Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Σειρήνων μὲν πρῶτον ἀνώγει θεσπεσιάων φθόγγον ἀλεύασθαι καὶ λειμῶν' ἀνθεμόεντα.

(Ἀφιερωμένον εἰς ἕνα ἀγαπητὸ πρόσωπο, πού ἡ «δίψα» τῆς  «γνώσεως» νέων ἀτραπῶν καὶ ἐμπειριῶν, τὸ ἔριξαν στὴν κόλαση τοῦ λεγομένου «καμμένου ἐγκεφάλου»).
Εἰς τὴν ῥαψῳδίαν «Μ» τῆς Ὁδυσσείας, ὁ Ἴθαξ ποντοπόρος -καὶ παντοπόρος- βασιλεύς, προκειμένου νὰ διέλθῃ σῷος ἐκ τοῦ Στενοῦ τῶν Σειρήνων, δὲν ἐφαρμόζει εἰς τὸν ἑαυτὸν του τὴν ὑποδειχθείσαν ὑπό τῆς Κίρκης λύσιν.
Μόνον εἰς τούς συντροφοναύτας του διατάσσει νὰ φράξουν τὰ ὧτα των διὰ κηροῦ, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς διελεύσεως, ὅσον ἡ μαγικὴ ἀνδροφόνος μελῳδία τῶν Σειρήνων θὰ ἀκούεται.

«...ὦ φίλοι, οὐ γὰρ χρὴ ἕνα ἴδμεναι οὐδὲ δύ' οἴους
θέσφαθ', ἅ μοι Κίρκη μυθήσατο, δῖα θεάων·
ἀλλ' ἐρέω μὲν ἐγών, ἵνα εἰδότες ἠὲ θάνωμεν
ἤ κεν ἀλευάμενοι θάνατον καὶ κῆρα φύγοιμεν.
Σειρήνων μὲν πρῶτον ἀνώγει θεσπεσιάων
φθόγγον ἀλεύασθαι καὶ λειμῶν' ἀνθεμόεντα.
οἶον ἔμ' ἠνώγει ὄπ' ἀκουέμεν· ἀλλά με δεσμῷ
δήσατ' ἐν ἀργαλέῳ, ὄφρ' ἔμπεδον αὐτόθι μίμνω,
ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ' αὐτοῦ πείρατ' ἀνήφθω.
εἰ δέ κε λίσσωμαι ὑμέας λῦσαί τε κελεύω,
ὑμεῖς δὲ πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι πιέζειν...»


Διὰ τὸν ἑαυτὸν του ἐπιλέγει κάτι ἄκρως βασανιστικόν. Ἐπιλέγει τὴν ὑποβολὴν του εἰς τὴν βάσανον τῆς μαγικῆς μελῳδίας, δεσμεύων ὅμως τὸ ὑλικὸν του σῶμα, κατὰ τρόπον ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τὴν σᾶρκα νὰ καταστραφῇ ὑποτασσομένη εἰς τὸ διεσαλευμένον ἐκ τῆς μαγικῆς αἰσθητικῆς ἐμπειρίας θυμικόν.
Εἶναι ἴδιον τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων, τὸ νὰ ἐκθέτουν ἑαυτὸν εἰς τὰς ἐπικινδύνους ἐμπειρίας.
Δὲν «εὐνουχίζουν» ἑαυτὸν διὰ νὰ μὴ «κολασθοῦν», ὡς κάποιοι σιχαμεροὶ μανιχαῖοι. Θὰ ἔλεγον ὅτι περισσότερον ὁμοιάζουν πρὸς ἐκεῖνον τὸν ἀσκητὴν τῆς Θηβαΐδος, ὅστις ὅταν ἔνοιωθε τούς πειρασμούς τῆς σαρκὸς ἐντονωτέρους, κατήρχετο εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Ἐκεῖ ἐπεσκέπτετο τὸ πολυτελέστερον μπορδέλον της.
Ἀφ᾿ ἑνὸς διὰ νὰ ἀναμετρηθῇ ἀπ᾿ εὐθείας πρός τὸν πειρασμὸν του, ἀφ᾿ ἑτέρου διὰ νὰ τὸν ἰδοῦν οἱ ὄχλοι τῶν θαυμαστῶν του καὶ νὰ τὸν κατακρίνουν, ὥστε νὰ ἀποφύγῃ τὴν διόγκωσιν τῆς ὑπερηφανείας του.
Τέτοιαι προσωπικότητες ἀντιμετωπίζουν τὸ «Κακόν», εἴτε αὐτὸ εἶναι ὁ Ἔνδον Κακοδαίμων, εἴτε ὁ Ἀρχέκακος Πεπτωκώς, κατά πρόσωπον. Ὅπως λέγῃ ὁ Γκαῖτε:
Es ist gar hübsch von einem großen Herrn,
So menschlich mit dem Teufel selbst zu sprechen.

(Πόσον χαρίεν εἶναι εἰς ἕνα σπουδαῖον κύριον,
τὸ νὰ συζητῇ μὲ ἀνθρωπιάν, ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Διάβολον αὐτοπροσώπως).
Αὐτὸ ὅμως τὸ ὁποῖον θὰ διακρίνῃ πάντοτε ἕναν «Ὁδυσσέα» ὡς πρός πάντα ἄλλον παράτολμον ἀνόητον, εἶναι τὸ ὅτι:
Ὁ «Ὁδυσσεύς» ἔχει δαμάσῃ τὸ πλέον ἀσθενὲς μέρος τῆς ὑπάρξεώς του, τὸ ὑλικὸν σῶμα, προτοῦ ῥίψῃ εἰς τὴν περιπέτειαν καὶ τὴν γοητείαν τῶν ἐκεῖθεν τῶν Ἡρακλείων Στηλῶν ἐπικινδύνων ἐπικρατειῶν τὴν ψυχὴν, τὸ πνεῦμα καὶ τὸν αἰθέρα του.
Πρέπει νὰ τὸ πράξῃ ἐκεῖνος. Καὶ πρέπει νὰ ΕΠΙΖΗΣΗ. Διὰ νὰ «ἀφηγηθῇ». Διὰ νὰ ἀνοίξῃ τὰς ἀτραπούς. Διὰ νὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι.
Ἐπειδὴ, ὡς γράφῃ καὶ ὁ Φραγκῖσκος Βάκων εἰς τὸ ἐξώφυλλον τῆς «Νέας Ἀτλαντίδος» του:
«Πολλοὶ θὰ διέλθουν καὶ ἡ Σοφία θὰ ἐπαυξηθῇ».
Multi pertransibunt et augebitur scientia.

Ἡ εἰκών:
Herbert James Draper. «Ὁ Ὁδυσσεύς καί αἱ Σειρῆνες».

Δεν υπάρχουν σχόλια: