Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

ἀγνοεῖς, ὦ Χάρον, ὅντινα ἄνδρα διεπόρθμευσας;


Χαρώνειον ταχύδραμα.
Ἀπόδοσις κειμένου («μετάφραση» διὰ «κάποιους» φιλολόγους μας), ὑπὸ Φρεάντλου.
ΧΑΡΩΝ
ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.
(Ξηλώσου συφοριασμένε καὶ δῶσε τὰ περατιάτικα).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
βόα, εἰ τοῦτό σοι, ὦ Χάρων, ἥδιον.
(Γκάριζε ὅσο γουστάρεις, μιὰ καὶ τὴ βρίσκεις ἔτσι).
ΧΑΡΩΝ
ἀπόδος, φημί, ἀνθ᾽ ὧν σε διεπορθμευσάμην.
(Βρὲ ἀκούμπα τὸ χρῆμα γιὰ τὸ κουβάλημά σου).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος.
(Ἀπ᾿ τὸν φτωχομπινέ, μιὰ μάντρα καβουρντισμέν᾿ ἀρχίδια θὰ πάρῃς).
ΧΑΡΩΝ
ἔστι δέ τις ὀβολὸν μὴ ἔχων;
(Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ κάποιος τόσον ἄφραγκος;)
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
εἰ μὲν καὶ ἄλλος τις οὐκ οἶδα, ἐγὼ δ᾽ οὐκ ἔχω.
(Ἄν ὑπάρχῃ κι᾿ ἄλλος χέστηκα. Ἀπὸ μένα, οὔτε καπίκι).
ΧΑΡΩΝ
καὶ μὴν ἄγξω σε νὴ τὸν Πλούτωνα, ὦ μιαρέ, ἢν μὴ ἀποδῷς.
(Θὰ σὲ καρυδώσω βρωμύλο, ἄν δὲν ξηλωθῇς, γαμῶ τὸ Πλούτωνά μου).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
καὶ μὴν τῷ ξύλῳ σου πατάξας διαλύσω τὸ κρανίον.
(καὶ γώ μὲ τούτη τὴ μπαστούνα θὰ σοῦ σπάσω τὴν κεφάλα).
ΧΑΡΩΝ
μάτην οὖν ἔσῃ πεπλευκὼς τοσοῦτον πλοῦν;
(Χαράμι πῆγε ἡ βαρκάδα ποὺ σοὔκανα;).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
ὁ Ἑρμῆς ὑπὲρ ἐμοῦ σοι ἀποδότω, ὅς με παρέδωκέ σοι.
(Ἄς ξηλωθῇ γὰ πάρτη μου ὁ Ἑρμῆς ποὺ μὲ τζάρισε μέχρι ἐδώ καὶ μ᾿ ἔδωσε σὲ σένα).
ΕΡΜΗΣ
νὴ Δί᾽ ὀναίμην, εἰ μέλλω γε καὶ ὑπερεκτίνειν τῶν νεκρῶν.
(Γαμῶ τὸ Δία μου! Ὧρες τώρα νὰ πληρώνω καὶ ψόφιους τζερεμέδες).
ΧΑΡΩΝ
οὐκ ἀποστήσομαί σου.
(Ἀπὸ μένα μάγκα δὲ γλυτώνεις).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
τούτου γε ἕνεκα νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε· πλὴν ἀλλ᾽ ὅ γε μὴ ἔχω, πῶς ἂν λάβοις;
(Τότε καπτάνιο τράβα τὴ φελούκα σου ἔξω καὶ στρίψε τσιγάρο. Ἀπὸ μένα πεντάρα τσακιστή).
ΧΑΡΩΝ
σὺ δ᾽ οὐκ ᾔδεις κομίζειν δέον;
(Βρὲ παπάρα, δὲν τὴ σακκουλεύτηκες τὴ δουλειά; Νὰ φέρῃς κανα φράγκο;).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
ᾔδειν μέν, οὐκ εἶχον δέ. τί οὖν; ἐχρῆν διὰ τοῦτο μὴ ἀποθανεῖν;
(Μωρὲ τὴ σακκουλεύτηκα, ἀλλὰ ἀφοῦ εἶμαι ἄφραγκος! Ἔπρεπε νὰ κανονίσετε νὰ μὴν τὰ τινάξω…).
ΧΑΡΩΝ
μόνος οὖν αὐχήσεις προῖκα πεπλευκέναι;
(Καὶ σὺ θὰ καμαρώνῃς σὰ γύφτικο σκεπάρνι, ποὺ ἔκανες τὴν κρουαζιέρα στὸ τζάμπα;).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
οὐ προῖκα, ὦ βέλτιστε· καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν.
(Ἔ, ὄχι καὶ τζαμπατζής! Καὶ τὰ βρωμόνερα ἔβγαλα ἀπ᾿ τὴ σαπιόβαρκά σου, καὶ κουπὶ τράβηξα, χώρια ποὺ ἤμουν ὁ μόνος ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς χλέμπουρες ποὺ δὲν μαλλιοτραβιόμουν σὰν κλαμμένο μουνί).
ΧΑΡΩΝ
οὐδὲν ταῦτα πρὸς τὰ πορθμεῖα· τὸν ὀβολὸν ἀποδοῦναί σε δεῖ· οὐ γὰρ θέμις ἄλλως γενέσθαι.
(Ἀκου δὼ ῤέ! Αὐτὸ δὲν εἶναι πλερωμή! Ὀ κανονισμὸς δὲν λέει ὅτι μπορεῖς νὰ λουφάρῃς εἰσιτήριο.).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
οὐκοῦν ἄπαγέ με αὖθις εἰς τὸν βίον.
(Μοῦ τἄπρηξες! Τράβα με πίσω λοιπόν στὴ ζωούλα μου!).
ΧΑΡΩΝ
χάριέν γε λέγεις, ἵνα καὶ πληγὰς ἐπὶ τούτῳ παρὰ τοῦ Αἰακοῦ προσλάβω.
(Μαλακιοῦλες λές. Γιὰ νὰ μὲ ταράξῃ ὁ Αἰακὸς στὴ φάπα!).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
μὴ ἐνόχλει οὖν.
(Στὰ καλαμπαλίκια μας!).
ΧΑΡΩΝ
δεῖξον τί ἐν τῇ πήρᾳ ἔχεις.
(Τὶ ἔχεις στὴ σακκουλίτσα σου χρυσὸ μου;).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
θέρμους, εἰ θέλεις, καὶ τῆς Ἑκάτης τὸ δεῖπνον.
(Γουστάρεις λούπινα μανιαούρικα, γιὰ νὰ φαρμακώσῃ ἡ κυρὰ Ἑκάτη;).
ΧΑΡΩΝ
πόθεν τοῦτον ἡμῖν, ὦ Ἑρμῆ, τὸν κύνα ἤγαγες; οἷα δὲ καὶ ἐλάλει παρὰ τὸν πλοῦν τῶν ἐπιβατῶν ἁπάντων καταγελῶν καὶ ἐπισκώπτων καὶ μόνος ᾄδων οἰμωζόντων ἐκείνων.
(Βρὲ ἀθεόφοβε Ἑρμῆ, ἀπὸ ποῦ μᾶς τὄφερες αὐτὸ τὸ κοπρόσκυλο; Ποῦ κογιονάριζε τοὺς συφοριασμένους τοὺς πελάτες μου καὶ τραγουδοῦσε μπαρκαρόλες;)
ΕΡΜΗΣ
ἀγνοεῖς, ὦ Χάρον, ὅντινα ἄνδρα διεπόρθμευσας; ἐλεύθερον ἀκριβῶς. οὐδενὸς αὐτῷ μέλει. οὗτός ἐστιν ὁ Μένιππος.
(Κάνεις τὴν πάπια βρὲ Χάρο; Δὲν ξέρεις κακορίζικε ὅτι σουλατσάρισες ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΑΝΤΡΑ, ποὺ τἄχει ὅλα γραμμένα στὰ παπάρια του; Τὸ Μένιππο βρὲ καψερεεεέ!).
ΧΑΡΩΝ
καὶ μὴν ἄν σε λάβω ποτέ—
(Ἄχχχ! Δὲν θὰ σὲ ξαναπετύχω;).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
ἂν λάβῃς, ὦ βέλτιστε· δὶς δὲ οὐκ ἂν λάβοις…
(Νὰ μὲ πετύχῃς ρὲ κοθώνι δεύτερη φορά; Χαααα,χα,χα,χα!).

