πρόσθετη γοητεία. “We are coming neither as friends or neutrals. We come as enemies! As the wolf attacks the sheep, so come we. You are not among your friends any longer! You will not enjoy having us among you!” Joseph Goebbels, Der Angriff. Aufsätze aus der Kampfzeit, Munich: Zentralverlag der NSDAP, 1935, pp. 71-73.
5. “…the so called will of a multitude (if this is to be more than a legal fiction) is ever-changing by definition, and that a structure built on it as its foundation is built on quicksand”. (Hannah Arendt, On Revolution, Penguin Books, 1990, p. 163).
6. Εδώ, εξαίρεση= exception. Ο όρος extraordinary (extra-order=εξ-αίρεση) είναι συμπληρωματικός. Βλ. σημ. 34 και 35.
7. Ο όρος χρησιμοποιείται παράλληλα προς τη λέξη μυθολογία που προαναφέρθηκε. Η μυθολογία ενός κράτους και ενός λαού αφορά το παρελθόν του ενός και του άλλου, όποια ερμηνεία και αν δίνεται στο παρελθόν. Έτσι, η μυθολογία είναι η καταγραφή και εξιστόρηση του κλέους κράτους και λαού. Το υπερβατικό στοιχείο είναι η έξωθεν καλή μαρτυρία της μυθολογίας. Η μυθολογία είναι το περιρρέον, το σε διαρκή παρουσία, που επιβεβαιώνεται δια της ζητωκραυγής, του χειροκροτήματος, της ανατάσεως της χειρός.
Ο όρος φαντασία αποδίδει τη συγκρότηση του σήμερα, το οποίο “χτίζει” το μέλλον. Φαντασία είναι κιόλας η βεβαιότητα του μέλλοντος ως απλή προέκταση του παρόντος. Είναι η χαλιναγώγηση του δέους του αύριο, που χάνει έτσι τον παράγοντα του απροσδόκητου. Είναι η ανακούφιση της επί γης στερέωσης. Είναι η άυλη συμμετοχή του λαού στη διαχείριση (management) και ισορροπία της δεισιδαιμονίας του.
Ο όρος επινόηση καλύπτει τον περίγυρο της “διανόησης” και των αποφάνσεών της, οι οποίες ισχύουν, όσο αστήρικτες και αν είναι, και γίνονται δεκτές ως λύσεις και αντισώματα. Το διακριτικό των επινοήσεων είναι ότι τις απολαμβάνει το κράτος (ως νομιμοποιήσεις), και ο λαός τις επιβάλλει (ως δικαιοποιήσεις), προσδιορίζοντας έτσι το παρελθόν, τις επιταγές του παρόντος και τις συνισταμένες του μέλλοντος. Τέτοιες επινοήσεις είναι η ελέω Θεού μοναρχία, η δημοκρατία και τα σοβιέτ, η σημαία και η στολή, οι επέτειοι και οι εθνικές γιορτές. Το τελετουργικό πρωτόκολλο, le cérémonial, έχει μια θρησκευτικότητα, αντανάκλαση της εξουσίας. Η επινόηση, όπου η “διανόηση” ορίζει αλήθειες, ελέγχει τη μυθολογία και τη φαντασία, είναι η αίθουσα αναμονής στο θεραπευτήριο του εγκλήματος.
8. “…to what extent is it conceivable for us to affirm our exclusive membership in one civilization without wanting to destroy the others? … Western technological expansion entails the destruction of dozens of small cultural units and languages… We are all well aware that powerful cultural forces are indeed pushing us
Leszek Kolakowski
towards unity, a barbarian unity built on the loss, the forgetting of tradition”. Leszek Kolakowski, Modernity on Endless Trial, The University of Chicago Press, 1997, pp. 14-31.
