Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

The Masque of the Red Death

THE "Red Death" had long devastated the country. No pestilence had ever been so fatal, or so hideous. Blood was its Avator and its seal the redness and the horror of blood. There were sharp pains, and sudden dizziness, and then profuse bleeding at the pores, with dissolution. The scarlet stains upon the body and especially upon the face of the victim, were the pest ban which shut him out from the aid and from the sympathy of his fellow-men. And the whole seizure, progress and termination of the disease, were the incidents of half an hour.

    But the Prince Prospero was happy and dauntless and sagacious. When his dominions were half depopulated, he summoned to his presence a thousand hale and light-hearted friends from among the knights and dames of his court, and with these retired to the deep seclusion of one of his castellated abbeys. This was an extensive and magnificent structure, the creation of the prince's own eccentric yet august taste. A strong and lofty wall girdled it in. This wall had gates of iron. The courtiers, having entered, brought furnaces and massy hammers and welded the bolts. They resolved to leave means neither of ingress or egress to the sudden impulses of despair or of frenzy from within. The abbey was amply provisioned. With such precautions the courtiers might bid defiance to contagion. The external world could take care of itself. In the meantime it was folly to grieve, or to think. The prince had provided all the appliances of pleasure. There were buffoons, there were
improvisatori, there were ballet-dancers, there were musicians, there was Beauty, there was wine. All these and security were within. Without was the "Red Death." 
Edgar Allan Poe. 1850

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ἡ Ἀμφιβολία.

Ἡ ἀμφιβολία, ἡ διχοστασία, ἡ ἀβεβαιότης, ἡ ἄγνοια, ἡ ἐπιφυλλακτικότης, ἀποτελοῦν ἕνα γοητευτικὸν καὶ γόνιμον πεδίον διὰ τὴν ἄσκησιν τῆς ψυχῆς, τὴν ὄξυνσιν τοῦ πνεύματος, τὴν ῥωμαλεότητα τοῦ σώματος, ὅταν αὗται συνοδεύουν τὴν ἔναρξιν ἑνὸς ἐγχειρήματος, μιᾶς σχέσεως, μιᾶς προσπαθείας.
Ἀντιθέτως, ὅταν κάτι τελειώνῃ, ἐν μέσῳ ἀβεβαιότητος, ἀγνοίας, ἀμφιβολίας, τοῦτο συνιστᾶ πηγήν τεραστίας θλίψεως, συντριβῆς καί -ἐν τέλει- δυστυχίας.
Ὅταν μάλιστα αὐτὸ τὸ «κάτι» ἔχει ἀγαπηθῇ μετὰ πάθους καί λατρείας, τό τέλος του ἐν μέσῳ ἀναπαντήτων ἐρωτημάτων, ἀνεπαρκῶν ἐξηγήσεων καί ἀδιευκρινίστων ζητημάτων, ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴν κόλασιν τοῦ εὐαισθήτου ἀνθρώπου. (Ὄχι τοῦ «ἀνθρώπου μέ εὐαισθησίας»...).
Ὁ ἀναίσθητος, παραμένει ἰκανοποιημένος μὲ τὸν ἑαυτὸν του, δεδομένου ὅτι -δι᾿ ἐκεῖνον- αὐτὸ πού «μετρᾶ εἶναι πάντα τὸ ἀποτέλεσμα».
Τὸ πεσμένον δένδρον στὴν αὐλὴν του ἀποτελεῖ δι᾿ αὐτόν ἁπλῶς, πηγὴν καυσίμου ξυλείας...
ΛΙΓΗ ΜΟΥΣΙΚΗ:
Ῥιχάρδου Στράους. Συμφωνικὴ Φαντασία ἀπὸ τὴν «Γυναίκα χωρίς σκιά».
https://www.youtube.com/watch?v=FSxXntAYMLw



Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Ukiyo-e


Ἀγέραστη ἡ Βυσσινιά
Γέρνει μέ χάρη στὴ μεριά
Τοῦ νέου συλλέκτη
Τῶν γλυκόξινων καρπῶν της.


Ἔμπνευσίς μας ἀπ᾿ τὴν λεπτεπίλεπτον φεουδαλικὴν ἐποχὴν τοῦ τελευταίου σογκουνάτου τῶν Τοκούγκαβα.
Κάτι σάν τὴν «δικὴν μας» Ἀναγέννησιν.
Ukiyo σημαίνει «Πλωτὴ Ζωή»

Ζωὴ ἀμέριμνος ἐν μέσῳ εὐφυῶν καὶ καλλιεργημένων κυριῶν, ἐμπνευσμένων ποιητῶν, εὐαισθήτων ἱπποτῶν καὶ σπανίων γεύσεων.
Ἡ εἰκών: «Μιά κυρία». Τοῦ Κιταγκάβα Οὐτάμαρο.

