Μετ᾿ ἐκφραστικῆς λιτότητος ὁ ἐπίσκοπος
Τύρου Γουλλιέλμος (1130-1186 μ.Χ.) εἰς τὸ 21ον Κεφάλαιον τοῦ μνημειώδους ἔργου
του «Ἱστορία τῶν ἐν ταῖς Ὑπερποντίοις Περιοχαῖς Πεπραγμένων» (Historia
rerum gestarum in partibus transmarinis), περιγράφει τὴν τραγικὴν διαπίστωσιν τῆς
ἀσθενείας τοῦ νεαροῦ πρίγκηπος Βαλδουΐνου, τοῦ μετέπειτα βασιλέως Βαλδουΐνου Δ΄
τῶν Ἱεροσολύμων.
Τὸ
δεκατριετὲς μειράκιον εἶχεν ἀνατεθεῖ εἰς τὰς ἐκπαιδευτικὰς φροντίδας τοῦ Γουλλιέλμου, ὅταν αὐτὸς παρετήρησεν ὅτι ὁ νεαρὸς παίζων μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ τὰ σκληρὰ παιχνίδια ποὺ ἔπαιζαν -τότε- τὰ ἀγόρια, δὲν ἔδειχνε καμίαν μορφὴν πόνου ὅταν ἐτραυματίζετο.
«...accidit quod colludentibus pueris nobilium qui secum erant, et se
invicem, ut mos est pueris lascivientibus, unguibus per manus et brachia
vellicantibus, alii sensum doloris clamoribus significabant; ipse autem quasi
doloris expers patienter nimis, quamvis ei coaetanei ejus non parcerent,
supportabat...».
Τὸ παιδὶ ἦτο λεπρόν!
Τὸ πρῶτον
στάδιον τῆς τρομερᾶς νόσου εἶχε καταστρέψει κάθε δυνατότητα αἰσθητηριακῆς ἀντιλήψεως τοῦ πόνου.
Διὰ τὸ ὑπόλοιπον τῆς μαρτυρικῆς, ὅσον καὶ ἡρωικῆς ζωῆς του, ὁ πόνος θὰ ἐγένετο ὁ πιστὸς αὐτοῦ συνοδοιπόρος. Ὁ ἐσωτερικὸς πόνος, ὁ χείριστος ὅλων τῶν
πόνων...
Διατὶ
τώρα ἀνέδραμον εἰς αὐτὴν τὴν θλιβερὰν ἱστορίαν;
Διὰ ν' ἀπαντήσω πρέπει νὰ ἐγκύψω εἰς τὴν ἐπίσης θλιβερὰν ἱστορίαν καὶ τὴν πορείαν πρὸς τὸν θάνατον, ὄχι ἑνὸς βασιλέως, ἀλλὰ μιᾶς ὁλοκλήρου χώρας, ἑνὸς ἔθνους.
Ἑνὸς ἔθνους ἀπὸ πολλοῦ χρόνου ἐμφανίζοντος
τὰ λεπρικὰ
συμπτώματα.
Οἱ ὑπήκοοι τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου κατὰ τὴν πρώτην ἑκατονταετίαν τῆς ὑπάρξεώς του ἐνεφάνισαν μιὰν ὑπέροχον «εὐαισθησίαν» εἰς τὰ λεγόμενα «ἐθνικὰ θέματα».
Κύριον δὲ τέτοιον θέμα ἦτο ἡ σχεδὸν ...βιολογικὴ ἀνάγκη των ὅπως ἐπιφέρουν
τὴν ἐλευθερίαν
εἰς τοὺς ἀδελφοὺς των, τοὺς ζώντας ὑπὸ ξένην κυριαρχίαν.
Οὕτω,
Κεφαλλῆνες καὶ Ζακύνθιοι ἐθελονταί, ἔσπευσαν ἰδίοις ἀναλώμασιν ὡπλισμένοι τὸ 1822 εἰς τὸν ἐπαναστάντα Μοριάν, ὑπὸ τὴν καταδίωξιν τῶν Βρετανῶν κυριάρχων τῆς Ἑπταννήσου.
Ἐθελονταὶ μαχηταὶ ἐκ τῆς Μάνης, τῆς Ῥούμελης έκ τῶν Ἀθηνῶν, ἄφηναν τὰς συνήθεις ἀσχολίας των διὰ νὰ σπεύσουν εἰς τὴν ὀθωμανοκρατουμένην Κρήτην.