9. Σύνηθες, στην εποχή του Αλέξανδρου Δουμά πατέρα, ήταν να γράφονται κείμενα από “σκλάβους- nègres” γραφιάδες, που το όνομά τους δεν εμφανιζόταν πουθενά. Τα κείμενά τους, αυτούσια ή επεξεργασμένα από τον συγγραφέα, εντάσσονταν στο έργο του. Ο Αλέξανδρος Δουμάς πατέρας υπήρξε για ένα διάστημα τέτοιος “νέγρος”.
Οι “νέγροι” της επαναδιατύπωσης και επανασυγγραφής της Ιστορίας εξομαλύνουν το παρελθόν, στο όνομα της συνύπαρξης, της συγκατοίκησης και της προφανούς πλέον αναγκαιότητα του κοινού.
10. Ισχύει ίσως η παρατήρηση πως η κληρονομιά μιας ιδέας δεν έχει σχέση με την ιδέα: από τον προφήτη ως τους μαθητές, ακόμα και εκεί όπου δίνεται η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, υπάρχουν δύσπιστοι, προδότες, παραβάτες και επιλήσμονες. Εξάλλου, μια ιδέα δεν έχει κληρονόμο, όποια διαθήκη και αν αφήνει ο προφήτης. Κληρονόμος είναι εκείνος που δηλώνει ότι έχει κληρονομήσει και την κληρονομιά υπηρετεί. Τέτοια δήλωση αρκεί για την εμφάνιση εχθρών και πολεμίων. Το χειρότερο είναι πως η κληρονομιά μιας ιδέας αποτροπής του κακού, όπως η προσφυγή σε πόλεμο, βελτιώνει τους μηχανισμούς του πολέμου και περιπαίζει την ιδέα της ειρήνης.
11. Δεν είχε υπόψη του την πρόγνωση του Juan Donoso Cortès εν έτει 1850: “la raza anglosajona es la que menos expuesta está al ímpetu de las revoluciones; yo creo más fácil una revolución en San Petersburgo que en Londres”. Discursos Políticos, Ed. Tecnos, Clásicos del Pensamiento, 2002, p. 50.
Ὁ σπουδαῖος J. Donoso Cortes
12. Η επαναστατικότητα ορίζεται από τη “διανόηση” (κλάδος των “φιλοσόφων”) και λαβαίνει τη μορφή της επανάστασης, η οποία έχει έτσι ως σημεία αναφοράς τις “ιδέες” τους. Η επαναστατικότητα αποτελεί πλαίσιο (μια υπόθεση εργασίας), το οποίο η επανάσταση ανάγει σε πράξη και αλήθεια/ δόγμα. Η επαναστατικότητα φέρνει στο φως προτάσεις, τις οποίες η επανάσταση μετατρέπει σε θέσφατα, που δεν επιδέχονται αντίρρηση ούτε κριτική, αλλά τα επιβάλει με τη βία, με σκοπό την “perfect uniformity of beliefs as the necessary condition of the revolution’s success”. Όπως έλεγε ο Ροβεσπιέρος, κάθε πολίτης είναι στο βάθος της καρδιάς του ένας κρυφός εχθρός, όταν δεν διαδηλώνει την πίστη και αφοσίωσή του στα θέσφατα της επανάστασης. Σε αυτό το αξίωμα στηρίζεται η έννοια του εχθρού ως εσωτερικού αντίπαλου. (Βλ. Kalyvas Andreas, Democracy and the Politics of the Extraordinary, Cambridge University Press, 2009, p. 210-222, όπου ο λόγος για τις απόψεις της Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της Οn Revolution). Άξιο προσοχής είναι πως οι “φιλόσοφοι” δεν συμμετέχουν στην επανάσταση, την οποία αναλαμβάνει και φέρει σε πέρας ο “λαός” εκ του μηδενός. Και ο “λαός” δεν είναι άλλο από μία μειοψηφία, που ανάγει τον θρίαμβό της σε καθεστώς από τη στιγμή που η επανάσταση έχει επιβληθεί. Αυτή η μειοψηφία είναι στην ουσία και στη συμπεριφορά της μια μάζα, που αυθυποβάλλεται από τις ζητωκραυγές της και αυτοτιμωρείται από διαρκείς εκκαθαρίσεις, στο όνομα των “ιδεών” της επαναστατικότητας. Βλ. Simon Sebag Montefiore, Stalin, the Court of the Red Tsar, Weidenfeld & Nicolson, 2003 (για την επανάσταση/ καθεστώς του Οκτωβρίου 1917) και G. Lenotre, Sous le bonnet rouge, Petite Histoire, Grasset, 1989 (για τη μάζα της Γαλλικής Επανάστασης) και Le Tribunal Révolutionnaire (1793-1795), Librairie Académique Perrin & Cie, 1910 (για τις εκκαθαρίσεις και την επαναστατική τρομοκρατία).