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Ἐκ τῆς ἀραβικῆς μεταφρἀσεως τοῦ «De Materia Medica» τοῦ Διοσκορίδου. Σχολὴ τῆς Βαγδάτης. Ὁ ἰατρὸς Ἐρασίστρατος ὁ Κεῖος (304-250 π.Χ.) ἐπ᾿ ἀνακλίντρου συνδιαλέγεται μετὰ τοῦ βοηθοῦ του. Τὸ ἀξιοσέβαστον τοῦ προσώπου του καταδεικνύεται διὰ τῆς ἅλω (φωτοστέφανος).
Σμιθσόνειον Ἵδρυμα, ἐν Βασιγκτῶνι.
Ἐλευθέρα ἀπόδοσις ἐξ ἑνὸς παλαιοῦ περσικοῦ ποιήματος:
«Δέν ἔτρωγε, δέν ἔπινε, δέν γέλαγε καθόλου.
Στὴν κλίνη μόνον κείτονταν, καὶ στέναζε βαρειά.
Γιατροί πολλοὶ τὸν εἴδανε καὶ σήκωσαν τά χέρια,
-Τὸ παληκάρι (εἴπανε) πάει γιά πεθαμό...
Σάν ἦρθ᾿ ὁ Ἐρασίστρατος ἅπλωσε τὰ χέρια.
Τὸ ἕνα πάνω στὴν καρδιὰ καὶ τ᾿ ἄλλο στὸν σφυγμό.
-Βγῆτ᾿ ὅλοι ἔξω (πρόσταξε) κι εὐθὺς νὰ ξαναμπῆτε. Μἀ ὄχι ὅλοι σας μαζί, ἕκαστος μέ σειρά.
Ἔτσι ἔγινε καὶ μπήκανε ὅλοι τους ἕνας-ἕνας κι ἡ Στρατονίκη πρόβαλε στὸ τέλος τῆς σειρᾶς.
Σηκώθηκ᾿ ὁ τρανὸς γιατρός, μέγας ἀνθρωπογνώστης.
Καὶ εἶπε εἰς τὸν Σέλευκο πού δάκρυζ᾿ ἐκεῖ δᾶ.
Ἔλα μαζἰ μου βασιλεῦ, θέλω νὰ σοῦ μιλήσω...
-Βρῆκες γιατρὲ μου ἄραγε τὴ νόσο τοῦ παιδιοῦ;
-Ἄκουσε ἄρχοντα τρανέ καὶ κρίνε μοναχός σου.
Ὁ γυιὸς σου ἔχει πληγωθῇ ἀπό μεγάλη νόσο!
Τῆς Κύπριδος ὁ γυιὸς τὸν ἔχει σαγιτέψῃ.
Κι ἂν δέν σβηστῇ ὁ πόθος του, στὸν Ἄδη θὰ μισέψῃ.
-Ποιά εἶναι κείνη ὦ σοφέ, πού πῆρε τοῦ παιδιοῦ μου, καρδιά, ψυχὴ καὶ μέ γητειά τοῦ λειώνει τό κορμί;
Ἀλίμονο μου ἄρχοντα, ἂν στὴν ἀποκαλύψω! Μά σάν γιατρός πού ἔδωσα ὅρκο τ᾿ Ἀσκληπιοῦ, πρέπει ἀμέσως, τώρα δᾶ, ἐτοῦτο νὰ σοῦ πῶ:
Ὁ γυιὸς σου βασιλέα μου, σ᾿ ἔρωτα ἔχει πέσει, ποθώντας τὴ γυναίκα μου, μέ ἔρωτα κρυφό...

Ὁ Ἐρασίστρατος, ἐξιχνιάζει τὴν μυστηριώδη «ἀσθένειαν» τοῦ πρίγκηπος Ἀντιόχου τοῦ Σωτῆρος, ἐνώπιον τοῦ πατρὸς του Σελεύκου τοῦ Νικάτορος καὶ τῆς νεαρᾶς συζύγου του Στρατονίκης.
Jacques-Louis David. «Ἀντίοχος καί Σρατονίκη».

