Ἡ
λέξις θεομηνία καταδεικνύει ὑψίστην ἀσέβειαν καὶ τὸ χειρότερον, βλακείαν.
Ὁ
Θεὸς δὲν μαίνεται, οὔτε διακατέχεται ὑπό μήνιος.
Ἀλλὰ
καὶ ἂν ἐμαίνετο καὶ ἄν διακατείχετο ὑπό μήνιος, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁ λεβέντης
πού μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώσῃ;
Οἱ
πλεῖστοι τοὺς ὁποίους ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου νὰ ἐπικοινωνοῦν ἀπ᾿ εὐθείας μὲ τὸν Θεόν,
συνήθως εἶναι θεο-πάλαβοι ἤ ἀπατεῶνες.
Ἀλλὰ
κι αὐτὴ ἡ τσιχλώδης φράσις περὶ τῆς «ἐκδικουμένης» δίκην Ζορό φύσεως, τυγχάνει
δις μπαρούφα.
Πῶς
δύναται κάτι τὸ ὁποῖον στερεῖται συναισθήματος καὶ αἰσθήσεων, νὰ ἐκδικῆται;
Δὲν
ὑφίσταται ἐκδίκησις ἐν τῇ φύσει.
Ὑφίσταται
ἕνας ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων νόμων. Ἐκεῖνος τοῦ Ἀντιπεπονθότος, ὅστις δὲν ἔχει τὴν
παραμικρὰν σχέσιν πρὸς τὰς ἀτόπους -ἐν προκειμένῳ- ἐννοίας τῆς ἐκδικήσεως, τῆς
δικαιοσύνης, τοῦ δικαίου κλπ.
Τὸ
Ἀντιπεπονθὸς εἶναι μιὰ ΑΥΤΟΜΑΤΙΚΗ - ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΙΚΗ πρόβασις.
Αὐτὴ
λαμβάνει χώραν, ὁσάκις διὰ τῆς παραβιάσεως κάποιου ἐκ τῶν λεγομένων «Φυσικῶν
Νόμων», εἰς βάθος χρόνου -ἀσχέτως πρὸς τὰς ἡμετέρας ἀντιλήψεις περὶ δικαίου-,
παρατηρεῖται μιὰ ἀντιδραστικὴ κίνησις, σκοποῦσα αὐτοματικῶς νὰ ἐπαναφέρῃ τὸ
πρότερον καὶ θιγὲν καθεστώς τῆς -ἄλλοτε- τεθείσης τάξεως ἐξ ἑνὸς χάους. Ἕνα
χάος τὸ ὁποῖον ὁ ἀτελὴς ψυχικῶς ἄνθρωπος δείχνει νὰ νοσταλγῇ καὶ τὸ προτιμᾷ,
δεδομένου ὅτι αυτὸς ἀδυνατεῖ νὰ διαχειρισθῇ τὴν τάξιν.
Kάτι ὡσσὰν τὴν μέριμνάν μας πρὸ ἑνὸς οἰκοδομήματος πρὸς ἀντικατάστασιν
ἑνὸς ἀφαιρεθέντος πλίνθου.