13. Ο Lenotre (βλ. σημ. 62), στο βιβλίο του Sous le bonnet rouge, σχολιάζει πως ακόμα και η πτώση της Τροίας είναι μια ασήμαντη στιγμή της Ιστορίας σε σχέση με την πτώση της Βαστίλης. Αν ο Τρωικός πόλεμος ήταν υπόθεση ενός πολυάριθμου στρατού και η διάρκειά του μετριέται σε χρόνια, η επίθεση εναντίον της Βαστίλης έγινε, σύμφωνα με επαρκείς υπολογισμούς, από 954 «αυτοσχέδιους ήρωες» (héros improvisés), που ολοκλήρωσαν το έργο τους σε σαράντα πέντε λεπτά της ώρας. Για τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ’, η Βαστίλη, με τους ελάχιστους φυλακισμένους (επτά τον αριθμό) ήταν το απομεινάρι/ ερείπιο μιας άλλης εποχής. Έτσι εξηγείται πως όταν τον πληροφόρησαν τι είχε συμβεί, εκείνος δεν έδωσε σημασία σε αυτή την είδηση.
Οι καταληψίες, μικροαστοί και μικροεπαγγελματίες, φαίνεται πως δεν περίμεναν την επιτυχία που είχαν κερδίσει. Αυτό το φορτίο τους βάρυνε και οι περισσότεροι, είτε «σκληροί επαναστάτες», είτε «ανανήψαντες» (υπέρ της μοναρχίας), είτε «πατριώτες», «καιροσκόποι», «μετανοήσαντες» (επανερχόμενοι στους κόλπους της Εκκλησίας), αλλά και «προσωπικότητες» και «αποβράσματα» (της πολιτικής, του νόμου, της διαπλοκής), χάθηκαν και ξεχάστηκαν. Το 1833 (σαράντα τέσσερα συναπτά έτη μετά την Επανάσταση), 441 ήταν εν ζωή, τιμημένοι, τιμωρημένοι, παραγκωνισμένοι.
Τηρουμένων των αναλογιών, κάθε επανάσταση μοιάζει «ξεπατίκωμα» της πτώσης κάποιας Βαστίλης (Χειμερινά Ανάκτορα για την Οκτωβριανή Επανάσταση, Σιέρρα Μαέστρα για την Κουβανική Επανάσταση). Οι αναίμακτες «επαναστάσεις» του σύγχρονου κόσμου δεν καταλαμβάνουν κάποια Βαστίλη. Τραβούν, κατά δήλωσή τους, το καζανάκι και κλείνουν την πόρτα. Αυτό δεν σημαίνει πως το «παιχνίδι» τους είναι ασήμαντο: διαμορφώνει νέες μυθολογίες, φαντασίες, επινοήσεις και «νέους αγώνες». Ωριμάζουν μιαν «αγορά», που έχει αντίκρισμα λόγου.
14. Χρήστος Χρυσόπουλος, Το γλωσσικό κουτί, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 24.
Τὸ «ἐρυθρὸν κολλεκτιβικὸν κράτος». προπαγανδιστικὴ ἀφίσσα, τοῦ G. Richards περ. 1910.