Ὕδρα.
Νερὸ καὶ πέτρα.
Ἀκτές, γκρεμοί, νερά βαθειὰ οἰνόπων
μυστηρίων,
Ποτίσανε με μύρα σπανιόλικες
δαντέλες,
Πού βράχους κουρασμένους ζώνουν
τρυφερά.
Ἀφροὶ σαν πόθοι πού ἔρχονται καὶ
πάνε,
σὰν τὰ καράβια πού μιὰ μέρα θὰ
βουλιάξουν,
Γαλήνη γιὰ να βροῦν, νὰ
ξαποστάσουν,
σ᾿ ἕνα βυθὸ πού ὅλα τὰ χωρεῖ.
Μυωπικὲς τῶν φάρων οἱ ματιές,
χάνονται σ᾿ ἄσκοπα λιμάνια.
Μόνο τῶν γλάρων οἱ κραυγές
Ψάλλουν μνημόσυνες ἀρχαῖες
προσευχές,
Γιὰ ὅσα χάσαμε, ...κερδίζοντας
στὰ ζάρια.
«Βγαίν᾿
ἡ βαρκούλα τοῦ ψαρρᾶ»,
μὲ τὰ πανιὰ ἀπ᾿ τὴ σαστημάρα
μας μαῦρα, ξεχασμένα.
Ἐλπίδ᾿ ἀπελπισμένη τὴν
προσμένει ἀπὸ καιρὸ,
Σ᾿ ἔνα σημάδι ξέμακρο πικρό,
ἔχοντας μάτια καὶ ψυχὴ, ἐκεῖ ἀκουμπισμένα.
Ἐνδοχώρα.
Ἀνήλια καλδηρήμια, σκιασμένες
στενωποί,
κρύβουνε μάταιες, πικρὲς ἀναζητήσεις.
Μηπως φανοῦνε πρόσωπα πού
χάθηκαν ἐκεῖ,
χωρὶς «ἀντίο», δίχως ἐξηγήσεις.
Μουλάρια θλιμμένα,τὰ μάτια τους
ὑγρά,
σέρνουν τὰ βάρη τῶν ἀδίκων ἀγαθῶν
μας.
Μυλόπετρες ἀλέθουνε μ᾿ ἀνείπωτην
ὀργή,
Τὴ νιότη μας ποὺ κλείνει τὸ
χτικιὸ τῶν γηρατειῶν μας.
Τὶς νύχτες τὰ ἐρείπια τ᾿ ἀρχαῖα.
Ῥίχνουν σκιὲς ἐπάνω στὶς σκιὲς
μας,
Κάτω ἀπό φῶτα πνιγηρά,
ποὺ ξεματώνουν τὶς καρδιὲς μας.
Στὸ Βουνό.
Ὄμορφα κι ἀνενόχλητα στὰ ὕψη
βασιλεύουν,
γεράκια μακρινά, ἀέρινα
στολίδια.
Ζητοῦν αὐτὰ ποὺ χάσαμε θαρρῶ,
ἁρπάζοντας, χωρὶς νὰ
ζητιανεύουν.
«Ἔρως» τὴν εἶπα κάποτε ἐκεῖ,
Γιατὶ αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα τ᾿ ὄνομά
της.
«Ἔρος» τὸ λένε καὶ κεῖνο τὸ
βουνό,
Ποὺ χάθηκε γιὰ μένα ὡς ἐχάθης.
Περίτεχνα λιθάρια τὸ ζώνουνε
παντοῦ,
γιὰ νὰ φυλᾶνε κτήσεις πιὰ
χαμένες,
μνῆμες μονάχα μείνανε ξερές,
κι αὐτὲς σὲ μιὰν ἐπέλασιν ἄγονων
καιρῶν,
ἀνήμπορες κι
ἄκαρδα σφαγμένες.