-Δώστην του ἄνθρωπε σοφέ καί γώ θά σέ ἀμείψω, μ᾿ ὅ,τι ποθεῖς κι ὅ,τι ζητεῖς σέ τούτη τή ζωή!
-Ναί θά τήν δώσω ἄρχοντα, νά σβήσῃ ὁ καημὸς του. Τ᾿ ἄτιμα βέλη τοῦ Ἔρωτος νὰ σπάσουνε ἂν θές. Μά πές μου πρώτα βασιλεῦ, αὐτό πού θά ῥωτήσω...
-Τί θέλεις ἄνθρωπε καλέ ν᾿ ἀκούσῃς ἀπό μέ;
-Ἂν σούλεγα πώς τό παιδί ποθῇ τὴν συζυγό σου, τὴν ξακουστή καί ἔντιμη, ὡραία Στρατονίκη, θά ἔδινές την μέ χαρά γιά νάβρῃ γιατρειά;
-Ναί, θά τήν ἔδινα κι αὐτήν καί ὅλο μου τό βιός μου, γιατί ἐγώ τὴν χάρηκα καί θέλω καί αὐτή, σέ ἄνδρα νέο κι ὄμορφο πάλι νὰ χαρῇ!
-Αὐτὴν ποθεῖ ὁ Ἀντίοχος, ὁ πρίγκηπάς σου μόνο.
Μόνον ἐκείνη δύναται νὰ τὸν κρατήσῃ ἐδῷ.
-Τὴν δίνω τώρα εὐθύς γιατρέ, νά ζήσουνε μαζί.
Γιατί ἡ ἀγάπη σπάει εὐθύς καί τοῦ Ἔρωτα τὰ βέλη. Γιατί τὰ νειάτα ἔχουνε τό δίκιο στό πλευρό.

Ἔτσι εἶπε καί ἔτσι ἔκαμε ὁ Σέλευκος ὁ μέγας. Πού νίκες μόνο γνώρισε σ᾿ ὅλη του τὴν ζωή.
Κι ἦταν κι αὐτὴ μιά νίκη του, ἡ πι΄ ὄμορφη ἀπ᾿ ὅλες, ἀφοῦ αὐτά π᾿ ἀγάπησε τὰ ἔζεψε μαζί».

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Σειρήνων μὲν πρῶτον ἀνώγει θεσπεσιάων φθόγγον ἀλεύασθαι καὶ λειμῶν' ἀνθεμόεντα.

(Ἀφιερωμένον εἰς ἕνα ἀγαπητὸ πρόσωπο, πού ἡ «δίψα» τῆς  «γνώσεως» νέων ἀτραπῶν καὶ ἐμπειριῶν, τὸ ἔριξαν στὴν κόλαση τοῦ λεγομένου «καμμένου ἐγκεφάλου»).
Εἰς τὴν ῥαψῳδίαν «Μ» τῆς Ὁδυσσείας, ὁ Ἴθαξ ποντοπόρος -καὶ παντοπόρος- βασιλεύς, προκειμένου νὰ διέλθῃ σῷος ἐκ τοῦ Στενοῦ τῶν Σειρήνων, δὲν ἐφαρμόζει εἰς τὸν ἑαυτὸν του τὴν ὑποδειχθείσαν ὑπό τῆς Κίρκης λύσιν.
Μόνον εἰς τούς συντροφοναύτας του διατάσσει νὰ φράξουν τὰ ὧτα των διὰ κηροῦ, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς διελεύσεως, ὅσον ἡ μαγικὴ ἀνδροφόνος μελῳδία τῶν Σειρήνων θὰ ἀκούεται.

«...ὦ φίλοι, οὐ γὰρ χρὴ ἕνα ἴδμεναι οὐδὲ δύ' οἴους
θέσφαθ', ἅ μοι Κίρκη μυθήσατο, δῖα θεάων·
ἀλλ' ἐρέω μὲν ἐγών, ἵνα εἰδότες ἠὲ θάνωμεν
ἤ κεν ἀλευάμενοι θάνατον καὶ κῆρα φύγοιμεν.
Σειρήνων μὲν πρῶτον ἀνώγει θεσπεσιάων
φθόγγον ἀλεύασθαι καὶ λειμῶν' ἀνθεμόεντα.
οἶον ἔμ' ἠνώγει ὄπ' ἀκουέμεν· ἀλλά με δεσμῷ
δήσατ' ἐν ἀργαλέῳ, ὄφρ' ἔμπεδον αὐτόθι μίμνω,
ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ' αὐτοῦ πείρατ' ἀνήφθω.
εἰ δέ κε λίσσωμαι ὑμέας λῦσαί τε κελεύω,
ὑμεῖς δὲ πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι πιέζειν...»