Κρῆτες ἔσπευδον πάνοπλοι εἰς τὴν Μακεδονίαν.
Θηβαῖοι
καὶ λοιποὶ Βοιωτοὶ ἔσπευδον συγκροτοῦντες τὸν «Νέον Ἱερὸν Λόχον»,
τὸ 1878 πρὸς ἀπελευθέρωσιν τῆς Θεσσαλίας.
Κύπριοι καὶ ὁμογενεῖς τῆς Ἀμερικῆς χρεωστοῦντες ἀκόμη τὰ ναῦλα τῆς μετοικεσίας των, ἔσπευδον διὰ νὰ πεθάνουν εἰς τὰ στενὰ τοῦ Σαρανταπόρου, τῆς Κρέσνας καὶ εἰς τὰ ἄνδηρα τοῦ Μπιζανίου.
Δὲν ὁμιλῶ περὶ τῶν «ξένων».
Οὗτοι ἐν τῷ παρόντι δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν καὶ εἶναι ἄλλης στιγμῆς ἐρευνητέος ὁ πόθος τῆς θυσίας τῶν Γερμανῶν, τῶν Γάλλων, τῶν Πολωνῶν, τῶν Ἰταλῶν Γαριβαλδινῶν, εἰς τὰ Πέτα, τὰ Φάληρα, τὸν Δρῖσκον.
Λαϊκαὶ
διαδηλώσεις τὸ 1897 ὑπεχρέωσαν τὴν ἀπαράσκευον πρὸς πόλεμον κυβέρνησιν νὰ ῥιφθῇ εἰς τὴν ἄτυχον περιπέτειαν τοῦ Ἑλληνοτουρκικοῦ Πολέμου, ὅστις ἐπήγαγε θλιβερὰς συνεπείας διὰ τὴν θλιβερὰν οἰκονομίαν τοῦ Βασιλείου.
Ἅπας ὁ Ἑλληνισμός, ὑφίστατο ὡς ἕνα σῶμα. Πᾶσα ἀμυχή, πᾶν τραῦμα εἰς τὸ σῶμα αὐτό παρήγαγεν ὀδύνην καὶ πόνον ἐπ᾿ αὐτοῦ. Ἔσφαζον οἱ Βούλγαροι ἕνα ἀσήμαντον χωρίον ἐν Καστορίᾳ, ἐν Κιλκισίῳ καὶ πόνος ἔπληττε τὸν Ἀποκόρωνα, τὸν Χάνδακα, τὴν Μάνην.
Κατέστρεφον οἱ Τοῦρκοι μιὰν κωμόπολιν τῆς Καπαδοκίας καὶ ὁ πόνος ἐξέσκιζε τὸ Ἀρχιπέλαγος.
Ἀλλά ἀκόμη καὶ
διὰ «ξένα κόλλυβα» ἔτρεχεν
ὁ Ἕλλην. Τὸν ἔστελνεν ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος εἰς τὴν Οὐκρανίαν καὶ χαρίεις ἐκάλπαζεν εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Δνειστέρου, ὅτε Γάλλοι καὶ Ῥῶσσοι «σύμμαχοι» ἔρριπτον τὰ ὅπλα πρὸ τοῦ προελαύνοντος Ἐρυθροῦ Στρατοῦ.
Τὸν ἔστελνεν ὁ Σοφοκλῆς Βενιζέλος
εἰς τὴν Κορέαν
καὶ οὗτος ἔσπευδεν εἰς τὸ σφαγεῖον τοῦ 38ου Παραλλήλου.
Καὶ ὅλα ταῦτα, ὑπὸ ἕνα μόνιμον καθεστὼς κρατικῆς πτωχεύσεως, λαϊκῆς πείνης καὶ ἀνεχείας, ἀδιακόπου μεταναστευτικῆς αἱμορραγίας.
Πλούσιοι ἀστοὶ τῶν Ἀθηνῶν, μὲ μονύελον, ῥενδιγόταν
καὶ γκέτας, λασπωμένοι ξωμάχοι καὶ πάμπτωχοι ποιμένες τῶν βουνῶν ἀδελφωμένοι ἐμοιράζοντο τὸ κιννίνον εἰς τοὺς βάλτους τῶν Γιαννιτσῶν καὶ τὰς σφαίρας τῶν Τούρκων καὶ τῶν Βουλγάρων εἰς τὴν Μακεδονίαν.