Ἐκ τῶν ἀπορρήτων Γερμανικῶν Ἀρχείων τοῦ Μεγάλου Πολέμου.


«Griechenland ist von Anfang dieses Krieges aufgesprüht !».
(
Ἑλλὰς ψεκάζεται ἤδη ἀπὸ τὰς ἀρχὰς αὐτοῦ τοῦ πολέμου!).
Ἀρ. Ἀναφορᾶς 666/ DCLXVI/CONF/20-4-1918.
 


Μανφρέδος, Ἀλβέρτος, βαρῶνος τῶν Ῥιχτχόφεν.
Ὑπεύθυνος Τομεάρχης Δυτικοῦ Τομέως Ἀεροψεκασμῶν καὶ Λοιπῶν Ἐναερίων Ἀνακουφίσεων τῆς Αὐτοκρατορικῆς Άεροπορίας.

Ἀντιρατσιστικόν

Le véritable Amphitryon est l’Amphitryon où l’on dîne..
Μολιέρος.
Εἰς μίαν χώραν ὅπου οἱ «πεπαιδευμένοι» της προκειμένου νὰ δείξουν τὴν παιδείαν των, ἀποκαλοῦν τὸ κορόιδον ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἐδεξιώθη πλουσιοπαρόχως «Ἀμφιτρύονα», καλὸν θὰ εἶναι διάφοροι ἀνόητοι νὰ μὴν ἐξανίστανται ἐπειδὴ κάποιος πτωχὸς Ἀφρικανὸς εὑρέθη ἀπροσδοκήτως εἰς τὴν κρεββατοκάμαράν των
(
ΣΗΜ.: Ἀμφιτρύων. Μυθικὸς ἥρως ἐκ Τίρυνθος, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν σύζυγον ἐπὶ τρεῖς νύκτας «ἔπαιζεν» Ζεύς τὸν ...γιατρὸν μὲ τὴν ἀδελφήν νοσοκόμον).