Διὰ τὸν ἑαυτὸν του ἐπιλέγει κάτι ἄκρως βασανιστικόν. Ἐπιλέγει τὴν ὑποβολὴν του εἰς τὴν βάσανον τῆς μαγικῆς μελῳδίας, δεσμεύων ὅμως τὸ ὑλικὸν του σῶμα, κατὰ τρόπον ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τὴν σᾶρκα νὰ καταστραφῇ ὑποτασσομένη εἰς τὸ διεσαλευμένον ἐκ τῆς μαγικῆς αἰσθητικῆς ἐμπειρίας θυμικόν.
Εἶναι ἴδιον τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων, τὸ νὰ ἐκθέτουν ἑαυτὸν εἰς τὰς ἐπικινδύνους ἐμπειρίας.
Δὲν «εὐνουχίζουν» ἑαυτὸν διὰ νὰ μὴ «κολασθοῦν», ὡς κάποιοι σιχαμεροὶ μανιχαῖοι. Θὰ ἔλεγον ὅτι περισσότερον ὁμοιάζουν πρὸς ἐκεῖνον τὸν ἀσκητὴν τῆς Θηβαΐδος, ὅστις ὅταν ἔνοιωθε τούς πειρασμούς τῆς σαρκὸς ἐντονωτέρους, κατήρχετο εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Ἐκεῖ ἐπεσκέπτετο τὸ πολυτελέστερον μπορδέλον της.
Ἀφ᾿ ἑνὸς διὰ νὰ ἀναμετρηθῇ ἀπ᾿ εὐθείας πρός τὸν πειρασμὸν του, ἀφ᾿ ἑτέρου διὰ νὰ τὸν ἰδοῦν οἱ ὄχλοι τῶν θαυμαστῶν του καὶ νὰ τὸν κατακρίνουν, ὥστε νὰ ἀποφύγῃ τὴν διόγκωσιν τῆς ὑπερηφανείας του.
Τέτοιαι προσωπικότητες ἀντιμετωπίζουν τὸ «Κακόν», εἴτε αὐτὸ εἶναι ὁ Ἔνδον Κακοδαίμων, εἴτε ὁ Ἀρχέκακος Πεπτωκώς, κατά πρόσωπον. Ὅπως λέγῃ ὁ Γκαῖτε:
Es ist gar hübsch von einem großen Herrn,
So menschlich mit dem Teufel selbst zu sprechen.

(Πόσον χαρίεν εἶναι εἰς ἕνα σπουδαῖον κύριον,
τὸ νὰ συζητῇ μὲ ἀνθρωπιάν, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Διάβολον αὐτοπροσώπως).
Αὐτὸ ὅμως τὸ ὁποῖον θὰ διακρίνῃ πάντοτε ἕναν «Ὁδυσσέα» ὡς πρός πάντα ἄλλον παράτολμον ἀνόητον, εἶναι τὸ ὅτι:
Ὁ «Ὁδυσσεύς» ἔχει δαμάσῃ τὸ πλέον ἀσθενὲς μέρος τῆς ὑπάρξεώς του, τὸ ὑλικὸν σῶμα, προτοῦ ῥίψῃ εἰς τὴν περιπέτειαν καὶ τὴν γοητείαν τῶν ἐκεῖθεν τῶν Ἡρακλείων Στηλῶν ἐπικινδύνων ἐπικρατειῶν τὴν ψυχὴν, τὸ πνεῦμα καὶ τὸν αἰθέρα του.
Πρέπει νὰ τὸ πράξῃ ἐκεῖνος. Καὶ πρέπει νὰ ΕΠΙΖΗΣΗ. Διὰ νὰ «ἀφηγηθῇ». Διὰ νὰ ἀνοίξῃ τὰς ἀτραπούς. Διὰ νὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι.
Ἐπειδὴ, ὡς γράφῃ καὶ ὁ Φραγκῖσκος Βάκων εἰς τὸ ἐξώφυλλον τῆς «Νέας Ἀτλαντίδος» του:
«Πολλοὶ θὰ διέλθουν καὶ ἡ Σοφία θὰ ἐπαυξηθῇ».
Multi pertransibunt et augebitur scientia.

Ἡ εἰκών:
Herbert James Draper. «Ὁ Ὁδυσσεύς καί αἱ Σειρῆνες».