Ἀνετινάζετο
τὸ Ἀρκάδιον καὶ ἐθρήνει τὸ Μεσολόγγιον. Ἐξηνδραποδίζοντο
αἱ Κυδωνίαι καὶ ἐμαίνοντο αἱ Πάτραι.
Ὅλα τὰ «μαντάτα» καὶ τὰ «χαμπέρια» ἐκυκλοφόρουν τότε μέσῳ ὁλίγων φυλλάδων καὶ «στοματικῶς» εἰς τὸν καφφενέν τοῦ χωριοῦ. Οὔτε φέησμπουκ, οὔτε ἴνσταγκραμ, οὔτε δέκα δίαυλοι τηλοψίας εἱκοσιτετραώρου
τηλεμολύνσεως.
Τότε ἀκόμη
οἱ «πνευματικοὶ ἄνθρωποι» δὲν εἶχον ἀνακαλύψει τὴν «πανανθρώπινη συμφιλίωση», τὰς
«κοινωνικὰς διεκδικήσεις» καὶ τὴν «πάλη τῶν τάξεων».
Οἱ παπάδες
τότε ἦσαν «ἀμόρφωτοι». Εἰς τὰς ἐκκλησίας ἐκήρυσσαν διὰ τὰ πάθη τοῦ Ἔθνους. Οἱ δεσποτάδες «ἔστηναν»
δίκτυα ἐθνικῶν ἀγώνων. Ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶχεν ἀνασύρει ἐκ τοῦ βυζαντινοφαναριωτικοῦ ἑρμαρίου τὴν «αἴρεσιν» τοῦ «Ἐθνοφυλετισμοῦ» τῆς Συνόδου τοῦ 1872.
Ὅλα ταῦτα ἤλλαξαν ἐντὸς τεσσαράκοντα περίπου ἐτῶν καὶ δύο - τριῶν γενεῶν.
Ὁ ἄλλοτε
«τραμποῦκος τῶν
Βαλκανίων», ὁ σπεύδων πρὸς πᾶσαν ἑστίαν καιομένης πυρίτιδος, κατέστη φιλήσυχον κυνάριον ἀνακλίντρου, βλέπων ἀπαθῶς τὴν οἰκίαν του νὰ περισφίγγεται πανταχόθεν ὑπὸ παντοίας προελεύσεως ἁρπακτικὰ ζουλάπια.
Μιὰ χώρα
κατοικουμένη ἄλλοτε ὑπὸ ἀνθρώπων
μιᾶς γλώσσης, μιᾶς
θρησκείας, μιᾶς φυλῆς, συγκιρνᾶται ἐντὸς μιᾶς βαβυλωνιακῆς ἀπλάδας, ὡς ὁ βόειος κιμᾶς προτοῦ καταστῇ μπιφτέκια, κεφτέδες καὶ
σουτζουκάκια.
Αἱ
δικαιολογίαι ἀπίστευται!
«Ὁ λαὸς πεινᾷ καὶ πένεται, δι᾿ αὐτὸ καὶ ἔχει τὸν νοῦ του στὴν βιοπάλη». Λὲς καὶ τὸ 1897 οἱ Ἕλληνες ἦσαν χορτᾶτοι καὶ καλοστεκούμενοι...
Καὶ ἡ γνωστὴ σαχλαμάρα τῆς Παιδείας. «Ὅλα εἶναι θέμα Παιδείας. Χρειάζονται περισσότερα κονδύλια γιὰ τὴν Παιδεία», δηλαδὴ περισσότερα καὶ πιὸ καλοπληρωμένα ῥεμάλια, προπαγανδίζοντα καὶ ὑμνοῦντα τὰς ἀνδραγαθίας τῶν ἀλλοδαπῶν καὶ ἡμεδαπῶν ἀναρχικῶν, κατζαπλιάδων καὶ τῶν λογῆς ἁρπακτικῶν ποὺ ἔδρασαν καὶ δροῦν ὑπὸ τὴν προβιὰν τῶν «λαϊκῶν καὶ ταξικῶν ἀγώνων», τῶν «κοινωνικῶν διεκδικήσεων»
καὶ τῶν συναφῶν ἀπατῶν.
Ξεχνοῦν,
ἤ ὑποδύονται πὼς ξεχνοῦν τὸ ὅτι ὁ μισὸς καὶ πλέον Ἑλληνικὸς Στρατός, τὸ 1912 ἦτο ἀγράμματος. Πλεῖστοι δὲ ἐκ τῶν ἐπαναστατῶν τοῦ 1821 σχεδὸν δὲν ἠννόουν τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν.
Ὄχι! Ἡ ἀνίατος ἑλληνικὴ ἀσθένεια, ἡ Mal des
Grecs, δὲν εἶναι τὸ δημόσιον χρέος. Δὲν εἶναι τὰ μνημόνια, οὔτε οἱ ἐπίβουλοι ξένοι «ποὺ μᾶς μισοῦν».
Ἡ ἀνίατος ἀσθένεια, τὸ κακό σπυρί μας, ἡ ...ἐπιζωοτία μας, εἶναι ἡ ΛΕΠΡΑ.
Ἡ
γενικευμένη ΛΕΠΡΑ, ποὺ κάνει τὸν Ἕλληνα ἀναίσθητον εἰς τὰς πληγάς, εἰς τὰ γρονθοκοπήματα,
τὰ λακτίσματα.
Εἰς τὴν χειρουργικὴν λεπίδα, τὴν κόπτουσαν μετ᾿ ἐπιδεξιότητος περισσῆς, ὄχι τὸ λεπρόβλητον κρέας, ἀλλ᾿ ὅ,τι ὑγιὲς παραμένει εἰς τὴν χώραν μιᾶς πανσπερμίας ἀνοήτων, μιὰν χώραν ὅπου ὁδοί, λεωφόροι, στάδια, νοσοκομεῖα καὶ δημόσια μέγαρα,
φέρουν ὀνόματα καθαρμάτων, πρακτόρων, ἀπατεώνων καὶ ἐθνικῶν τροτεζῶν.
Κι ἕνα παραμύθι.
2040 Κοινῆς Χρονολογίας.
Τὸ μικρὸ κορίτσι εἶχεν ἀνοίξει τὸ παλαιὸν βιβλίον ποὺ εἶχεν ἀπομείνει ἀπ᾿ τὴν βιβλιοθήκην τοῦ παπποῦ της. Περίεργα γράμματα γεμᾶτα
στολίδια πάνω τους. Περίεργη
γλῶσσα σὰν μουσικὴ ὅταν τὴν διάβαζε.
Λέξεις ἁρμονικαί,
τονιζόμεναι εἰς τὴν παραλήγουσαν.
«Τοῦ
σιδηροδρόμου», «τῆς ἀνοίξεως», «τῶν βαθυπτύχων κοιλάδων»...
Ἱστορίαι ἀνθρώπων γενναίων, δυνατῶν,
μαχητικῶν, κατακτητικῶν. Σὲ πολλὰ ἐφαίνοντο νὰ ὁμοιάζουν
(μιὰ ὑποψία) πρὸς τοὺς σημερινοὺς. Καταλάβαινε σχεδὸν τὶ ἐδιάβαζε. Τὰ παράξενα σημαδάκια πάνω ἀπὸ τὰ ψηφία δὲν ἐφαίνετο νὰ τὴν ἐμποδίζουν.
Ὁ πατέρας
δίπλα της ἀρχικῶς τὴν ἔβλεπε μὲ μιὰν κάποιαν περιέργειαν. Τὸ ἐνδιαφέρον της δι᾿ αὐτὸ τὸ πολιτισμικὸν ἔντυπον ἀπολίθωμα τοῦ 1972 μ.Χ. τοῦ προξενοῦσε μιὰν περίεργον θυμηδίαν. Ὅταν πρὸ τριετίας (yia plaka) ἤρχισε νὰ τῆς μαθαίνῃ τὴν «palia grafi» σὰν παιγνίδι. Αὐτὴν ποὺ ἀπηγορεύθη τὸ 2031 ἤ τὸ ἔτος ΧΙΙ O.N.O. (Of New Opportunity).
«Periergo
afto to pedi!» (σκέφθηκε). «Niazete yia pramata ksehazmena».
Ταχέως ἡ
θυμηδία του μετετράπη εἰς βαθείαν μελαγχολίαν. Κάτι τοῦ ἐσπάραξε τὴν καρδιάν, ὅπως ὅταν βλέπεις ἔξαφνα τὴν κουκούλαν τοῦ σπὸρ ἁμαξιοῦ σου, σκισμένην πέρα ὡς πέρα μὲ μιὰν μαχαιριάν κάποιου ἀλήτου.
Κι αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἡ «μικρὴ» τὸν ἠρώτησε, δείχνοντας εἰς μίαν σελίδα τοῦ παλαιοῦ βιβλίου:
«Gonea
1! Giati skotothikan 800.000 katiki aftis tis horas se kino to polemo?».